καταλείπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1359.png Seite 1359]] poet, oft [[καλλείπω]] (s. [[λείπω]]), zurücklassen; – a) [[verlassen]], im Stich lassen; οὕνεκ' Ἀχαιοὺς κάλλιπες (poet. für κατέλιπες), αὐτὰρ Τρωσὶν ἀμύνεις Il. 21, 414; Ggstz von [[μένω]], 22, 383; πολλοὺς γὰρ Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ χαλκῷ δῃώσουσι, wir werden sie auf dem Schlachtfelde zurücklassen, viele Menschen verlieren, 12, 226; ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην κάλλιπεν οἰωνοῖσιν [[ἕλωρ]] καὶ κῦρμα [[γενέσθαι]] Od. 3, 271; öfter in tmesi; ὦ [[πατρίς]], καταλειπομέναν σε [[δακρύω]] Eur. Troad. 596; μή με καταλίπῃς μόνον Soph. Phil. 798. – b) [[hinterlassen]], zurücklassen, bes. von Abreisenden u. Sterbenden, κὰδ δέ με χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι Il. 24, 726, οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Od. 17, 314; τὴν δ' ἀηδόνα κατάλειφ' ἡμῖν Ar. Av. 660; εἴ που [[πόπανον]] εἴη τι καταλελειμμένον, übriggeblieben, Plut. 680; [[οὔκουν]] ἂν μῦθον ἀκέφαλον ἑκὼν καταλίποιμι Plat. Legg. VI, 752 a; ὡς ἕνα μὴ καταλείπεσθαι [[ἐνθάδε]], [[ἡμεῖς]] δὲ πλέοιμεν ἄν Xen. An. 5, 6, 12; ἀποκτιννύασι τοὺς ἄλλους πάντας· [[ἄλλου]] δὲ λόχου ὀκτὼ μόνους κατέλιπον, sie ließen nur acht Mann übrig, 6, 1, 5; καταλελειμμένος τοῦ [[ἄλλου]] στρατοῦ, hinter dem übrigen Heere zurückbleiben, Her. 9, 96; Xen. oft; bes. von Erbschaften, τὰ καταλειφθέντα, die Hinterlassenschaft, Is. 1, 45 u. öfter; παισὶ δὲ αἰδῶ χρὴ πολλήν, οὐ χρυσὸν καταλεί πειν Plat. Legg. V, 729 b; ἕνα κληρονόμον 740 b; Sp., die auch den aor. I. haben, καταλείψαντες τὴν κτῆσιν Schol. Ar. Nubb. 1001. – Sein lassen, unangetastet lassen, Xen. Hem. 3, 2, 4; Arist. pol. 6, 7; τὸν λόγον, die Rede lassen, aufhören, Isocr. 9, 33. – Med., für sich zurücklassen, οὐ γάρ κώ [[τοί]] ἐστι υἱὸς οἷόν σε [[ἐκεῖνος]] κατελίπετο Her. 3, 34; Plat. Legg. IV, 721 e Conv. 209 d; στενὴν ἔξοδον, übriglassen, Tim. 73 e; τὰ μέγιστα τοὺς θεοὺς ἑαυτοῖς καταλείπεσθαι Xen. Hem. 1, 1, 8, sich aufbewahren, vorbehalten; aber καταλείψομαι ist pass. An. 5, 6, 12. – Aor. II. pass., καταλιπείς Schol. Ar. Pax 1127. – Bei Ael. V. H. 12, 21 = ἐάω, geschehen lassen, c. inf.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1359.png Seite 1359]] poet, oft [[καλλείπω]] (s. [[λείπω]]), zurücklassen; – a) [[verlassen]], im Stich lassen; οὕνεκ' Ἀχαιοὺς κάλλιπες (poet. für κατέλιπες), αὐτὰρ Τρωσὶν ἀμύνεις Il. 21, 414; Ggstz von [[μένω]], 22, 383; πολλοὺς γὰρ Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ χαλκῷ δῃώσουσι, wir werden sie auf dem Schlachtfelde zurücklassen, viele Menschen verlieren, 12, 226; ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην κάλλιπεν οἰωνοῖσιν [[ἕλωρ]] καὶ κῦρμα [[γενέσθαι]] Od. 3, 271; öfter in tmesi; ὦ [[πατρίς]], καταλειπομέναν σε [[δακρύω]] Eur. Troad. 596; μή με καταλίπῃς μόνον Soph. Phil. 798. – b) [[hinterlassen]], zurücklassen, bes. von Abreisenden u. Sterbenden, κὰδ δέ με χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι Il. 24, 726, οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Od. 17, 314; τὴν δ' ἀηδόνα κατάλειφ' ἡμῖν Ar. Av. 660; εἴ που [[πόπανον]] εἴη τι καταλελειμμένον, übriggeblieben, Plut. 680; [[οὔκουν]] ἂν μῦθον ἀκέφαλον ἑκὼν καταλίποιμι Plat. Legg. VI, 752 a; ὡς ἕνα μὴ καταλείπεσθαι [[ἐνθάδε]], [[ἡμεῖς]] δὲ πλέοιμεν ἄν Xen. An. 5, 6, 12; ἀποκτιννύασι τοὺς ἄλλους πάντας· [[ἄλλου]] δὲ λόχου ὀκτὼ μόνους κατέλιπον, sie ließen nur acht Mann übrig, 6, 1, 5; καταλελειμμένος τοῦ [[ἄλλου]] στρατοῦ, hinter dem übrigen Heere zurückbleiben, Her. 9, 96; Xen. oft; bes. von Erbschaften, τὰ καταλειφθέντα, die Hinterlassenschaft, Is. 1, 45 u. öfter; παισὶ δὲ αἰδῶ χρὴ πολλήν, οὐ χρυσὸν καταλεί πειν Plat. Legg. V, 729 b; ἕνα κληρονόμον 740 b; Sp., die auch den aor. I. haben, καταλείψαντες τὴν κτῆσιν Schol. Ar. Nubb. 1001. – Sein lassen, unangetastet lassen, Xen. Hem. 3, 2, 4; Arist. pol. 6, 7; τὸν λόγον, die Rede lassen, aufhören, Isocr. 9, 33. – Med., für sich zurücklassen, οὐ γάρ κώ [[τοί]] ἐστι υἱὸς οἷόν σε [[ἐκεῖνος]] κατελίπετο Her. 3, 34; Plat. Legg. IV, 721 e Conv. 209 d; στενὴν ἔξοδον, übriglassen, Tim. 73 e; τὰ μέγιστα τοὺς θεοὺς ἑαυτοῖς καταλείπεσθαι Xen. Hem. 1, 1, 8, sich aufbewahren, vorbehalten; aber καταλείψομαι ist pass. An. 5, 6, 12. – Aor. II. pass., καταλιπείς Schol. Ar. Pax 1127. – Bei Ael. V. H. 12, 21 = ἐάω, geschehen lassen, c. inf.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταλείψω, <i>ao.</i> κατέλειψα, <i>d'ord. ao.2</i> κατέλιπον, <i>etc.</i><br /><i>Pass. ao.</i> κατελείφθην, <i>pf.</i> καταλέλειμμαι;<br /><b>I.</b> laisser derrière soi, acc. ; <i>Pass.</i> être laissé <i>ou</i> rester derrière : καταλελειμμένος [[τοῦ]] ἄλλου στρατοῦ HDT (corps d'armée) laissé en arrière du reste de l'armée;<br /><b>II.</b> laisser après soi, <i>particul.</i> laisser en héritage;<br /><b>III.</b> délaisser, quitter, déserter, abandonner : τινα οἰωνοῖσιν [[ἕλωρ]] [[γενέσθαι]] OD abandonner qqn comme une proie pour les oiseaux ; [[σχεδίην]] ἀνέμοισι φέρεσθαι OD un radeau pour être entraîné par les vents;<br /><b>IV.</b> laisser restant, <i>d'où</i><br /><b>1</b> laisser en surplus, épargner : ὀκτὼ μόνον XÉN huit seulement ; <i>fig.</i> laisser subsister (dans une discussion), concéder : κ. τὸ εὐδαίμονας [[εἶναι]] XÉN concéder le bonheur;<br /><b>2</b> laisser libre : κ. ἄφοδον XÉN laisser une issue libre pour fuir;<br /><b>3</b> laisser à faire : καταλείπεται [[μάχη]] XÉN il reste encore à combattre;<br /><b>4</b> mettre de côté, réserver, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταλείπομαι;<br /><b>1</b> laisser derrière soi <i>ou</i> après soi;<br /><b>2</b> mettre de côté pour soi, se réserver.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λείπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλείπω''': Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[καλλείπω]], μέλ. καλλείψω, ἀόρ. κάλλῐπον, ἅπαντες οἱ τύπ. παρ’ Ὁμ.· Ἰων. παρατ. καταλείπεσκον Ἡρόδ. -λέλοιπα, Ἀριστοφ. Λυσ. 736.- Μέσ. μέλ. (ἐπὶ παθ. σημασ.), Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12.- Παθ. μέλ. καταλειφθήσομαι, Ἰσοκρ. 311D, 358Α, Ἀφίνω [[ὀπίσω]], παρ’ ὄχεσφιν ἄλλον… κάλλιπεν Ἰλ. Μ. 92· ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἀποθνησκόντων ἢ ἀπερχομένων εἰς μακρινὸν [[μέρος]], κὰδ δέ με χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι Ω. 726· [[οὖρον]]… κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν Ὀδ. Ο. 88· οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεὺς Ρ. 314· τὴν στρατιὴν καταλείπεσκε ἐν τῷ προαστείῳ Ἡρόδ. 4. 78· φύλακον κ. τινὰ [[αὐτόθι]] 1. 113, πρβλ. 2. 103· κ. τινὰ μόνον Σοφ. Φ. 809, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταλείπεσθαι παῖδας, ἀφίνω [[ὀπίσω]] μου, Ἡρόδ. 3. 34, Πλάτ. Συμπ. 209D, κτλ.- Παθ., [[μένω]] ἢ ὑπολείπομαι [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 1. 209· ἕνα μὴ καταλείπεσθαι [[ἐνθάδε]], [[ἡμεῖς]] δὲ πλέοιμεν ἄν· εἰ δὲ μέλλοιμεν οἱ μὲν καταλείψεσθαι, οἱ δὲ πλεύσεσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12· μετὰ γεν., καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ, ἓν [[μέρος]] ἐκ τοῦ ἄλλου στρατοῦ [[ὅστις]] ἔμεινεν ([[ὅπως]] φυλάττῃ τὴν Ἰωνίαν), Ἡρόδ. 9. 96, πρβλ. 7. 170· οὓς ἂν καταλείπωσι κυρίους (οἱ ἀποδημοῦντες) Ἐπιγρ. Dittenb. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν (περὶ τοῦ πατρός, τῶν προγόνων), [[τόξον]] παιδὶ κάλλιπ’ ἀποθνήσκων Ὀδ. Φ. 33· [[οὕτως]], ἐμοὶ δ’ ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Α. 242, πρβλ. Λ. 279· δόκησιν ἰσχύος καὶ ξυνέσεως Θουκ. 4. 18· αἰδῶ κ. παισὶν οὐ χρυσὸν Πλάτ. Νόμ. 729Β· ὀνείδη παισὶ Ἀντιφ. 117. 20· μετ’ ἀπαρ., καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι, οὐχὶ ἀρκετὰ οὐδὲ πρὸς ταφήν, Ἀριστοφ. Πλ. 556· καταλιπών τι διαθήκαις· κ. διαθήκας Ἐπιγρ. Dittenb.- Παθ., χρήματα καταλειφθέντα, ὅσα κατέλιπέ τις εἰς τοὺς κληρονόμους, Ἰσαῖ, Κλεων. § 49· ἐπίτροποι καταλελειμμένοι ὑπὸ τοῦ πατρὸς Ἐπιγρ. Dittenb. κτλ. 3) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[ἁπλῶς]], ἀφίνω ἔν τινι καταστάσει, κόλπον βαθὺν καταλιπόμενος τοῦ κιθῶνος Ἡρόδ. 6. 125. ΙΙ. ἀφίνω τινὰ εἰς τὴν τύχην, [[ἐγκαταλείπω]]· οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν… καλλείψειν; ἐρωτᾷ ὁ Ὀδυσσεὺς τὸν Ἀγαμέμνονα, Ἰλ. Ξ. 88· καταλείψουσι πόλιν, ἐπὶ τῶν Τρώων, Χ. 383· πολλοὺς καταλείψομεν, πολλοὺς θὰ ἀφήσωμεν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, Μ. 226, πρβλ. Ρ. 91· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., κάλλιπεν οἰωνοῖσιν [[ἕλωρ]] καὶ [[κύρμα]] γενέσθαι Ὀδ. Γ. 271· κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην (δηλ. γενέσθαι) Ἰλ. Β. 160· [[σχεδίην]] ἀνέμοισι φέρεσθαι κ. Ὀδ. Ε. 344· [[μέλη]]… θηρσὶν βορὰν Εὐρ. Ἱκέτ. 45·― [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., κατ’ αἰῶνα λίποι Αἱσχύλου Θήβ. 219· μή με καταλίπῃς μόνον Σοφ. Φ. 809· οἰκίας τε καὶ ἱερὰ Θουκ. 2. 16, πρβλ. 3. 58· κ. τὴν δίαιταν, δὲν ἐμφανίζομαι κατὰ τὴν δίκην (ἀντιθ. ἀπαντᾶν πρὸς τὴν κυρίαν) Δημ. 544. 21· μὴ κ. διαθήκας, δὲν ἀφίνω διαθήκην, Ἰσαῖ. 76. 10. ΙΙΙ. ἀφίνω ὑπόλοιπον (ἀντιθ. τοῦ [[ἀποκτείνω]]), ὀκτὼ μόνον Ξεν. Ἀν. 6. 3, 5· κ. ἄφοδον, ἀφίνω ἔξοδον, [[αὐτόθι]] 4. 2, 11· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Τίμ. 73Ε· ὑπερβολὴν οὐ κ. χαρᾶς, [[μένω]] [[ἀνυπέρβλητος]] εἰς τὴν χαράν, Πολύβ. 16. 23, 4, πρβλ. 16. 25, 6· οὐ κ. ὑπερβολὴν φιλοτιμίας (Ἐπιγραφ.)― Παθ., [[διαμένω]], [[μένω]] [[ὀπίσω]], Λυσ. 197. 19, κτλ.· καταλείπεται [[μάχη]], [[εἰσέτι]] ὑπολείπεται νὰ διεξαχθῇ, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 11· καὶ μέσ., καταλείπεσθαι ἑαυτῷ, κρατῶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 1, 8. 2) ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], [[ἐναντίον]] τοῦ [[περιαιρέω]], ὁ αὐτ. 3. 2, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 9· 3) [[καταλείπω]] τὸν λόγον, τελειώνω τὸν λόγον, Ἰσοκρ. 195Α, Ξεν. Κυν. 1. 10., 10, 15· κ. τὸ [[ἔργον]], ἀμελῶ.
|lstext='''καταλείπω''': Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[καλλείπω]], μέλ. καλλείψω, ἀόρ. κάλλῐπον, ἅπαντες οἱ τύπ. παρ’ Ὁμ.· Ἰων. παρατ. καταλείπεσκον Ἡρόδ. -λέλοιπα, Ἀριστοφ. Λυσ. 736.- Μέσ. μέλ. (ἐπὶ παθ. σημασ.), Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12.- Παθ. μέλ. καταλειφθήσομαι, Ἰσοκρ. 311D, 358Α, Ἀφίνω [[ὀπίσω]], παρ’ ὄχεσφιν ἄλλον… κάλλιπεν Ἰλ. Μ. 92· ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἀποθνησκόντων ἢ ἀπερχομένων εἰς μακρινὸν [[μέρος]], κὰδ δέ με χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι Ω. 726· [[οὖρον]]… κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν Ὀδ. Ο. 88· οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεὺς Ρ. 314· τὴν στρατιὴν καταλείπεσκε ἐν τῷ προαστείῳ Ἡρόδ. 4. 78· φύλακον κ. τινὰ [[αὐτόθι]] 1. 113, πρβλ. 2. 103· κ. τινὰ μόνον Σοφ. Φ. 809, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταλείπεσθαι παῖδας, ἀφίνω [[ὀπίσω]] μου, Ἡρόδ. 3. 34, Πλάτ. Συμπ. 209D, κτλ.- Παθ., [[μένω]] ἢ ὑπολείπομαι [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 1. 209· ἕνα μὴ καταλείπεσθαι [[ἐνθάδε]], [[ἡμεῖς]] δὲ πλέοιμεν ἄν· εἰ δὲ μέλλοιμεν οἱ μὲν καταλείψεσθαι, οἱ δὲ πλεύσεσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12· μετὰ γεν., καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ, ἓν [[μέρος]] ἐκ τοῦ ἄλλου στρατοῦ [[ὅστις]] ἔμεινεν ([[ὅπως]] φυλάττῃ τὴν Ἰωνίαν), Ἡρόδ. 9. 96, πρβλ. 7. 170· οὓς ἂν καταλείπωσι κυρίους (οἱ ἀποδημοῦντες) Ἐπιγρ. Dittenb. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν (περὶ τοῦ πατρός, τῶν προγόνων), [[τόξον]] παιδὶ κάλλιπ’ ἀποθνήσκων Ὀδ. Φ. 33· [[οὕτως]], ἐμοὶ δ’ ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Α. 242, πρβλ. Λ. 279· δόκησιν ἰσχύος καὶ ξυνέσεως Θουκ. 4. 18· αἰδῶ κ. παισὶν οὐ χρυσὸν Πλάτ. Νόμ. 729Β· ὀνείδη παισὶ Ἀντιφ. 117. 20· μετ’ ἀπαρ., καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι, οὐχὶ ἀρκετὰ οὐδὲ πρὸς ταφήν, Ἀριστοφ. Πλ. 556· καταλιπών τι διαθήκαις· κ. διαθήκας Ἐπιγρ. Dittenb.- Παθ., χρήματα καταλειφθέντα, ὅσα κατέλιπέ τις εἰς τοὺς κληρονόμους, Ἰσαῖ, Κλεων. § 49· ἐπίτροποι καταλελειμμένοι ὑπὸ τοῦ πατρὸς Ἐπιγρ. Dittenb. κτλ. 3) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[ἁπλῶς]], ἀφίνω ἔν τινι καταστάσει, κόλπον βαθὺν καταλιπόμενος τοῦ κιθῶνος Ἡρόδ. 6. 125. ΙΙ. ἀφίνω τινὰ εἰς τὴν τύχην, [[ἐγκαταλείπω]]· οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν… καλλείψειν; ἐρωτᾷ ὁ Ὀδυσσεὺς τὸν Ἀγαμέμνονα, Ἰλ. Ξ. 88· καταλείψουσι πόλιν, ἐπὶ τῶν Τρώων, Χ. 383· πολλοὺς καταλείψομεν, πολλοὺς θὰ ἀφήσωμεν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, Μ. 226, πρβλ. Ρ. 91· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., κάλλιπεν οἰωνοῖσιν [[ἕλωρ]] καὶ [[κύρμα]] γενέσθαι Ὀδ. Γ. 271· κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην (δηλ. γενέσθαι) Ἰλ. Β. 160· [[σχεδίην]] ἀνέμοισι φέρεσθαι κ. Ὀδ. Ε. 344· [[μέλη]]… θηρσὶν βορὰν Εὐρ. Ἱκέτ. 45·― [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., κατ’ αἰῶνα λίποι Αἱσχύλου Θήβ. 219· μή με καταλίπῃς μόνον Σοφ. Φ. 809· οἰκίας τε καὶ ἱερὰ Θουκ. 2. 16, πρβλ. 3. 58· κ. τὴν δίαιταν, δὲν ἐμφανίζομαι κατὰ τὴν δίκην (ἀντιθ. ἀπαντᾶν πρὸς τὴν κυρίαν) Δημ. 544. 21· μὴ κ. διαθήκας, δὲν ἀφίνω διαθήκην, Ἰσαῖ. 76. 10. ΙΙΙ. ἀφίνω ὑπόλοιπον (ἀντιθ. τοῦ [[ἀποκτείνω]]), ὀκτὼ μόνον Ξεν. Ἀν. 6. 3, 5· κ. ἄφοδον, ἀφίνω ἔξοδον, [[αὐτόθι]] 4. 2, 11· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Τίμ. 73Ε· ὑπερβολὴν οὐ κ. χαρᾶς, [[μένω]] [[ἀνυπέρβλητος]] εἰς τὴν χαράν, Πολύβ. 16. 23, 4, πρβλ. 16. 25, 6· οὐ κ. ὑπερβολὴν φιλοτιμίας (Ἐπιγραφ.)― Παθ., [[διαμένω]], [[μένω]] [[ὀπίσω]], Λυσ. 197. 19, κτλ.· καταλείπεται [[μάχη]], [[εἰσέτι]] ὑπολείπεται νὰ διεξαχθῇ, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 11· καὶ μέσ., καταλείπεσθαι ἑαυτῷ, κρατῶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 1, 8. 2) ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], [[ἐναντίον]] τοῦ [[περιαιρέω]], ὁ αὐτ. 3. 2, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 9· 3) [[καταλείπω]] τὸν λόγον, τελειώνω τὸν λόγον, Ἰσοκρ. 195Α, Ξεν. Κυν. 1. 10., 10, 15· κ. τὸ [[ἔργον]], ἀμελῶ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταλείψω, <i>ao.</i> κατέλειψα, <i>d'ord. ao.2</i> κατέλιπον, <i>etc.</i><br /><i>Pass. ao.</i> κατελείφθην, <i>pf.</i> καταλέλειμμαι;<br /><b>I.</b> laisser derrière soi, acc. ; <i>Pass.</i> être laissé <i>ou</i> rester derrière : καταλελειμμένος [[τοῦ]] ἄλλου στρατοῦ HDT (corps d'armée) laissé en arrière du reste de l'armée;<br /><b>II.</b> laisser après soi, <i>particul.</i> laisser en héritage;<br /><b>III.</b> délaisser, quitter, déserter, abandonner : τινα οἰωνοῖσιν [[ἕλωρ]] [[γενέσθαι]] OD abandonner qqn comme une proie pour les oiseaux ; [[σχεδίην]] ἀνέμοισι φέρεσθαι OD un radeau pour être entraîné par les vents;<br /><b>IV.</b> laisser restant, <i>d'où</i><br /><b>1</b> laisser en surplus, épargner : ὀκτὼ μόνον XÉN huit seulement ; <i>fig.</i> laisser subsister (dans une discussion), concéder : κ. τὸ εὐδαίμονας [[εἶναι]] XÉN concéder le bonheur;<br /><b>2</b> laisser libre : κ. ἄφοδον XÉN laisser une issue libre pour fuir;<br /><b>3</b> laisser à faire : καταλείπεται [[μάχη]] XÉN il reste encore à combattre;<br /><b>4</b> mettre de côté, réserver, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταλείπομαι;<br /><b>1</b> laisser derrière soi <i>ou</i> après soi;<br /><b>2</b> mettre de côté pour soi, se réserver.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λείπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth