3,276,901
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=<i>f.</i> διαλήψομαι, <i>ao.2</i> διέλαβον, <i>pf.</i> [[διείληφα]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> recevoir chacun son dû;<br /><b>II.</b> séparer :<br /><b>1</b> diviser, séparer : δ. ποταμὸν [[ἐς]] διώρυχας HDT partager le cours d'un fleuve par des canaux ; (θώρακες) διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] XÉN (cuirasses) dont le poids se répartit (sur tous les points du corps);<br /><b>2</b> <i>particul.</i> séparer de distance en distance : στήλαις δ. τοὺς ὅρους DÉM marquer de distance en distance les limites par des bornes;<br /><b>3</b> <i>abs.</i> couper, intercepter : τὰ στενόπορα THC les défilés;<br /><b>4</b> séparer, distinguer : λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι LUC prairies parsemées de plantations;<br /><b>5</b> distinguer par la parole <i>ou</i> par la pensée ; définir, déterminer, décider;<br /><b>III.</b> prendre par le milieu, saisir à bras le corps, embrasser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λαμβάνω]]. | |btext=<i>f.</i> διαλήψομαι, <i>ao.2</i> διέλαβον, <i>pf.</i> [[διείληφα]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> recevoir chacun son dû;<br /><b>II.</b> séparer :<br /><b>1</b> diviser, séparer : δ. ποταμὸν [[ἐς]] διώρυχας HDT partager le cours d'un fleuve par des canaux ; (θώρακες) διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] XÉN (cuirasses) dont le poids se répartit (sur tous les points du corps);<br /><b>2</b> <i>particul.</i> séparer de distance en distance : στήλαις δ. τοὺς ὅρους DÉM marquer de distance en distance les limites par des bornes;<br /><b>3</b> <i>abs.</i> couper, intercepter : τὰ στενόπορα THC les défilés;<br /><b>4</b> séparer, distinguer : λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι LUC prairies parsemées de plantations;<br /><b>5</b> distinguer par la parole <i>ou</i> par la pensée ; définir, déterminer, décider;<br /><b>III.</b> prendre par le milieu, saisir à bras le corps, embrasser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λαμβάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δια-λαμβάνω, perf. med.-pass. ook διαλέλημμαι; Ion. ptc. διαλελαμμένος als zijn deel ontvangen:. ἵνα... διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια opdat iedereen kreeg waar hij recht op had Xen. Cyr. 7.3.1. verdelen, scheiden:; δ. τὸν δῆμον het volk in kampen verdelen Aristot. Pol. 1272b11; pass.:; διειλημμένοι τὸ βάρος (pantsers) met een goede verdeling van het gewicht Xen. Mem. 3.10.13; onderbreken, een scheiding aanbrengen:; ἐνταῦθα δεῖ... διαλαβεῖν λέγοντα hier moet men bij het spreken even pauzeren Plat. Prot. 346e; ( ἐπεισόδια ) οἷς διαλαμβάνει τὴν ποίησιν episoden waarmee hij zijn gedicht onderverdeelt Aristot. Poët. 1459a36; pass.: δεῖ... τὰ δὲ τείχη διειλῆφθαι φυλακτηρίοις en de stadsmuren moeten her en der gemarkeerd zijn door wachtposten Aristot. Pol. 1331a20. onderscheiden, beschouwen:; ταύτῃ τοὺς νόμους διαλαμβάνειν de wetten op zo’n manier te definiëren Lys. 14.4; ταῦτα διαλαβόντες ἕκαστοι τοῖς διανοήμασιν omdat iedereen daarover verschillende opvattingen heeft Plat. Lg. 777a; pass.: ποικίλη χρώμασι διειλημμένη gekenmerkt door een bonte mengeling van kleur Plat. Phaed. 110b. vastgrijpen:; δ. τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας bij handen en voeten pakken Hdt. 4.94.2; arresteren:; ἐκέλευε αὐτὸν τοὺς ἄλλους παῖδας διαλαβεῖν hij gaf de andere kinderen opdracht hem te arresteren Hdt. 1.114.3; afpakken:. διαλαβεῖν τὴν Ἀσίαν Klein Azië afpakken Isocr. 5.120. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαλαμβάνω:''' (fut. διαλήψομαι, aor. 2 διέλαβον, pf. [[διείληφα]])<br /><b class="num">1)</b> [[схватывать поперек]], [[охватывать]] (τινά Her.): διαλαβὼν τὸ [[δόρυ]] Plut. с копьем наперевес;<br /><b class="num">2)</b> [[перехватывать]], [[перерезывать]], [[преграждать]] (τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Polyb.; [[χώρα]] χαράδραις διειλημμένη Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[захватывать]], [[занимать]] (τὰ στενόπορα Thuc.; φυλακαῖς τὰς ὁδούς Polyb.; τῷ στόλῳ τὴν θάλασσαν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[окружать]], [[оцеплять]], [[укреплять]] (τείχη πύργοις и φυλακτηρίοις Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[прерывать]], [[перемежать]] ([[κίνησις]] στάσει διαλαμβάνεται Arst.): ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν Plat. сделать остановку на слове «ἕκων», т. е. произнести его с ударением;<br /><b class="num">6)</b> [[размечать]], [[размежевывать]] (στήλαις τοὺς ὅρους Dem.);<br /><b class="num">7)</b> [[разделять]] (τὸν ἀριθμὸν [[δίχα]] Plat.; πάντας εἰς [[δύο]] Arst.; κατὰ [[μέρος]] τὸ [[ἔργον]] Plut.): ποταμὸς [[διαλελαμμένος]] [[πενταχοῦ]] Her. река, разделенная на пять рукавов;<br /><b class="num">8)</b> [[распределять]] (τὴν σύμπασαν ἀρχὴν κατὰ ἔθνη Arst.): θώρακες διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] Xen. панцыри, с (равномерно по всему телу) распределенным весом;<br /><b class="num">9)</b> [[получать по распределению]] (κατ᾽ ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem.): [[ἵνα]] διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Xen. чтобы каждый получил должное;<br /><b class="num">10)</b> [[разукрашивать]] (γῆ χρώμασι διειλημμένη Plat.; λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc.);<br /><b class="num">11)</b> [[различать]], [[обособлять]] (διαλαβεῖν καὶ [[διελεῖν]] τὸ τιμιώτερον καὶ τὸ ἀτιμότερον Arst.);<br /><b class="num">12)</b> [[схватывать]], [[понимать]], [[постигать]] (τοῖς διανοήμασί τι Plat.): [[πῶς]] [[οὖν]] τις αὐτὰ διαλαβὼν [[ὀρθῶς]] κρινεῖ; Eur. как же, заметив это, можно правильно судить?;<br /><b class="num">13)</b> [[обдумывать]], [[решать]], [[определять]] (τι, περί и [[ὑπέρ]] τινος, ποιεῖν τι и τί [[δεῖ]] ποιεῖν Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διαλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], αόρ. βʹ <i>διέλᾰβον</i>, παρακ. [[διείληφα]], Παθ. παρακ. <i>-είλημμαι</i> ή -[[λέλημμαι]], Ιων. -[[λέλαμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[λαμβάνω]], [[παίρνω]] ή [[δέχομαι]] [[χωριστά]], δηλ. ο [[καθένας]] παίρνει για τον εαυτό του, ο [[καθένας]] παίρνει το μερίδιό του, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πιάνω]] ή [[αρπάζω]] ξεχωριστά, <i>διαλαβόντες τὰςχεῖρας καὶ τοὺς [[πόδας]]</i>, σε Ηρόδ.· γενικά, [[πιάνω]], [[αρπάζω]], [[δράττομαι]], [[συλλαμβάνω]], <i>τινά</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ως όρος της γυμναστικής, [[πιάνω]] από τη [[μέση]], [[κρατώ]] γερά με [[λαβή]], σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για τη [[ψυχή]], <i>διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[διαιρώ]], [[διαχωρίζω]], <i>τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ</i>., σε Ηρόδ. — Παθ., ποταμὸς [[διαλελαμμένος]] [[πενταχοῦ]], διαιρεμένος σε [[πέντε]] κανάλια, διώρυγες, στον ίδ.· θώρακες διειλημμένοι τὸ [[βάρος]], θώρακες που έχουν το [[βάρος]] τους κατανεμημένο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σημειώνω]] κατά διαστήματα, σε Ψήφ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[κόβω]], [[αποκόπτω]], [[διαχωρίζω]], [[διακόπτω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[χαράσσω]] [[γραμμή]], [[σημειώνω]], [[διακρίνω]] — Παθ., <i>χρώμασι διειλημμένη</i>, ευδιάκριτη, σημειωμένη, με [[ποικιλία]] χρωμάτων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> [[ξεχωρίζω]] στη [[σκέψη]], [[διακρίνω]] στο [[μυαλό]], στον ίδ.· [[εκθέτω]], [[διατυπώνω]], [[αναπτύσσω]] με [[σαφήνεια]], [[παρά]] Δημ. | |lsmtext='''διαλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], αόρ. βʹ <i>διέλᾰβον</i>, παρακ. [[διείληφα]], Παθ. παρακ. <i>-είλημμαι</i> ή -[[λέλημμαι]], Ιων. -[[λέλαμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[λαμβάνω]], [[παίρνω]] ή [[δέχομαι]] [[χωριστά]], δηλ. ο [[καθένας]] παίρνει για τον εαυτό του, ο [[καθένας]] παίρνει το μερίδιό του, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πιάνω]] ή [[αρπάζω]] ξεχωριστά, <i>διαλαβόντες τὰςχεῖρας καὶ τοὺς [[πόδας]]</i>, σε Ηρόδ.· γενικά, [[πιάνω]], [[αρπάζω]], [[δράττομαι]], [[συλλαμβάνω]], <i>τινά</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ως όρος της γυμναστικής, [[πιάνω]] από τη [[μέση]], [[κρατώ]] γερά με [[λαβή]], σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για τη [[ψυχή]], <i>διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[διαιρώ]], [[διαχωρίζω]], <i>τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ</i>., σε Ηρόδ. — Παθ., ποταμὸς [[διαλελαμμένος]] [[πενταχοῦ]], διαιρεμένος σε [[πέντε]] κανάλια, διώρυγες, στον ίδ.· θώρακες διειλημμένοι τὸ [[βάρος]], θώρακες που έχουν το [[βάρος]] τους κατανεμημένο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σημειώνω]] κατά διαστήματα, σε Ψήφ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[κόβω]], [[αποκόπτω]], [[διαχωρίζω]], [[διακόπτω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[χαράσσω]] [[γραμμή]], [[σημειώνω]], [[διακρίνω]] — Παθ., <i>χρώμασι διειλημμένη</i>, ευδιάκριτη, σημειωμένη, με [[ποικιλία]] χρωμάτων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> [[ξεχωρίζω]] στη [[σκέψη]], [[διακρίνω]] στο [[μυαλό]], στον ίδ.· [[εκθέτω]], [[διατυπώνω]], [[αναπτύσσω]] με [[σαφήνεια]], [[παρά]] Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, ἀόρ. διέλᾰβον, πρκμ. διείληφα, παθ. πρκμ. διείλημμαι, [[ὡσαύτως]] διαλέλημμαι, Ἀριστοφ Ἐκκλ. 1090, Ἰων. -[[λέλαμμαι]] Ἡρόδ. (ἴδε [[λαμβάνω]]). Λαμβάνω ἢ [[δέχομαι]] χωριστὰ κατὰ σειράν, δηλ. [[ἕκαστος]] (ἡμῶν) λαμβάνει δι’ ἑαυτόν, [[ἤτοι]] τὸ [[μέρος]] του, ἵνα λαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, πρβλ. Ἀν. 5. 3, 4· δ. οἰκίας Λυς. 120. 41, πρβλ. Δημ. 918. 10, κτλ. ΙΙ. [[καταλαμβάνω]], ἐπιλαμβάνομαι χωριστά, ιδιαιτέρως, διαλαβόντες... τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Ἡρόδ. 1. 94· - [[ἐντεῦθεν]], [[καταλαμβάνω]] ἢ [[συλλαμβάνω]], τινὰ ὁ αὐτ. 1. 114, Πλάτ. Πολ. 615Ε· διαλελαμμένος ἄγεται Ἡρόδ. 4. 68. 2) ὡς γυμναστικὸς ἢ παλαιστικὸς ὅρος, [[λαμβάνω]], πιάνω ἀπὸ τὴν μέσην, ἐκ τῆς ὀσφύος, διαλαβὼν ἠγκύρισας (ἴδε ἀγκυρίζω) Ἀριστοφ. Ἱππ. 262· διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλισεν Πλούτ. Ἀντων. 33· πλῆρες, [[μέσον]] δ. τινὰ (Τερέντ. medium arripere), Ἀχ. Τάτ. 3. 13· - ἐπὶ τῆς ψυχῆς, διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Πλάτ. Φαίδωνι 81C. 2) μεταφ., [[περιλαμβάνω]] πολλὰ εἰς ἕν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 6, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 1, 6. ΙΙΙ. διαιρῶ, τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Ἡρόδ. 1. 190, 202., 5. 52· τριχῇ [[δώδεκα]] μέρη δ., διαιρῶ 12 μέρη εἰς 3 (δηλ. ἐκ τεσάρων μερῶν ἕκαστον), Πλάτ. Νόμ. 763C· ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ, ἐπί τινος καθεζομένου μεταξὺ δύο ἄλλων, ὁ αὐτ. Συμπ. 222Ε· δ. εἰς δύο πάντας, διαιρῶ εἰς δύο μερίδας, Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 13· ὁ πορθμὸς δ. τὴν Σικελίαν ὁ αὐτ. Θαυμας. 105. - Παθ., ποταμὸς διαλελαμμένος [[πενταχοῦ]], διηρημένος εἰς [[πέντε]] διώρυχας, Ἡρόδ. 3. 117· θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, ἔχοντες τὸ βάρος οὕτω διανενεμημένον [[ὥστε]] νὰ φέρηται ὑπὸ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) σημειώνω κατὰ διαστήματα, στήλαις δ. τοὺς ὅρους Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 278. 23· τὰ τείχη δ. φυλακτηρίοις καὶ πύργοις, [[ἐφοδιάζω]], ὀχυρώνω κατὰ διαστήματα διὰ..., Ἀριστ. Πολ. 7. 12. 1· ἐπεισοδίοις δ. τὴν ποίησιν ὁ αὐτ. Ποιητ. 23, 5· - ἐπὶ χρόνου, τὰ τῶν ὡρῶν ἐνιαυτοῖς διειλημμένα Πλάτ. Νόμ. 886Α. 3) [[διακόπτω]], [[διαχωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], τὰ στενόπορα Θουκ. 7. 73· δ. τάφρῳ Πολύβ. 5. 99, 9· δ. φυλακαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 4, κτλ.· - ἀπολ., διαλαβών, κατὰ διαλείμμματα, Ἱππ. 617. 34. 4) σημειῶ [[χωρίς]], [[διακρίνω]], αἱ πολιτεῖαι ... τοὺς πλείστους διειλήφασιν Ἰσοκρ. 44Α· δ. τὸν δῆμον, τοὺς ἀπόρους Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14., 6. 5, 10. - Παθ., γῆ χρώμασι διειλημμένη, Λατ. coloribus distincta, Πλάτ. Φαίδωνι 110Β. 5) [[διαχωρίζω]], «ξεχωρίζω», [[διακρίνω]] ἐν λογισμῷ, κατὰ διάνοιαν, [[ταῦτα]] δ. τοῖς διανοήμασι ὁ αὐτ. Νόμ. 777Α· δ. [[δίχα]] αὐτοὺς τῷ παίζειν καὶ τῷ μὴ αὐτ. 935Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 373· διὰ τῶν ἔργων δ. τὴν πίστιν, [[συνάγω]] ὡρισμένα ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Πολ. 7. 1. 6· - [[ἐντεῦθεν]]. [[ὁρίζω]], τι Πολύβ. 15. 5, 2· [[περί]] τινος Ἀριστ. Ζ. Μ. 3.4,1· ὑπέρ τινος Πολύβ. 2. 42, 7· δ. τί δεῖ ποιεῖν ὁ αὐτ. 4. 25, 1, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., 30. 9, 2· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς [[ἁπλῶς]], [[νομίζω]], [[πιστεύω]], Λουκ. Νιγρ. 26, κτλ. 6) [[ὁρίζω]], [[λέγω]] σαφῶς, λεπτομερῶς, Λατ. disserere, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 27. 9, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Schäf. Γρηγ. 7. 931· πρβλ. [[διειλημμένως]]. 7) συζητῶ, Φίλιππ. παρὰ Δημοσθ.165,17. 8) [[διακόπτω]] ὁμιλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 5. 1, 2, κτλ. 9) [[ἀναφέρω]] [[χωρίον]] τι, [[μνημονεύω]], Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]] aor2 διέλᾰβον perf. [[διείληφα]] perf. [[pass]]. -είλημμαι or -[[λέλημμαι]] ionic -[[λέλαμμαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[take]] or [[receive]] [[severally]], i. e. [[each]] for [[himself]], [[each]] his [[share]], Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[grasp]] or lay [[hold]] of [[separately]], διαλαβόντες τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Hdt.:—[[generally]], to [[seize]], [[arrest]], τινά Hdt.<br /><b class="num">2.</b> as a [[gymnastic]] [[term]], to [[seize]] by the [[middle]], Ar.: metaph. of the [[soul]], διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Plat.<br /><b class="num">III.</b> to [[divide]], τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Hdt.:—Pass., ποταμὸς [[διαλελαμμένος]] [[πενταχοῦ]] divided [[into]] [[five]] channels, Hdt.; θώρακες διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] [[breast]]-plates having [[their]] [[weight]] distributed, Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[mark]] at intervals, Decret. ap. Dem.<br /><b class="num">3.</b> to cut off, [[intercept]], Thuc.<br /><b class="num">4.</b> to [[mark]] off, [[distinguish]]:— Pass. χρώμασι διειλημμένη, marked with [[various]] colours, Plat.<br /><b class="num">5.</b> to [[distinguish]] in [[thought]], Plat.: to [[state]] [[distinctly]], ap. Dem. | |mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]] aor2 διέλᾰβον perf. [[διείληφα]] perf. [[pass]]. -είλημμαι or -[[λέλημμαι]] ionic -[[λέλαμμαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[take]] or [[receive]] [[severally]], i. e. [[each]] for [[himself]], [[each]] his [[share]], Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[grasp]] or lay [[hold]] of [[separately]], διαλαβόντες τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Hdt.:—[[generally]], to [[seize]], [[arrest]], τινά Hdt.<br /><b class="num">2.</b> as a [[gymnastic]] [[term]], to [[seize]] by the [[middle]], Ar.: metaph. of the [[soul]], διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Plat.<br /><b class="num">III.</b> to [[divide]], τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ. Hdt.:—Pass., ποταμὸς [[διαλελαμμένος]] [[πενταχοῦ]] divided [[into]] [[five]] channels, Hdt.; θώρακες διειλημμένοι τὸ [[βάρος]] [[breast]]-plates having [[their]] [[weight]] distributed, Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[mark]] at intervals, Decret. ap. Dem.<br /><b class="num">3.</b> to cut off, [[intercept]], Thuc.<br /><b class="num">4.</b> to [[mark]] off, [[distinguish]]:— Pass. χρώμασι διειλημμένη, marked with [[various]] colours, Plat.<br /><b class="num">5.</b> to [[distinguish]] in [[thought]], Plat.: to [[state]] [[distinctly]], ap. Dem. | ||
}} | }} |