διεξάγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἄγω]]), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben, Pol. 1, 71, 1; τὰ κατὰ τὴν [[ἀρχήν]] 1, 4. 6; so διεξάγεται πάντα τὰ γεγενημένα Plut. fat. 1. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen, Pol. 4, 73, 8. 5, 1, 5. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανθρωπίᾳ, regieren, behandeln, Pol. 3, 77, 4, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἄγω]]), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben, Pol. 1, 71, 1; τὰ κατὰ τὴν [[ἀρχήν]] 1, 4. 6; so διεξάγεται πάντα τὰ γεγενημένα Plut. fat. 1. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen, Pol. 4, 73, 8. 5, 1, 5. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανθρωπίᾳ, regieren, behandeln, Pol. 3, 77, 4, u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διεξήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> conduire jusqu’au bout, mener à bonne fin;<br /><b>2</b> gouverner, diriger : τὰ γινόμενα PLUT les événements.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξάγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διεξάγω''': [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], Πολύβ. 5. 1, 5, κτλ.· [[διευθύνω]], κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ὁ αὐτ. 1. 9, 6, κτλ.· μεταχειρίζομαί τινα κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. 3. 77, 4. ΙΙ. δ. βίον, [[ὑποστηρίζω]] τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 1. 71, 1· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 1090Β.
|lstext='''διεξάγω''': [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], Πολύβ. 5. 1, 5, κτλ.· [[διευθύνω]], κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ὁ αὐτ. 1. 9, 6, κτλ.· μεταχειρίζομαί τινα κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. 3. 77, 4. ΙΙ. δ. βίον, [[ὑποστηρίζω]] τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 1. 71, 1· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 1090Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διεξήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> conduire jusqu’au bout, mener à bonne fin;<br /><b>2</b> gouverner, diriger : τὰ γινόμενα PLUT les événements.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξάγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml