διαλαμβάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] (s. [[λαμβάνω]]), 1) auseinander nehmen, trennen, [[theilen]]; τὸν ποταμὸν εἰς διώρυχας Her. 1, 202; ποταμὸς διαλελαμμένος [[πενταχοῦ]] 3, 117; τὸν ἀριθμὸν πάντα [[δίχα]] δ. Plat. Polit. 147 e; Phil. 23 c u. öfter; ἐνιαυτοῖς καὶ μησὶ διειλημμένα Legg. X, 886 a; αἱ πολιτεῖαι τοὺς Ἕλληνας διειλήφασι Isocr. 4, 16; öfter bei Xen., wie Cyr. 4, 1, 14; εἰς εἴδη, Arist rhet. 1, 4; dah. = eine Pause machen; [[ἐνταῦθα]] δεῖ ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν λέγοντα Plat. Prot. 346 e; unterbrechen; [[χώρα]] χαράδραις διειλημμένη D. Sic.; θώρακες διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, Panzer, deren Schwere sich auf die einzelnen Theile des Körpers vertheilt hat, Xen. Mem. 3, 10, 13. Auch wie distinguere, χρώμασι, verzieren, Plat. Phaed. 110 b; vgl. λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc. patr. enc. 10. – 2) etwas Vertheiltes, seinen Antheil empfangen; κατ' ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem. 34, 37, [[varia lectio|v.l.]] ἐλάμβανον; vgl. Lys. 12, 7. – 3) zwischen beiden Händen, od. bes. in der Fechtersprache, rund um den Leib fassen, διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plut. Ant. 33; übh. [[ergreifen]], festhalten, Her. 1, 114. 4, 94; Ar. Equ. 262; Eccl. 1090, wo διαλέλημμαι steht; Plat. Rep. X, 615 e; vgl. Phaed. 81 c; bes. umzingeln, einschließen, τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Pol. 5. 99, 9; φυλακαῖς τὰς ὁδούς 4, 67; 1, 75; τόπον πύργοις, Dion. Hal., wohin auch τοὺς ὅρους στήλαις, die Gränzen durch Säulen abstecken, gezogen werden kann, Dem. 18, 154. Übertr. – 4) mit dem Geiste auffassen, τοῖς διανοήμασι, Plat. Legg. VI, 777 a; erwägen, Eur. El. 373; τί δεῖ ποιεῖν, Pol. 4, 25, 1; [[περί]] τινος, 18, 28; [[ὑπέρ]] τινος, 2. 42, 7; bestimmen, τὸν καιρόν, 15, 5, 2; ἀποστέλλειν, 30, 9 u. a. Sp., die es auch für auseinandersetzen, erklären gebrauchen, z. B. [[περί]] τινος, Greg. Cor. p. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] (s. [[λαμβάνω]]), 1) auseinander nehmen, trennen, [[theilen]]; τὸν ποταμὸν εἰς διώρυχας Her. 1, 202; ποταμὸς διαλελαμμένος [[πενταχοῦ]] 3, 117; τὸν ἀριθμὸν πάντα [[δίχα]] δ. Plat. Polit. 147 e; Phil. 23 c u. öfter; ἐνιαυτοῖς καὶ μησὶ διειλημμένα Legg. X, 886 a; αἱ πολιτεῖαι τοὺς Ἕλληνας διειλήφασι Isocr. 4, 16; öfter bei Xen., wie Cyr. 4, 1, 14; εἰς εἴδη, Arist rhet. 1, 4; dah. = eine Pause machen; [[ἐνταῦθα]] δεῖ ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν λέγοντα Plat. Prot. 346 e; unterbrechen; [[χώρα]] χαράδραις διειλημμένη D. Sic.; θώρακες διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, Panzer, deren Schwere sich auf die einzelnen Theile des Körpers vertheilt hat, Xen. Mem. 3, 10, 13. Auch wie distinguere, χρώμασι, verzieren, Plat. Phaed. 110 b; vgl. λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc. patr. enc. 10. – 2) etwas Vertheiltes, seinen Antheil empfangen; κατ' ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem. 34, 37, [[varia lectio|v.l.]] ἐλάμβανον; vgl. Lys. 12, 7. – 3) zwischen beiden Händen, od. bes. in der Fechtersprache, rund um den Leib fassen, διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plut. Ant. 33; übh. [[ergreifen]], festhalten, Her. 1, 114. 4, 94; Ar. Equ. 262; Eccl. 1090, wo διαλέλημμαι steht; Plat. Rep. X, 615 e; vgl. Phaed. 81 c; bes. umzingeln, einschließen, τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Pol. 5. 99, 9; φυλακαῖς τὰς ὁδούς 4, 67; 1, 75; τόπον πύργοις, Dion. Hal., wohin auch τοὺς ὅρους στήλαις, die Gränzen durch Säulen abstecken, gezogen werden kann, Dem. 18, 154. Übertr. – 4) mit dem Geiste auffassen, τοῖς διανοήμασι, Plat. Legg. VI, 777 a; erwägen, Eur. El. 373; τί δεῖ ποιεῖν, Pol. 4, 25, 1; [[περί]] τινος, 18, 28; [[ὑπέρ]] τινος, 2. 42, 7; bestimmen, τὸν καιρόν, 15, 5, 2; ἀποστέλλειν, 30, 9 u. a. Sp., die es auch für auseinandersetzen, erklären gebrauchen, z. B. [[περί]] τινος, Greg. Cor. p. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαλήψομαι, <i>ao.2</i> διέλαβον, <i>pf.</i> [[διείληφα]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> recevoir chacun son dû;<br /><b>II.</b> séparer :<br /><b>1</b> diviser, séparer : δ. ποταμὸν [[ἐς]] διώρυχας HDT partager le cours d'un fleuve par des canaux ; (θώρακες) διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] XÉN (cuirasses) dont le poids se répartit (sur tous les points du corps);<br /><b>2</b> <i>particul.</i> séparer de distance en distance : στήλαις δ. τοὺς ὅρους DÉM marquer de distance en distance les limites par des bornes;<br /><b>3</b> <i>abs.</i> couper, intercepter : τὰ στενόπορα THC les défilés;<br /><b>4</b> séparer, distinguer : λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι LUC prairies parsemées de plantations;<br /><b>5</b> distinguer par la parole <i>ou</i> par la pensée ; définir, déterminer, décider;<br /><b>III.</b> prendre par le milieu, saisir à bras le corps, embrasser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, ἀόρ. διέλᾰβον, πρκμ. διείληφα, παθ. πρκμ. διείλημμαι, [[ὡσαύτως]] διαλέλημμαι, Ἀριστοφ Ἐκκλ. 1090, Ἰων. -[[λέλαμμαι]] Ἡρόδ. (ἴδε [[λαμβάνω]]). Λαμβάνω ἢ [[δέχομαι]] χωριστὰ κατὰ σειράν, δηλ. [[ἕκαστος]] (ἡμῶν) λαμβάνει δι’ ἑαυτόν, [[ἤτοι]] τὸ [[μέρος]] του, ἵνα λαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, πρβλ. Ἀν. 5. 3, 4· δ. οἰκίας Λυς. 120. 41, πρβλ. Δημ. 918. 10, κτλ. ΙΙ. [[καταλαμβάνω]], ἐπιλαμβάνομαι χωριστά, ιδιαιτέρως, διαλαβόντες... τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Ἡρόδ. 1. 94· - [[ἐντεῦθεν]], [[καταλαμβάνω]] ἢ [[συλλαμβάνω]], τινὰ ὁ αὐτ. 1. 114, Πλάτ. Πολ. 615Ε· διαλελαμμένος ἄγεται Ἡρόδ. 4. 68. 2) ὡς γυμναστικὸς ἢ παλαιστικὸς ὅρος, [[λαμβάνω]], πιάνω ἀπὸ τὴν μέσην, ἐκ τῆς ὀσφύος, διαλαβὼν ἠγκύρισας (ἴδε ἀγκυρίζω) Ἀριστοφ. Ἱππ. 262· διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλισεν Πλούτ. Ἀντων. 33· πλῆρες, [[μέσον]] δ. τινὰ (Τερέντ. medium arripere), Ἀχ. Τάτ. 3. 13· - ἐπὶ τῆς ψυχῆς, διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Πλάτ. Φαίδωνι 81C. 2) μεταφ., [[περιλαμβάνω]] πολλὰ εἰς ἕν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 6, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 1, 6. ΙΙΙ. διαιρῶ, τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Ἡρόδ. 1. 190, 202., 5. 52· τριχῇ [[δώδεκα]] μέρη δ., διαιρῶ 12 μέρη εἰς 3 (δηλ. ἐκ τεσάρων μερῶν ἕκαστον), Πλάτ. Νόμ. 763C· ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ, ἐπί τινος καθεζομένου μεταξὺ δύο ἄλλων, ὁ αὐτ. Συμπ. 222Ε· δ. εἰς δύο πάντας, διαιρῶ εἰς δύο μερίδας, Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 13· ὁ πορθμὸς δ. τὴν Σικελίαν ὁ αὐτ. Θαυμας. 105. - Παθ., ποταμὸς διαλελαμμένος [[πενταχοῦ]], διηρημένος εἰς [[πέντε]] διώρυχας, Ἡρόδ. 3. 117· θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, ἔχοντες τὸ βάρος οὕτω διανενεμημένον [[ὥστε]] νὰ φέρηται ὑπὸ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) σημειώνω κατὰ διαστήματα, στήλαις δ. τοὺς ὅρους Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 278. 23· τὰ τείχη δ. φυλακτηρίοις καὶ πύργοις, [[ἐφοδιάζω]], ὀχυρώνω κατὰ διαστήματα διὰ..., Ἀριστ. Πολ. 7. 12. 1· ἐπεισοδίοις δ. τὴν ποίησιν ὁ αὐτ. Ποιητ. 23, 5· - ἐπὶ χρόνου, τὰ τῶν ὡρῶν ἐνιαυτοῖς διειλημμένα Πλάτ. Νόμ. 886Α. 3) [[διακόπτω]], [[διαχωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], τὰ στενόπορα Θουκ. 7. 73· δ. τάφρῳ Πολύβ. 5. 99, 9· δ. φυλακαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 4, κτλ.· - ἀπολ., διαλαβών, κατὰ διαλείμμματα, Ἱππ. 617. 34. 4) σημειῶ [[χωρίς]], [[διακρίνω]], αἱ πολιτεῖαι ... τοὺς πλείστους διειλήφασιν Ἰσοκρ. 44Α· δ. τὸν δῆμον, τοὺς ἀπόρους Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14., 6. 5, 10. - Παθ., γῆ χρώμασι διειλημμένη, Λατ. coloribus distincta, Πλάτ. Φαίδωνι 110Β. 5) [[διαχωρίζω]], «ξεχωρίζω», [[διακρίνω]] ἐν λογισμῷ, κατὰ διάνοιαν, [[ταῦτα]] δ. τοῖς διανοήμασι ὁ αὐτ. Νόμ. 777Α· δ. [[δίχα]] αὐτοὺς τῷ παίζειν καὶ τῷ μὴ αὐτ. 935Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 373· διὰ τῶν ἔργων δ. τὴν πίστιν, [[συνάγω]] ὡρισμένα ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Πολ. 7. 1. 6· - [[ἐντεῦθεν]]. [[ὁρίζω]], τι Πολύβ. 15. 5, 2· [[περί]] τινος Ἀριστ. Ζ. Μ. 3.4,1· ὑπέρ τινος Πολύβ. 2. 42, 7· δ. τί δεῖ ποιεῖν ὁ αὐτ. 4. 25, 1, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., 30. 9, 2· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς [[ἁπλῶς]], [[νομίζω]], [[πιστεύω]], Λουκ. Νιγρ. 26, κτλ. 6) [[ὁρίζω]], [[λέγω]] σαφῶς, λεπτομερῶς, Λατ. disserere, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 27. 9, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Schäf. Γρηγ. 7. 931· πρβλ. [[διειλημμένως]]. 7) συζητῶ, Φίλιππ. παρὰ Δημοσθ.165,17. 8) [[διακόπτω]] ὁμιλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 5. 1, 2, κτλ. 9) [[ἀναφέρω]] [[χωρίον]] τι, [[μνημονεύω]], Βυζ.
|lstext='''διαλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, ἀόρ. διέλᾰβον, πρκμ. διείληφα, παθ. πρκμ. διείλημμαι, [[ὡσαύτως]] διαλέλημμαι, Ἀριστοφ Ἐκκλ. 1090, Ἰων. -[[λέλαμμαι]] Ἡρόδ. (ἴδε [[λαμβάνω]]). Λαμβάνω ἢ [[δέχομαι]] χωριστὰ κατὰ σειράν, δηλ. [[ἕκαστος]] (ἡμῶν) λαμβάνει δι’ ἑαυτόν, [[ἤτοι]] τὸ [[μέρος]] του, ἵνα λαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, πρβλ. Ἀν. 5. 3, 4· δ. οἰκίας Λυς. 120. 41, πρβλ. Δημ. 918. 10, κτλ. ΙΙ. [[καταλαμβάνω]], ἐπιλαμβάνομαι χωριστά, ιδιαιτέρως, διαλαβόντες... τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Ἡρόδ. 1. 94· - [[ἐντεῦθεν]], [[καταλαμβάνω]] ἢ [[συλλαμβάνω]], τινὰ ὁ αὐτ. 1. 114, Πλάτ. Πολ. 615Ε· διαλελαμμένος ἄγεται Ἡρόδ. 4. 68. 2) ὡς γυμναστικὸς ἢ παλαιστικὸς ὅρος, [[λαμβάνω]], πιάνω ἀπὸ τὴν μέσην, ἐκ τῆς ὀσφύος, διαλαβὼν ἠγκύρισας (ἴδε ἀγκυρίζω) Ἀριστοφ. Ἱππ. 262· διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλισεν Πλούτ. Ἀντων. 33· πλῆρες, [[μέσον]] δ. τινὰ (Τερέντ. medium arripere), Ἀχ. Τάτ. 3. 13· - ἐπὶ τῆς ψυχῆς, διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Πλάτ. Φαίδωνι 81C. 2) μεταφ., [[περιλαμβάνω]] πολλὰ εἰς ἕν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 6, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 1, 6. ΙΙΙ. διαιρῶ, τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Ἡρόδ. 1. 190, 202., 5. 52· τριχῇ [[δώδεκα]] μέρη δ., διαιρῶ 12 μέρη εἰς 3 (δηλ. ἐκ τεσάρων μερῶν ἕκαστον), Πλάτ. Νόμ. 763C· ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ, ἐπί τινος καθεζομένου μεταξὺ δύο ἄλλων, ὁ αὐτ. Συμπ. 222Ε· δ. εἰς δύο πάντας, διαιρῶ εἰς δύο μερίδας, Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 13· ὁ πορθμὸς δ. τὴν Σικελίαν ὁ αὐτ. Θαυμας. 105. - Παθ., ποταμὸς διαλελαμμένος [[πενταχοῦ]], διηρημένος εἰς [[πέντε]] διώρυχας, Ἡρόδ. 3. 117· θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, ἔχοντες τὸ βάρος οὕτω διανενεμημένον [[ὥστε]] νὰ φέρηται ὑπὸ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) σημειώνω κατὰ διαστήματα, στήλαις δ. τοὺς ὅρους Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 278. 23· τὰ τείχη δ. φυλακτηρίοις καὶ πύργοις, [[ἐφοδιάζω]], ὀχυρώνω κατὰ διαστήματα διὰ..., Ἀριστ. Πολ. 7. 12. 1· ἐπεισοδίοις δ. τὴν ποίησιν ὁ αὐτ. Ποιητ. 23, 5· - ἐπὶ χρόνου, τὰ τῶν ὡρῶν ἐνιαυτοῖς διειλημμένα Πλάτ. Νόμ. 886Α. 3) [[διακόπτω]], [[διαχωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], τὰ στενόπορα Θουκ. 7. 73· δ. τάφρῳ Πολύβ. 5. 99, 9· δ. φυλακαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 4, κτλ.· - ἀπολ., διαλαβών, κατὰ διαλείμμματα, Ἱππ. 617. 34. 4) σημειῶ [[χωρίς]], [[διακρίνω]], αἱ πολιτεῖαι ... τοὺς πλείστους διειλήφασιν Ἰσοκρ. 44Α· δ. τὸν δῆμον, τοὺς ἀπόρους Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14., 6. 5, 10. - Παθ., γῆ χρώμασι διειλημμένη, Λατ. coloribus distincta, Πλάτ. Φαίδωνι 110Β. 5) [[διαχωρίζω]], «ξεχωρίζω», [[διακρίνω]] ἐν λογισμῷ, κατὰ διάνοιαν, [[ταῦτα]] δ. τοῖς διανοήμασι ὁ αὐτ. Νόμ. 777Α· δ. [[δίχα]] αὐτοὺς τῷ παίζειν καὶ τῷ μὴ αὐτ. 935Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 373· διὰ τῶν ἔργων δ. τὴν πίστιν, [[συνάγω]] ὡρισμένα ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Πολ. 7. 1. 6· - [[ἐντεῦθεν]]. [[ὁρίζω]], τι Πολύβ. 15. 5, 2· [[περί]] τινος Ἀριστ. Ζ. Μ. 3.4,1· ὑπέρ τινος Πολύβ. 2. 42, 7· δ. τί δεῖ ποιεῖν ὁ αὐτ. 4. 25, 1, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., 30. 9, 2· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς [[ἁπλῶς]], [[νομίζω]], [[πιστεύω]], Λουκ. Νιγρ. 26, κτλ. 6) [[ὁρίζω]], [[λέγω]] σαφῶς, λεπτομερῶς, Λατ. disserere, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 27. 9, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Schäf. Γρηγ. 7. 931· πρβλ. [[διειλημμένως]]. 7) συζητῶ, Φίλιππ. παρὰ Δημοσθ.165,17. 8) [[διακόπτω]] ὁμιλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 5. 1, 2, κτλ. 9) [[ἀναφέρω]] [[χωρίον]] τι, [[μνημονεύω]], Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαλήψομαι, <i>ao.2</i> διέλαβον, <i>pf.</i> [[διείληφα]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> recevoir chacun son dû;<br /><b>II.</b> séparer :<br /><b>1</b> diviser, séparer : δ. ποταμὸν [[ἐς]] διώρυχας HDT partager le cours d'un fleuve par des canaux ; (θώρακες) διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] XÉN (cuirasses) dont le poids se répartit (sur tous les points du corps);<br /><b>2</b> <i>particul.</i> séparer de distance en distance : στήλαις δ. τοὺς ὅρους DÉM marquer de distance en distance les limites par des bornes;<br /><b>3</b> <i>abs.</i> couper, intercepter : τὰ στενόπορα THC les défilés;<br /><b>4</b> séparer, distinguer : λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι LUC prairies parsemées de plantations;<br /><b>5</b> distinguer par la parole <i>ou</i> par la pensée ; définir, déterminer, décider;<br /><b>III.</b> prendre par le milieu, saisir à bras le corps, embrasser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml