μεσηγύ: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] ep. auch [[μεσσηγύ]], vor einem Vokal und um Position zu machen μεσηγύς u. [[μεσσηγύς]], = [[μέσος]],[[ inder Mitte]], mitten; – a) vom Raume; absolut, Il. 11, 573. 20, 370. 23, 521; – c. gen., in der Mitte von, zwischen, μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν, ὤμων [[μεσσηγύς]] Il. 8, 258, Κουρήτων τε μεσηγὺ καὶ Αἰτωλῶν 9, 545, öfter; auch Hes. Sc. 417. – b) von der Zeit, inzwischen, unterdessen, [[μηδέ]] τι [[μεσσηγύς]] γε κακὸν καὶ [[πῆμα]] πάθῃσι Od. 7, 195; Ap. Rh. 2, 307. 3, 665. – c) substantivisch, τὸ [[μεσσηγύ]], das Zwischenliegende, der Zwischenraum; H. h. Ap. 108; τὸ μεσσ. ἤματος, die Mitte oder Hälfte des Tages, Theocr. 25, 216, vgl. 237. [Das an sich kurze υ ist in [[μεσσηγύς]] in der Vershebung Od. 4, 845 lang gebraucht.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] ep. auch [[μεσσηγύ]], vor einem Vokal und um Position zu machen μεσηγύς u. [[μεσσηγύς]], = [[μέσος]],[[ inder Mitte]], mitten; – a) vom Raume; absolut, Il. 11, 573. 20, 370. 23, 521; – c. gen., in der Mitte von, zwischen, μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν, ὤμων [[μεσσηγύς]] Il. 8, 258, Κουρήτων τε μεσηγὺ καὶ Αἰτωλῶν 9, 545, öfter; auch Hes. Sc. 417. – b) von der Zeit, inzwischen, unterdessen, [[μηδέ]] τι [[μεσσηγύς]] γε κακὸν καὶ [[πῆμα]] πάθῃσι Od. 7, 195; Ap. Rh. 2, 307. 3, 665. – c) substantivisch, τὸ [[μεσσηγύ]], das Zwischenliegende, der Zwischenraum; H. h. Ap. 108; τὸ μεσσ. ἤματος, die Mitte oder Hälfte des Tages, Theocr. 25, 216, vgl. 237. [Das an sich kurze υ ist in [[μεσσηγύς]] in der Vershebung Od. 4, 845 lang gebraucht.]
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[μεσσηγύ]] <i>ou</i> [[μεσηγύς]] <i>ou</i> [[μεσσηγύς]];<br /><i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> au milieu, avec un gén. au milieu de;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> dans l'intervalle, en attendant ; <i>adv.</i> • τὸ [[μεσηγύ]] pendant l'intervalle de temps.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], -ηγυς, p. -ηκυς.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσηγύ''': Ἐπικ. μεσσηγύ, πρὸ φωνήεντος ἢ [[χάριν]] τοῦ μέτρου μεσσηγύς, - ἅπαντα παρ’ Ὁμ.: μεσηγὺς μόνον ἐν Ὀρφ. Ἀποσπάσμ. 19· Ι. Ἐπίρρ. τόπου, 1) ἀπολ., ἐν τῷ μέσῳ, [[μεταξύ]], [[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς Ἰλ. Ψ. 521, πρβλ. Λ. 573· οὕτω, τὸ μεσηγὺ Θέογν. 553. 2) συνηθέστερον μετὰ γεν., [[μεταξύ]], «ἀνάμεσα», ὤμων μ. Ἰλ. Θ. 259· Κουρήτων τε μ. καὶ Αἰτωλῶν Ι. 549· μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Ε. 769· μ. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 845· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 417. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ [[μεταξύ]], [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μηδέ τι μεσσηγύς γε... πάθῃσιν Ὀδ. Η. 195. 2) μεσηγὺ τούτου χρόνου Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ [[μεσηγύ]], τὸ ἐν μέσῳ [[μέρος]], τὸ [[μεταξύ]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 108, Ἱππ. 792G· τὸ μεσηγὺ ἥματος, τὸ [[μέσον]] τῆς ἡμέρας, ἡ [[μεσημβρία]], μεσημέρι, Θεόκρ. 25. 216, πρβλ. 237. IV. ἐπὶ ποιότητος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 19. 12. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἱπποκρ. [ῠ πλὴν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Δ. 845, μεσσηγὺς Ἰθάκης τε...]
|lstext='''μεσηγύ''': Ἐπικ. μεσσηγύ, πρὸ φωνήεντος ἢ [[χάριν]] τοῦ μέτρου μεσσηγύς, - ἅπαντα παρ’ Ὁμ.: μεσηγὺς μόνον ἐν Ὀρφ. Ἀποσπάσμ. 19· Ι. Ἐπίρρ. τόπου, 1) ἀπολ., ἐν τῷ μέσῳ, [[μεταξύ]], [[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς Ἰλ. Ψ. 521, πρβλ. Λ. 573· οὕτω, τὸ μεσηγὺ Θέογν. 553. 2) συνηθέστερον μετὰ γεν., [[μεταξύ]], «ἀνάμεσα», ὤμων μ. Ἰλ. Θ. 259· Κουρήτων τε μ. καὶ Αἰτωλῶν Ι. 549· μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Ε. 769· μ. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 845· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 417. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ [[μεταξύ]], [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μηδέ τι μεσσηγύς γε... πάθῃσιν Ὀδ. Η. 195. 2) μεσηγὺ τούτου χρόνου Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ [[μεσηγύ]], τὸ ἐν μέσῳ [[μέρος]], τὸ [[μεταξύ]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 108, Ἱππ. 792G· τὸ μεσηγὺ ἥματος, τὸ [[μέσον]] τῆς ἡμέρας, ἡ [[μεσημβρία]], μεσημέρι, Θεόκρ. 25. 216, πρβλ. 237. IV. ἐπὶ ποιότητος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 19. 12. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἱπποκρ. [ῠ πλὴν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Δ. 845, μεσσηγὺς Ἰθάκης τε...]
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[μεσσηγύ]] <i>ou</i> [[μεσηγύς]] <i>ou</i> [[μεσσηγύς]];<br /><i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> au milieu, avec un gén. au milieu de;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> dans l'intervalle, en attendant ; <i>adv.</i> • τὸ [[μεσηγύ]] pendant l'intervalle de temps.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], -ηγυς, p. -ηκυς.
}}
}}
{{grml
{{grml