πάππος: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0466.png Seite 466]] ὁ (vgl. [[πάππας]]), 1) der [[Großvater]], vorzugsweise mütterlicher Seits; Ar. Equ. 447 Nubb. 63 u. A.; [[πάππος]] ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός, Plat. Legg. IX, 856 d; bei Poll. 3, 16. 18 [[πάππος]] ἐκ πατρὸς καὶ μητρός. – Auch in weiterer Ausdehnung, πάππων καὶ προγόνων μυριάδες ἑκάστῳ γεγόνασιν ἀναρίθμητοι, Plat. Theaet. 175 a; δύο πάπποι ἢ [[τρεῖς]], Ahnen, Arist. pol. 3, 2; εἰς τρίτον πάππον, D. Hal. 4, 47. – 2) ein Vogel, vielleicht die Grasmücke, Ael. H. A. 3, 30. – 3) die Federkrone, der haarige Saamen der Pflanzen, die zu den compositae gehören, welche, wenn die Pflanze abblüht, der Wind fortführt, und welche die Kinder abzublasen pflegen; Soph. frg. 748; [[πάππος]] ἀπ' ἀκάνθης, Eubul. bei Ath. X, 450 b; γήρεια πάππου, Nic. Al. 126; Theophr. u. A. (s. [[γήρειον]]). – Wegen der Aehnlichkeit das erste weiche, wollige Barthaar, Flaum, lanugo, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0466.png Seite 466]] ὁ (vgl. [[πάππας]]), 1) der [[Großvater]], vorzugsweise mütterlicher Seits; Ar. Equ. 447 Nubb. 63 u. A.; [[πάππος]] ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός, Plat. Legg. IX, 856 d; bei Poll. 3, 16. 18 [[πάππος]] ἐκ πατρὸς καὶ μητρός. – Auch in weiterer Ausdehnung, πάππων καὶ προγόνων μυριάδες ἑκάστῳ γεγόνασιν ἀναρίθμητοι, Plat. Theaet. 175 a; δύο πάπποι ἢ [[τρεῖς]], Ahnen, Arist. pol. 3, 2; εἰς τρίτον πάππον, D. Hal. 4, 47. – 2) ein Vogel, vielleicht die Grasmücke, Ael. H. A. 3, 30. – 3) die Federkrone, der haarige Saamen der Pflanzen, die zu den compositae gehören, welche, wenn die Pflanze abblüht, der Wind fortführt, und welche die Kinder abzublasen pflegen; Soph. frg. 748; [[πάππος]] ἀπ' ἀκάνθης, Eubul. bei Ath. X, 450 b; γήρεια πάππου, Nic. Al. 126; Theophr. u. A. (s. [[γήρειον]]). – Wegen der Aehnlichkeit das erste weiche, wollige Barthaar, Flaum, lanugo, VLL.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> grand-père, aïeul ; [[οἱ]] πάπποι grands-parents ; ancêtres <i>en gén.</i><br /><b>2</b> sorte d'oiseau (fauvette ?).<br />'''Étymologie:''' [[πάππας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάππος''': ὁ, (συγγενὲς τῷ [[πάππας]]) τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς [[πατήρ]], Ἡρόδ. 3. 55, Ἀριστοφ. Ἱππ. 447, Νεφ. 66, Ἀνδοκ. 24. 14· [[πάππος]] καὶ πάππου πατὴρ Πλάτ. Νόμ. 856D· π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρὸς [[αὐτόθι]], πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1628, 3332, Πολυδ. Γ΄, 16, 18· - ἐν τῷ πληθ., οἱ πρόγονοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2837 b (σ. 1116)· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς προγόνου, ἐπὶ πάππους δύο ἢ [[τρεῖς]] ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· [[οὕτως]], εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος Διον. Ἁλ. 4. 47. 2) σατυρικὸν [[πρόσωπον]] ἐν κωμικῷ δράματι, [[ὡσαύτως]] Παπποσείληνος, Πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 142, κ.ἑξ. ΙΙ. χνοῶδες λεπτοφυὲς τριχωτὸν καὶ ὅμοιον πτίλῳ [[ἐξάνθημα]] γιγνόμενον ἐπὶ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, [[ὅπερ]] [[ὅταν]] ξηρανθῇ ἐκριπίζεται ὑπὸ ἀνέμων, ἢ [[γήρειον]] λευκῆς ἀκάνθης, γραίας ἀκάνθης π. Σοφ. Ἀποσπ. 748· π. ἀπ’ ἀκάνθης Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 19· ἐν τῷ πληθ., Θεοφρ. περὶ Σημείων ὑδάτ. κτλ. 2. 2, κτλ.· πρβλ. [[παπποσπέρματα]], ἴδε [[γήρειον]]. 2) αἱ πρῶται τρίχες τῶν γενείων, ἀντίθετον τῷ [[μύσταξ]], Πολυδ. Β΄, 80, Εὐστ. 1353. 57, Σουΐδ. ΙΙΙ. μικρὸν πτηνόν, ἄλλως [[ὑπολαΐς]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 30· [[ἐντεῦθεν]] τὸ λογοπαίγνιον Ἀριστοφ. Ὄρν. 765, φυσάτω πάππους, παρ’ ἡμῖν, ἴδε Σχόλ.
|lstext='''πάππος''': ὁ, (συγγενὲς τῷ [[πάππας]]) τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς [[πατήρ]], Ἡρόδ. 3. 55, Ἀριστοφ. Ἱππ. 447, Νεφ. 66, Ἀνδοκ. 24. 14· [[πάππος]] καὶ πάππου πατὴρ Πλάτ. Νόμ. 856D· π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρὸς [[αὐτόθι]], πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1628, 3332, Πολυδ. Γ΄, 16, 18· - ἐν τῷ πληθ., οἱ πρόγονοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2837 b (σ. 1116)· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς προγόνου, ἐπὶ πάππους δύο ἢ [[τρεῖς]] ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· [[οὕτως]], εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος Διον. Ἁλ. 4. 47. 2) σατυρικὸν [[πρόσωπον]] ἐν κωμικῷ δράματι, [[ὡσαύτως]] Παπποσείληνος, Πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 142, κ.ἑξ. ΙΙ. χνοῶδες λεπτοφυὲς τριχωτὸν καὶ ὅμοιον πτίλῳ [[ἐξάνθημα]] γιγνόμενον ἐπὶ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, [[ὅπερ]] [[ὅταν]] ξηρανθῇ ἐκριπίζεται ὑπὸ ἀνέμων, ἢ [[γήρειον]] λευκῆς ἀκάνθης, γραίας ἀκάνθης π. Σοφ. Ἀποσπ. 748· π. ἀπ’ ἀκάνθης Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 19· ἐν τῷ πληθ., Θεοφρ. περὶ Σημείων ὑδάτ. κτλ. 2. 2, κτλ.· πρβλ. [[παπποσπέρματα]], ἴδε [[γήρειον]]. 2) αἱ πρῶται τρίχες τῶν γενείων, ἀντίθετον τῷ [[μύσταξ]], Πολυδ. Β΄, 80, Εὐστ. 1353. 57, Σουΐδ. ΙΙΙ. μικρὸν πτηνόν, ἄλλως [[ὑπολαΐς]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 30· [[ἐντεῦθεν]] τὸ λογοπαίγνιον Ἀριστοφ. Ὄρν. 765, φυσάτω πάππους, παρ’ ἡμῖν, ἴδε Σχόλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> grand-père, aïeul ; [[οἱ]] πάπποι grands-parents ; ancêtres <i>en gén.</i><br /><b>2</b> sorte d'oiseau (fauvette ?).<br />'''Étymologie:''' [[πάππας]].
}}
}}
{{grml
{{grml