μέτρον: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0163.png Seite 163]] τό, 1) das [[Maaß]]; – a) das Werkzeug zum Messen, der Maaßstab, Il. 12, 422; u. im weitern Sinne, Maaß und Gewicht, Her. 6, 127; vgl. Eur. μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν [[ἰσότης]] ἔταξε, Phoen. 544; πλοίῳ ἐς πεντακόσια τάλαντα ἄγοντι μέτρα, Thuc. 4, 118. – Bes. b) das Maaß für flüssige u. trockene Dinge, auch das damit Gemessene, μέτρα οἴνου, ὕδατος, ἀλφίτου, Il. 7, 471 Od. 2, 355. 9, 209; vgl. Il. 23, 268, τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λέβητα, u. 741, ἓξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν, nämlich ὁ [[κρητήρ]], woraus hervorgeht, daß der Dichter ein Maaß von bestimmter Größe meint. – c) jeder gemessene oder meßbare Raum, μέτρα κελεύθου, die Maaße, die Länge des Weges, Od. 4, 389. 10, 539; [[μέτρον]] ὅρμου, der Raum des Hafens, 13, 101, öfter; [[μέτρον]] ἥβης, z. B. εἰ ἥβης [[μέτρον]] ἵκοντο, 11, 317; [[μέγας]] ἐσσὶ καὶ ἥβης [[μέτρον]] ἱκάνεις, 18, 217. 19, 532, wie Hes., das volle Maaß der Jugend, d. i. die Zeit der vollsten Jugendblüthe erreicht haben, wie Eur. σοὶ ταὐτὸν ἥβης εἶχ' ἂν [[μέτρον]], Ion 354; Sol. 5, 32 σοφίης [[μέτρον]], das volle Maaß der Weisheit, die vollkommne Weisheit; sp. D. – Auch in Prosa gew., Thuc. ἀπέχει τῆς πόλεως θαλάσσης [[μέτρον]] [[ἑξήκοντα]] σταδίους, 8, 95; ἵνα εἴη [[μέτρον]] τι ἐναργὲς πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει, Plat. Tim. 39 d; τὴν μέτρῳ ἴσην καὶ σταθμῷ καὶ ἀριθμῷ, Legg. VI, 757 b; πάντων χρημάτων [[μέτρον]] ἄνθρωπον εἶναι, Theaet. 152 a, öfter; ὥςπερ ὑπὲρ σταθμῶν ἢ μέτρων τὸ ἴσον σκοπούμενοι, die Gleichheit in Gewichten und Maaßen, Dem. ep. 3 p. 640, 25. – 2) das rechte Maaß zwischen zu wenig u. zu viel, Ebenmaaß, Gleichmaaß, u. übertr. Mäßigung; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ [[μέτρον]], Jegliches hat sein Maaß, Pind. Ol. 13, 46; παντὸς ὁρᾶν [[μέτρον]], in Allem auf das rechte Maaß sehen, P. 2, 34; κερδέων [[μέτρον]] θηρευέμεν χρή, N. 11, 47; vgl. auch I. 5, 67; προστιθεὶς [[μέτρον]], Aesch. Ch. 786; [[καί]] τι [[μέτρον]] κακότητος ἔφυ, Soph. El. 229; [[μέτρον]] ἂν ἔχοι τὰ δικαστήρια, Plat. Legg. XII, 957 a; Sp., [[μέτρον]] [[ἐπακτέον]] πῷ πράγματι, Luc. hist. conscr. 9; τὸ [[μέτρον]] τῆς μιμήσεως ὑπερβαίνειν, salt. 82; – μέτρῳ, κατὰ [[μέτρον]], mäßig, mit Maaß. – 3) das Vers- oder Sylbenmaaß; φράσω δὲ [[ἄνευ]] μέτρου, Plat. Rep. III, 393 d; ἐν μέτρῳ ὡς [[ποιητής]], ἢ [[ἄνευ]] μέτρου ὡς [[ἰδιώτης]], Phaedr. 258 d, öfter; vgl. ἐν [[μέλει]] ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, wie μέλεσί τε καὶ μέτροις, Conv. 187 d; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες, in Verse bringen, Legg. II, 669 d; [[οὔτι]] τῶν μέτρων [[δέομαι]] ἀκοῦσαι ἀλλὰ τῆς διανοίας, nicht die Verse, Lys. 205 a; Folgde. Bei den Metrikern ist [[μέτρον]] theils ein einzelner Versfuß im daktylischen u. anapästischen Rhythmus, theils eine Verbindung von zwei Versfüßen im jambischen und trochäischen, dah. [[ἑξάμετρος]], [[δίμετρος]] [[στίχος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0163.png Seite 163]] τό, 1) das [[Maaß]]; – a) das Werkzeug zum Messen, der Maaßstab, Il. 12, 422; u. im weitern Sinne, Maaß und Gewicht, Her. 6, 127; vgl. Eur. μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν [[ἰσότης]] ἔταξε, Phoen. 544; πλοίῳ ἐς πεντακόσια τάλαντα ἄγοντι μέτρα, Thuc. 4, 118. – Bes. b) das Maaß für flüssige u. trockene Dinge, auch das damit Gemessene, μέτρα οἴνου, ὕδατος, ἀλφίτου, Il. 7, 471 Od. 2, 355. 9, 209; vgl. Il. 23, 268, τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λέβητα, u. 741, ἓξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν, nämlich ὁ [[κρητήρ]], woraus hervorgeht, daß der Dichter ein Maaß von bestimmter Größe meint. – c) jeder gemessene oder meßbare Raum, μέτρα κελεύθου, die Maaße, die Länge des Weges, Od. 4, 389. 10, 539; [[μέτρον]] ὅρμου, der Raum des Hafens, 13, 101, öfter; [[μέτρον]] ἥβης, z. B. εἰ ἥβης [[μέτρον]] ἵκοντο, 11, 317; [[μέγας]] ἐσσὶ καὶ ἥβης [[μέτρον]] ἱκάνεις, 18, 217. 19, 532, wie Hes., das volle Maaß der Jugend, d. i. die Zeit der vollsten Jugendblüthe erreicht haben, wie Eur. σοὶ ταὐτὸν ἥβης εἶχ' ἂν [[μέτρον]], Ion 354; Sol. 5, 32 σοφίης [[μέτρον]], das volle Maaß der Weisheit, die vollkommne Weisheit; sp. D. – Auch in Prosa gew., Thuc. ἀπέχει τῆς πόλεως θαλάσσης [[μέτρον]] [[ἑξήκοντα]] σταδίους, 8, 95; ἵνα εἴη [[μέτρον]] τι ἐναργὲς πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει, Plat. Tim. 39 d; τὴν μέτρῳ ἴσην καὶ σταθμῷ καὶ ἀριθμῷ, Legg. VI, 757 b; πάντων χρημάτων [[μέτρον]] ἄνθρωπον εἶναι, Theaet. 152 a, öfter; ὥςπερ ὑπὲρ σταθμῶν ἢ μέτρων τὸ ἴσον σκοπούμενοι, die Gleichheit in Gewichten und Maaßen, Dem. ep. 3 p. 640, 25. – 2) das rechte Maaß zwischen zu wenig u. zu viel, Ebenmaaß, Gleichmaaß, u. übertr. Mäßigung; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ [[μέτρον]], Jegliches hat sein Maaß, Pind. Ol. 13, 46; παντὸς ὁρᾶν [[μέτρον]], in Allem auf das rechte Maaß sehen, P. 2, 34; κερδέων [[μέτρον]] θηρευέμεν χρή, N. 11, 47; vgl. auch I. 5, 67; προστιθεὶς [[μέτρον]], Aesch. Ch. 786; [[καί]] τι [[μέτρον]] κακότητος ἔφυ, Soph. El. 229; [[μέτρον]] ἂν ἔχοι τὰ δικαστήρια, Plat. Legg. XII, 957 a; Sp., [[μέτρον]] [[ἐπακτέον]] πῷ πράγματι, Luc. hist. conscr. 9; τὸ [[μέτρον]] τῆς μιμήσεως ὑπερβαίνειν, salt. 82; – μέτρῳ, κατὰ [[μέτρον]], mäßig, mit Maaß. – 3) das Vers- oder Sylbenmaaß; φράσω δὲ [[ἄνευ]] μέτρου, Plat. Rep. III, 393 d; ἐν μέτρῳ ὡς [[ποιητής]], ἢ [[ἄνευ]] μέτρου ὡς [[ἰδιώτης]], Phaedr. 258 d, öfter; vgl. ἐν [[μέλει]] ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, wie μέλεσί τε καὶ μέτροις, Conv. 187 d; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες, in Verse bringen, Legg. II, 669 d; [[οὔτι]] τῶν μέτρων [[δέομαι]] ἀκοῦσαι ἀλλὰ τῆς διανοίας, nicht die Verse, Lys. 205 a; Folgde. Bei den Metrikern ist [[μέτρον]] theils ein einzelner Versfuß im daktylischen u. anapästischen Rhythmus, theils eine Verbindung von zwei Versfüßen im jambischen und trochäischen, dah. [[ἑξάμετρος]], [[δίμετρος]] [[στίχος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mesure :<br /><b>I.</b> instrument pour mesurer, une mesure ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> bâton pour arpenter;<br /><b>2</b> mesure pour les matières sèches et les liquides ; quantité mesurée, mesure (de vin, d'eau, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> règle, loi;<br /><b>II.</b> quantité mesurée <i>ou</i> espace mesuré ; espace, longueur ; <i>poét.</i> μέτρα κελεύθου OD la longueur d'un chemin ; [[μέτρον]] ὅρμου OD étendue <i>ou</i> limites d'un port ; <i>avec idée de temps</i> [[μέτρον]] ἥβης IL durée de la jeunesse, <i>càd</i> âge de la jeunesse ; <i>t. de pros.</i> mesure d'un vers;<br /><b>III.</b> juste mesure.<br />'''Étymologie:''' R. Με, mesurer ; cf. <i>lat.</i> metior, meta, <i>skr.</i> mâtram.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μέτρον''': τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ δι’ οὗ ἢ πρὸς ὃ μετρεῖταί τι· 1) [[μέτρον]] ἢ [[κανών]], μέτρ’ ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Μ. 422· ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 47· καὶ [[οὔπω]] συγχωροῦμεν αὐτῷ πάντ’ ἄνδρα πάντων χρημάτων [[μέτρον]] [[εἶναι]], ὅτι πᾶς ἀνὴρ [[εἶναι]] [[μέτρον]] δι’ ὅλα τὰ πράγματα, Πλάτ. Θεαίτ. 183Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 20 μέτρ. αὐτῷ οὐχ ἡ [[ψυχή]], ἀλλ’ ὁ [[νόμος]] Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18. 2) [[μέτρον]] χωρητικότητος ὑγρῶν ἢ ξηρῶν, δῶκεν [[μέθυ]], χίλια μέτρα Ἰλ. Η. 471· [[εἴκοσι]] δ’ ἔστω μέτρα... ἀλφίτου Ὀδ. Β. 355· ὕδατος ἀνὰ [[εἴκοσι]] μέτρα χεῦε Ι. 209, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 268, 741· - [[ὥστε]], ὡς φαίνεται, τὸ παρ’ Ὁμ. [[μέτρον]] εἶχεν ὡρισμένην χωρητικότητα· οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 348, 598, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· μέτροις καὶ σταθμοῖς, διὰ μέτρων καὶ σταθμῶν, Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25· ἐν τῇ εὐρυτάτῃ σημασίᾳ περιλαμβάνει ἡ [[λέξις]] καὶ τὰ σταθμὰ καὶ τὰ μέτρα, Φείδωνος τοῦ τὰ μέτρα ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Ἡρόδ. 6. 127· μ. οἰνηρά, σιτηρὰ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 2· [[μέτρον]] Ἀθηναῖον Ἑλληνικὰ Ὄστρακα Ι, σ. 774 ἔκδ. Wilcken, μ. δημόσιον σ. 769. 773, μ. [[δρόμων]] σ. 771, μ. ἑξαχοίνικον σ. 750. 772, μ. ἐσφραγισμένον σ. 768, σημ. 1, μ. θησαυρικὸν 745. 770, τετραχοίνικον 750 κἑξ., 771 κἑξ., τετράχουν 772, φορικὸν 747· πρβλ. [[μετρονόμοι]]. 3) [[διάστημα]] μεμετρημένον ἢ δυνάμενον νὰ μετρηθῇ, [[μέτρον]], [[μῆκος]], [[μέγεθος]], ἐν τῷ πληθ., «διαστάσεις», μέτρα κελεύθου, τὸ [[μῆκος]] τῆς ὁδοῦ, Ὀδ. Δ. 389· [[μέτρον]] ὅρμου, [[περίφρασις]] ἀντὶ τοῦ [[ὅρμος]], Ν. 101· οὕτω, μέτρα θαλάσσης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἄστρων μέτρα Σοφ. Ἀποσπ. 379· διέχει... [[μέτρον]] [[ἑξήκοντα]] σταδίους Θουκ. 8. 95· εἰδέναι τι μέτρῳ καὶ τόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· ἐντὸς μέτρων τετμημένον [[μέταλλον]] Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξ. 44· - [[ἐντεῦθεν]] καί, [[μέτρον]] ἥβης, πλῆρες μέτρου, δηλ. ἡ [[ἀκμή]], τὸ [[ἄνθος]], ἐπὶ τῆς νεότητος, ὡς τὸ [[τέλος]], Ἰλ. Λ. 225, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 131, Θέογν. 1119· σοφίης [[μέτρον]], [[πλήρωμα]] σοφίας, Σόλων 12. 52· μέτρα μορφῆς, τὸ [[μέγεθος]] καὶ σχῆμά τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 1063· - φράσεις οἷαι αἱ: μέτρα ὀπώρης, βίου, ἐτέων, [[εἶναι]] μεταγενέστεραι, Jac. Ep. Ad. 651. 2, πρβλ. Ἄρατ. 464, 730. - Ἐν Ἡροδ. 2. 33, τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν αὐτῶν μέτρων ὁρμᾶται, ἡ [[ἔννοια]] φαίνεται οὖσα ἡ ἑξῆς: [ὁ [[Νεῖλος]]] πηγάζει ἐκ σημείου ἀπέχοντος ἴσον [[διάστημα]] [ἀπὸ τῶν ἐκβολῶν του] ὅσον καὶ ὁ [[Ἴστρος]], ἴδε Schweigh. Λεξ. Ἡροδ. 4) τὸ προσῆκον ἢ ἁρμόζον [[μέτρον]] ἢ [[ὅριον]], [[ἀναλογία]], [[συμμετρία]], μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 692· χρὴ κατ’ αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν [[μέτρον]] Πινδ. Π. 2. 64· μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων ὁ αὐτ. ἐν. Ι. 6. 103· κατὰ [[μέτρον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· πίνειν [[ὑπὲρ]] [[μέτρον]] Θέογν. 498· προστιθεὶς [[μέτρον]] Αἰσχύλ. Χο. 797· τί μ. κακότητος ἔφυ; Σοφ. Ἠλ. 236· [[μέτρον]] ἔχει, ἔχει δύναμιν μετριαστικήν, Πλάτ. Νόμ. 836Α· πλέον μέτρου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 621Α· μ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 957Α· [[ἀλλά]], μέτρα ἐπιτιθέναι, προστιθέναι τὸν τρόπον τοῦ ἐλαύνειν, Πινδ. Ο. 13. 27, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Donalds.· - μέτρῳ = μετρίως, Πινδ. Π. 8. 111· μέτρῳ πίνειν (ἴδε ἀμετρὶ) Ἀλκίφρων 3. 32. II. τὸ [[μέτρον]] τῶν στίχων ἢ συλλαβῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 638, 641 κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[μέλος]] (τὴν μουσικὴν σύνθεσιν) καὶ τὸν ῥυθμὸν (δηλ. τὸν χρόνον), Πλάτ. Γοργ. 502C· εἰς μέτρα τιθέναι, μετατρέπειν εἰς στίχους, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21. 2) [[στίχος]], [[ἔμμετρος]] [[στίχος]], Πλάτ. Λῦσ. 205Α. (Ἐντεῦθεν, [[μετρέω]], [[μέτριος]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. mâ, mâ-mi, mi-mê (metior), mât-ram (mensura)· Λατ. met-are, met-iri, mens-a, mens-ura· Λιθ. mat-úti (metiri), mét-as (tempus, annus)· - ἴδε ἐν λέξ. μήν, mensis).
|lstext='''μέτρον''': τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ δι’ οὗ ἢ πρὸς ὃ μετρεῖταί τι· 1) [[μέτρον]] ἢ [[κανών]], μέτρ’ ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Μ. 422· ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 47· καὶ [[οὔπω]] συγχωροῦμεν αὐτῷ πάντ’ ἄνδρα πάντων χρημάτων [[μέτρον]] [[εἶναι]], ὅτι πᾶς ἀνὴρ [[εἶναι]] [[μέτρον]] δι’ ὅλα τὰ πράγματα, Πλάτ. Θεαίτ. 183Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 20 μέτρ. αὐτῷ οὐχ ἡ [[ψυχή]], ἀλλ’ ὁ [[νόμος]] Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18. 2) [[μέτρον]] χωρητικότητος ὑγρῶν ἢ ξηρῶν, δῶκεν [[μέθυ]], χίλια μέτρα Ἰλ. Η. 471· [[εἴκοσι]] δ’ ἔστω μέτρα... ἀλφίτου Ὀδ. Β. 355· ὕδατος ἀνὰ [[εἴκοσι]] μέτρα χεῦε Ι. 209, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 268, 741· - [[ὥστε]], ὡς φαίνεται, τὸ παρ’ Ὁμ. [[μέτρον]] εἶχεν ὡρισμένην χωρητικότητα· οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 348, 598, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· μέτροις καὶ σταθμοῖς, διὰ μέτρων καὶ σταθμῶν, Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25· ἐν τῇ εὐρυτάτῃ σημασίᾳ περιλαμβάνει ἡ [[λέξις]] καὶ τὰ σταθμὰ καὶ τὰ μέτρα, Φείδωνος τοῦ τὰ μέτρα ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Ἡρόδ. 6. 127· μ. οἰνηρά, σιτηρὰ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 2· [[μέτρον]] Ἀθηναῖον Ἑλληνικὰ Ὄστρακα Ι, σ. 774 ἔκδ. Wilcken, μ. δημόσιον σ. 769. 773, μ. [[δρόμων]] σ. 771, μ. ἑξαχοίνικον σ. 750. 772, μ. ἐσφραγισμένον σ. 768, σημ. 1, μ. θησαυρικὸν 745. 770, τετραχοίνικον 750 κἑξ., 771 κἑξ., τετράχουν 772, φορικὸν 747· πρβλ. [[μετρονόμοι]]. 3) [[διάστημα]] μεμετρημένον ἢ δυνάμενον νὰ μετρηθῇ, [[μέτρον]], [[μῆκος]], [[μέγεθος]], ἐν τῷ πληθ., «διαστάσεις», μέτρα κελεύθου, τὸ [[μῆκος]] τῆς ὁδοῦ, Ὀδ. Δ. 389· [[μέτρον]] ὅρμου, [[περίφρασις]] ἀντὶ τοῦ [[ὅρμος]], Ν. 101· οὕτω, μέτρα θαλάσσης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἄστρων μέτρα Σοφ. Ἀποσπ. 379· διέχει... [[μέτρον]] [[ἑξήκοντα]] σταδίους Θουκ. 8. 95· εἰδέναι τι μέτρῳ καὶ τόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· ἐντὸς μέτρων τετμημένον [[μέταλλον]] Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξ. 44· - [[ἐντεῦθεν]] καί, [[μέτρον]] ἥβης, πλῆρες μέτρου, δηλ. ἡ [[ἀκμή]], τὸ [[ἄνθος]], ἐπὶ τῆς νεότητος, ὡς τὸ [[τέλος]], Ἰλ. Λ. 225, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 131, Θέογν. 1119· σοφίης [[μέτρον]], [[πλήρωμα]] σοφίας, Σόλων 12. 52· μέτρα μορφῆς, τὸ [[μέγεθος]] καὶ σχῆμά τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 1063· - φράσεις οἷαι αἱ: μέτρα ὀπώρης, βίου, ἐτέων, [[εἶναι]] μεταγενέστεραι, Jac. Ep. Ad. 651. 2, πρβλ. Ἄρατ. 464, 730. - Ἐν Ἡροδ. 2. 33, τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν αὐτῶν μέτρων ὁρμᾶται, ἡ [[ἔννοια]] φαίνεται οὖσα ἡ ἑξῆς: [ὁ [[Νεῖλος]]] πηγάζει ἐκ σημείου ἀπέχοντος ἴσον [[διάστημα]] [ἀπὸ τῶν ἐκβολῶν του] ὅσον καὶ ὁ [[Ἴστρος]], ἴδε Schweigh. Λεξ. Ἡροδ. 4) τὸ προσῆκον ἢ ἁρμόζον [[μέτρον]] ἢ [[ὅριον]], [[ἀναλογία]], [[συμμετρία]], μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 692· χρὴ κατ’ αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν [[μέτρον]] Πινδ. Π. 2. 64· μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων ὁ αὐτ. ἐν. Ι. 6. 103· κατὰ [[μέτρον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· πίνειν [[ὑπὲρ]] [[μέτρον]] Θέογν. 498· προστιθεὶς [[μέτρον]] Αἰσχύλ. Χο. 797· τί μ. κακότητος ἔφυ; Σοφ. Ἠλ. 236· [[μέτρον]] ἔχει, ἔχει δύναμιν μετριαστικήν, Πλάτ. Νόμ. 836Α· πλέον μέτρου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 621Α· μ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 957Α· [[ἀλλά]], μέτρα ἐπιτιθέναι, προστιθέναι τὸν τρόπον τοῦ ἐλαύνειν, Πινδ. Ο. 13. 27, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Donalds.· - μέτρῳ = μετρίως, Πινδ. Π. 8. 111· μέτρῳ πίνειν (ἴδε ἀμετρὶ) Ἀλκίφρων 3. 32. II. τὸ [[μέτρον]] τῶν στίχων ἢ συλλαβῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 638, 641 κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[μέλος]] (τὴν μουσικὴν σύνθεσιν) καὶ τὸν ῥυθμὸν (δηλ. τὸν χρόνον), Πλάτ. Γοργ. 502C· εἰς μέτρα τιθέναι, μετατρέπειν εἰς στίχους, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21. 2) [[στίχος]], [[ἔμμετρος]] [[στίχος]], Πλάτ. Λῦσ. 205Α. (Ἐντεῦθεν, [[μετρέω]], [[μέτριος]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. mâ, mâ-mi, mi-mê (metior), mât-ram (mensura)· Λατ. met-are, met-iri, mens-a, mens-ura· Λιθ. mat-úti (metiri), mét-as (tempus, annus)· - ἴδε ἐν λέξ. μήν, mensis).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mesure :<br /><b>I.</b> instrument pour mesurer, une mesure ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> bâton pour arpenter;<br /><b>2</b> mesure pour les matières sèches et les liquides ; quantité mesurée, mesure (de vin, d'eau, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> règle, loi;<br /><b>II.</b> quantité mesurée <i>ou</i> espace mesuré ; espace, longueur ; <i>poét.</i> μέτρα κελεύθου OD la longueur d'un chemin ; [[μέτρον]] ὅρμου OD étendue <i>ou</i> limites d'un port ; <i>avec idée de temps</i> [[μέτρον]] ἥβης IL durée de la jeunesse, <i>càd</i> âge de la jeunesse ; <i>t. de pros.</i> mesure d'un vers;<br /><b>III.</b> juste mesure.<br />'''Étymologie:''' R. Με, mesurer ; cf. <i>lat.</i> metior, meta, <i>skr.</i> mâtram.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth