μύρμηξ: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] ηκος, ὁ, 1) die [[Ameise]]; ὥςτ' ἀήσυροι μύρμηκες, Aesch. Prom. 451; μύρμηκος ἀτραποί, Ar. Th. 100, komisch von seinen, verschlungenen Modulationen; Droysen »Ameisenläufe phantasirt er«. S. [[μυρμήκια]]. – 2) [[γυιοτόρος]], eine Art caestus, Fausthandschuh mit hervorragenden metallenen Buckeln, wie Warzen, [[μυρμήκια]], Christod. ecphr. 225. – 3) ein vierfüßiges, indisches Raubthier aus dem Löwen-od. aus dem Hundegeschlecht, Ael. H. A. 7, 47; vgl. Her. 3, 102. – 4) eine verborgene Klippe im Meere, Lycophr. 878. 890; bes. eine solche unweit der thessalischen Küste zwischen Skiathos u. Magnesia, Her. 7, 183. – Vgl. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] ηκος, ὁ, 1) die [[Ameise]]; ὥςτ' ἀήσυροι μύρμηκες, Aesch. Prom. 451; μύρμηκος ἀτραποί, Ar. Th. 100, komisch von seinen, verschlungenen Modulationen; Droysen »Ameisenläufe phantasirt er«. S. [[μυρμήκια]]. – 2) [[γυιοτόρος]], eine Art caestus, Fausthandschuh mit hervorragenden metallenen Buckeln, wie Warzen, [[μυρμήκια]], Christod. ecphr. 225. – 3) ein vierfüßiges, indisches Raubthier aus dem Löwen-od. aus dem Hundegeschlecht, Ael. H. A. 7, 47; vgl. Her. 3, 102. – 4) eine verborgene Klippe im Meere, Lycophr. 878. 890; bes. eine solche unweit der thessalischen Küste zwischen Skiathos u. Magnesia, Her. 7, 183. – Vgl. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=ηκος (ὁ) :<br /><b>1</b> fourmi, <i>insecte</i>;<br /><b>2</b> sorte de quadrupède de l'Inde.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> formica.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρμηξ''': -ηκος, ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 22. 5., 37. 4 (πρβλ. [[μύρμος]])· ὁ πτερωτὸς ἄρρην ἐκαλεῖτο [[νύμφη]]· - περὶ τῆς φράσεως μύρμηκος ἀτραποί, ἰδὲ ἐν λέξ. [[μυρμηκιά]]. ΙΙ. ζῷόν τι ἁρπακτικὸν ἐν τῇ Ἰνδικῇ, πιθ. ἐκ τῶν λεοντοειδῶν, (πρβλ. [[μυρμηκολέων]]), Ἡρόδ. 3. 102· οἱ χρυσώρυχοι μ. Στράβ. 70· λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν ὁ αὐτ. 774, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 4. ΙΙΙ. [[βράχος]] κεκρυμμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, [[ὕφαλος]] (πρβλ. [[χοιράς]]), Λυκόφρ. 878: [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς Θεσσαλικῆς ἀκτῆς τῆς μεταξὺ Σκιάθου καὶ Μαγνησίας, Ἡρόδ. 7. 183. ΙV. εἶδός τι χειροκτίου πρὸς πυγμαχίαν cestus, ἔχοντος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας μετάλλινα καρφία σχηματίζοντα μυρμηκιὰν [[οὕτως]] εἰπεῖν, Χριστοδ. Ἔκφρ. 224, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 150. (Ρίζα τις ὁμοιάζουσα πρὸς τὸ mur ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ζενδ. λέξει maoir-i, Ἀρχ. Σκανδ. maurr, Χυδ. Γερμ. mier-e (pis-mire, Σλαυικ. mrav-ij· [[εἶναι]] δύσκολον νὰ μὴ πιστεύῃ τις τὴν ταυτότητα τοῦ Λατ. formīc-a μετὰ τοῦ Ἑλλ. μύρμηκος, ἂν καὶ ἡ ἐναλλαγὴ τῶν γραμμάτων f καὶ μ παρουσιάζει δυσκολίας).
|lstext='''μύρμηξ''': -ηκος, ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 22. 5., 37. 4 (πρβλ. [[μύρμος]])· ὁ πτερωτὸς ἄρρην ἐκαλεῖτο [[νύμφη]]· - περὶ τῆς φράσεως μύρμηκος ἀτραποί, ἰδὲ ἐν λέξ. [[μυρμηκιά]]. ΙΙ. ζῷόν τι ἁρπακτικὸν ἐν τῇ Ἰνδικῇ, πιθ. ἐκ τῶν λεοντοειδῶν, (πρβλ. [[μυρμηκολέων]]), Ἡρόδ. 3. 102· οἱ χρυσώρυχοι μ. Στράβ. 70· λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν ὁ αὐτ. 774, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 4. ΙΙΙ. [[βράχος]] κεκρυμμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, [[ὕφαλος]] (πρβλ. [[χοιράς]]), Λυκόφρ. 878: [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς Θεσσαλικῆς ἀκτῆς τῆς μεταξὺ Σκιάθου καὶ Μαγνησίας, Ἡρόδ. 7. 183. ΙV. εἶδός τι χειροκτίου πρὸς πυγμαχίαν cestus, ἔχοντος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας μετάλλινα καρφία σχηματίζοντα μυρμηκιὰν [[οὕτως]] εἰπεῖν, Χριστοδ. Ἔκφρ. 224, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 150. (Ρίζα τις ὁμοιάζουσα πρὸς τὸ mur ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ζενδ. λέξει maoir-i, Ἀρχ. Σκανδ. maurr, Χυδ. Γερμ. mier-e (pis-mire, Σλαυικ. mrav-ij· [[εἶναι]] δύσκολον νὰ μὴ πιστεύῃ τις τὴν ταυτότητα τοῦ Λατ. formīc-a μετὰ τοῦ Ἑλλ. μύρμηκος, ἂν καὶ ἡ ἐναλλαγὴ τῶν γραμμάτων f καὶ μ παρουσιάζει δυσκολίας).
}}
{{bailly
|btext=ηκος (ὁ) :<br /><b>1</b> fourmi, <i>insecte</i>;<br /><b>2</b> sorte de quadrupède de l'Inde.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> formica.
}}
}}
{{grml
{{grml