μύρμηξ

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρμηξ Medium diacritics: μύρμηξ Low diacritics: μύρμηξ Capitals: ΜΥΡΜΗΞ
Transliteration A: mýrmēx Transliteration B: myrmēx Transliteration C: myrmiks Beta Code: mu/rmhc

English (LSJ)

μύρμηκος, Dor. μύρμαξ, μύρμᾱκος, ὁ,
A ant, Hes.Frr.14.5,76.4, Theoc.9.31, 15.45, 17.107, etc.: metaph., ναῦται θαλάσσης μύρμηκες Aeschrio 2.
2 μύρμηκος ἀτραποί = μυρμηκιά II.2 (ant-hill), Ar.Th. 100.
II fabulous animal in India, Hdt.3.102; οἱ χρυσωρύχοι μύρμηκες Str.2.1.9; λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν Id.16.4.15, cf. Agatharch. 69, Ael.NA3.4.
III hidden rock in the sea, Lyc.878; esp. on the Thessalian coast between Sciathus and Magnesia, Hdt. 7.183; off Smyrna, Plin.HN5.119 (pl.).
IV a sort of gauntlet or cestus with metal studs or nails like warts (μυρμηκίαι) on it, Poll.3.150. (Cf. βόρμαξ, ὅρμικας, Skt. vamrás, Avest. maoiriš, OIr. moirb, OSlav. mravǐji, ONorse maurr, Engl. pismire, mire, Lat. formica: I.-E. forms perhaps momro-, momrīˇ-, memro- 'ant'.)

Wiktionary EN

Etymology: From Proto-Indo-European *morwi-. Related to Old Armenian մրջիւն (mrǰiwn) and Latin formica and perhaps Sanskrit वल्मी (valmī). Despite the suffix -ηκ- (-ēk-), which typically indicates origin from Pre-Greek (cf. Beekes 2014), Beekes considers this to be a genuinely Indo-European term which underwent various tabooistic deformations, comparing Proto-Indo-European *wr̥mis (“worm”) (see ῥόμος (rhómos, “wood-worm”)), and notes that similar forms with a velar suffix are found in other Indo-European cognates: Latin formīca (“ant”), Sanskrit वल्मीक (valmīka, “ant-hill”). Compare ὅρμικας pl (hórmikas, “ants”). βύρμαξ (búrmax) ~ βόρμαξ (bórmax) may be related as well.

German (Pape)

[Seite 220] ηκος, ὁ, 1) die Ameise; ὥςτ' ἀήσυροι μύρμηκες, Aesch. Prom. 451; μύρμηκος ἀτραποί, Ar. Th. 100, komisch von seinen, verschlungenen Modulationen; Droysen »Ameisenläufe phantasirt er«. S. μυρμήκια. – 2) γυιοτόρος, eine Art caestus, Fausthandschuh mit hervorragenden metallenen Buckeln, wie Warzen, μυρμήκια, Christod. ecphr. 225. – 3) ein vierfüßiges, indisches Raubthier aus dem Löwen-od. aus dem Hundegeschlecht, Ael. H. A. 7, 47; vgl. Her. 3, 102. – 4) eine verborgene Klippe im Meere, Lycophr. 878. 890; bes. eine solche unweit der thessalischen Küste zwischen Skiathos u. Magnesia, Her. 7, 183. – Vgl. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ) :
1 fourmi, insecte;
2 sorte de quadrupède de l'Inde.
Étymologie: cf. lat. formica.

Russian (Dvoretsky)

μύρμηξ: ηκος, дор. μύρμαξ, ᾱκος ὁ
1 муравей Hes. etc.: μύρμηκος ἀτραποί Arph. муравьиные тропинки (шутл. о сложных музыкальных фиоритурах);
2 «муравей» (неизвестный нам вид хищного животного в Индии) Her.

Greek (Liddell-Scott)

μύρμηξ: -ηκος, ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 22. 5., 37. 4 (πρβλ. μύρμος)· ὁ πτερωτὸς ἄρρην ἐκαλεῖτο νύμφη· - περὶ τῆς φράσεως μύρμηκος ἀτραποί, ἰδὲ ἐν λέξ. μυρμηκιά. ΙΙ. ζῷόν τι ἁρπακτικὸν ἐν τῇ Ἰνδικῇ, πιθ. ἐκ τῶν λεοντοειδῶν, (πρβλ. μυρμηκολέων), Ἡρόδ. 3. 102· οἱ χρυσώρυχοι μ. Στράβ. 70· λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν ὁ αὐτ. 774, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 4. ΙΙΙ. βράχος κεκρυμμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὕφαλος (πρβλ. χοιράς), Λυκόφρ. 878: μάλιστα ἐπὶ τῆς Θεσσαλικῆς ἀκτῆς τῆς μεταξὺ Σκιάθου καὶ Μαγνησίας, Ἡρόδ. 7. 183. ΙV. εἶδός τι χειροκτίου πρὸς πυγμαχίαν cestus, ἔχοντος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας μετάλλινα καρφία σχηματίζοντα μυρμηκιὰν οὕτως εἰπεῖν, Χριστοδ. Ἔκφρ. 224, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 150. (Ρίζα τις ὁμοιάζουσα πρὸς τὸ mur ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ζενδ. λέξει maoir-i, Ἀρχ. Σκανδ. maurr, Χυδ. Γερμ. mier-e (pis-mire, Σλαυικ. mrav-ij· εἶναι δύσκολον νὰ μὴ πιστεύῃ τις τὴν ταυτότητα τοῦ Λατ. formīc-a μετὰ τοῦ Ἑλλ. μύρμηκος, ἂν καὶ ἡ ἐναλλαγὴ τῶν γραμμάτων f καὶ μ παρουσιάζει δυσκολίας).

Greek Monolingual

και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και μερμούγκι και μερμούκιν, τὸ
υμενόπτερο έντομο που κατά τη νεώτερη κατάταξη ανήκει στην οικογένεια τών φορμικιδών
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ασήμαντος («μέ βλέπει σαν μυρμήγκι»)
αρχ.
1. είδος αρπακτικού ζώου
2. βράχος κρυμμένος στη θάλασσα, ύφαλος
3. πυγμαχικό γάντι με μεταλλικά κυρτώματα και καρφιά στην επιφάνειά του σαν μυρμηγκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονόματα εντόμων που χρησιμοποιούνται ευρύτερα στην καθημερινή γλώσσα υπόκεινται σε φθογγικές μεταβολές και εμφανίζονται σε μεγάλη ποικιλία μορφών κατά γλώσσα τόσο ώστε είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η αρχική μορφή της ρίζας τους (πρβλ. την ποικιλία τών ΙΕ ριζών morw-i, mour- και meur-, όπου ανάγονται τα αβεστ. maoiri-, αρχ. σλαβ. mraviji, αρχ. ρωσ. morovij, αρχ. νορβ. maurr και αρχ. σουηδ. myra. Στην αρχ. Ινδική εμφανίζεται στην αρχή τών τ. w- και στη συνέχεια -m- (πρβλ. αρχ. ινδ. vamra και valmīka «μυρμηγκοφωλιά»), γεγονός που οφείλεται μάλλον σε ανομοιωτική τροπή του αρχικού -m- σε -w-. Με τους τ. της αρχ. Ινδικής θα μπορούσαν να συνδεθούν οι γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχ. βόρμαξ και βύρμακες < μύρμᾱξ με ανομοίωση (όπου το β- ανάγεται σε F-), καθώς και ο τ. ὄρμικας στον οποίο το F- έχει σιγηθεί. Προϊόν ανομοίωσης θα πρέπει να θεωρηθεί και το λατ. formīca «μερμήγκι» < mormīca (πρβλ. formīdo < mormīdo). Στον τ. μύρμηξ εμφανίζεται το επίθημα -ηξ με λαρυγγικό φθόγγο (πρβλ. σκώληξ, σφήξ, και τα λατ. formīca και αρχ. ινδ. valmīka-). To -υ- του μύρμηξ, τέλος, αποτελεί μάλλον αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- με -υρ- (αντί -αρ- ή -ρα-), πρβλ. ἄγυρις < ἀγείρω. Ο νεοελλ. τ. μυρμήγκι με απόδοση του αρχ. επιθήματος -ηξ, -ηκος με -γκ- (πρβλ. σφήξ - σφήγκα), ενώ ο τ. μερμήγκι με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-.
ΠΑΡ. (Τού μύρμηξ) μυρμη(γ)κιά (Ι), μυρμη(γ)κιά (ΙΙ)
αρχ.
μυρμήκειος, μυρμηκίας, μυρκηκίτης, μυρμηκίτις, μυρμηκώδης, μυρμηκώεις
αρχ.-μσν.
μυρμηκίζω, μυρμήκιον
νεοελλ.
μυρμυκικός. (Τού μυρμήγκι) μσν. μυρμηγκόνα
μσν.-νεοελλ. μύρμηγκας
νεοελλ.
μυρμηγκιάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μύρμηξ, -ηκος): μυρκηκολέων
αρχ.
μυρμηκάνθρωποι, μυρμηκοτρώγλη
αρχ.-μσν.
μυρμηκοειδής
μσν.
μυρμηκοτέττιξ
μσν.-νεοελλ. μυρμηκόβιος
νεοελλ.
μυρμηκοφάγος, μυρμηκοφιλία. (Α' συνθετικό μυρμήγκι): μσν. μυρμηγκοσφόνδυλος
νεοελλ.
μυρμηγκοβότανο, μυρμηγκολόγος, μυρμηγκότρυπα, μυρμηγκοφωλιά. (Β' συνθετικό μύρμηξ) αρχ. αγριομύρμηξ, ιππομύρμηξ, λεοντομύρμηξ.

Greek Monotonic

μύρμηξ: -ηκος, ὁ, Λατ. formica·
I. το μερμήγκι, σε Ησίοδ. κ.λπ.
II. αρπακτικό ζώο της Ινδίας, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

-ηκος
Grammatical information: m.
Meaning: ant; metaph. submarine rocks (IA, Lyc.), also as PN (Hdt.), on the meaning cf. μυρμηκία; gantlet with metal studs (Poll.).
Other forms: Dor. (Theoc.) μύρμαξ, ακος. Also μύρμος (Lyc.), βύρμαξ βόρμαξ, ὅρμικας H.
Compounds: Rare compp., e.g. μυρμηκο-λέων (LXX), λεοντο-μύρμηξ (Hdn. Gr.) name of a fabulous animal; cf. Risch IF 59, 256.
Derivatives: 1. μυρμηκ-ιά f. ant-hill (Arist., Thphr.), metaph. crowd (Com. Adesp., H.), triller, arpeggio (Pherecr.). -- 2. μυρμηκ-ία wart under the skin, irritation caused by it (Hp., Ph.) with μυρμηκιάω be afflicted with warts (LXX.), from which -ίασις (medic.). On 1. a. 2. s. Scheller Oxytonierung 41 f. -- 3. μυρμήκ-(ε)ιον n. name of an ant-like spider (Nic., Plin.). -- 4. μυρμηκ-ίας λίθος stone with ant- or wart-like lumps on it (Plin.), μύρμηξ χρυσός gold dug out by μύρμηκες (Hld.). -- 5. -ῖτις (λίθος) id. (Plin.). -- 6. μυρμηκ-ώδης ant-like (Plu.), -ώεις full of warts (Marc. Sid.; metr. lengthened from -όεις, cf. Schwyzer 527). -- 7. μυρμηκ-ίζω as medic. expression feel as though ants were running under the finger, of the pulse, itch (medic.). -- On itself stands μυρ-μηδών ξυνοικία τῶν μυρμήκων, μυρμηδόνες οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων H., transformation of μύρμηξ resp. derivation from μύρμος (s. above) after τενθρηδών and other insectnames; cf. also σφηκών and other place-indications in -ών; old variation k: d assumes Specht Ursprung 205 a. 230 [impossible].
Origin: IE [Indo-European] [749] *moru̯i- ant
Etymology: For the formation cf. σκώληξ, σφήξ a.o. (Schwyzer 497, Chantraine Form. 380 f.); a velar suffix, prob. without genetic connection with μύρμηξ, is also seen in Lat. formīca ant and Skt. valmīka- m. n. ant-hill. -- The basis is seen in different forms in many IE languages, mostly with anlaut. m and in-(aus)laut. -u̯-, also with inlaut. -r-: IE *moru̯-ī in Av. maoiri-, Celt., e.g. OIr. moirb, Slav., e.g. ORuss. morovij; IE *mour-, *meur- in Germ., e.g. OWNo. maurr -n. (PGm. *maura-), OSwed. myra f. (PGm. *meuriōn-). Besides with anlaut. u̯- and inlaut. -m-: Skt. vamrá- m. (cf. valmīka above), thus βόρμαξ, βύρμαξ with β- for Ϝ-; in ὅρμικας a Ϝ- may have been lost. On itself stand Lat. formīca, whose f- however may go back through dissimilation to m- (cf. on μορμώ) and which would then be close to μύρμηξ. -- Further details on this old and popular word with diff. hypotheses on its development in WP. 2, 306f., Pok. 749. W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. formīca, Vasmer s. muravéj; also Fraenkel s. marvà, which however because of its deviant meaning ('horse-fly') must be kept apart.

Middle Liddell

μύρμηξ, ηκος,
I. Lat. formica, the ant, Hes., etc.
II. a beast of prey in India, Hdt.

Frisk Etymology German

μύρμηξ: -ηκος (ion. att.)
{múrmēks}
Forms: dor. (Theok.) μύρμαξ, ακος
Grammar: m.
Meaning: Ameise; übertr. unterseeischer Felsen (Lyk.), auch als EN (Hdt.), zur Bed. vgl. μυρμηκία; mit Metallbuckeln besetzter Boxhandschuh (Poll.). Nebenformen μύρμος (Lyk.), βύρμαξ βόρμαξ, ὅρμικας H.
Composita: Spärliche Kompp., z.B. μυρμηκολέων (LXX), λεοντομύρμηξ (Hdn. Gr.) Bez. fabelhafter Tiere; vgl. Risch IF 59, 256.
Derivative: Ableitungen: 1. μυρμηκιά f. ‘Ameisen- haufen’ (Arist., Thphr.), übertr. Volkshaufen (Kom. Adesp., H.), Triller, Arpeggien (Pherekr.). — 2. μυρμηκία ‘unter der Haut befindliche Warze, daraus hervorgerufene Reizung (Hp., Ph. u.a.) mit μυρμηκιάω an Warzen leiden (LXX.), wovon -ίασις (Mediz.). Zu 1. u. 2. s. Scheller Oxytonierung 41 f. — 3. μυρμήκ-(ε)ιον n. N. einer ameisenähnlichen Spinne (Nik., Plin. u.a.). — 4. μυρμηκίας λίθος Stein mit ameisenoder warzenähnlichen Erhöhungen (Plin.), ~ χρυσός von μύρμηκες ausgegrabenes Gold (Hld.). — 5. -ῖτις (λίθος) ib. (Plin.). — 6. μυρμηκώδης ameisenähnlich (Plu.), -ώεις voll von Warzen (Marc. Sid.; aus -όεις metr. gedehnt, vgl. Schwyzer 527). — 7. μυρμηκίζω als mediz. Ausdruck wie Ameisen kriechen, vorn Puls, jucken (Mediz.). — Für sich steht μυρ- μηδών· ξυνοικία τῶν μυρμήκων, μυρμηδόνες· οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων H., Umbildung von μύρμηξ bzw. Ableitung von μύρμος (s. oben) nach τενθρηδών und anderen Insektennamen; vgl. noch σφηκών und andere Ortsbezeichnungen auf -ών; alten Wechsel k: d nimmt an Specht Ursprung 205 u. 230.
Etymology: Zur Bildung vgl. σκώληξ, σφήξ u.a. (Schwyzer 497, Chantraine Form. 380 f.); ein Gutturalsuffix, wahrscheinlich ohne genetischen Zusammenhang mit μύρμηξ, tritt auch in lat. formīca Ameise und aind. valmīka- m. n. Ameisenhaufen auf. — Das Grundwort erscheint in wechselnder Gestalt in der Mehrzahl der idg. Sprachen, u. zw. meistens mit anlaut. mund in-(aus)laut.--, außerdem mit inlaut. -r-: idg. *moru̯-ī̆in aw. maoiri-, kelt., z.B. air. moirb, slav., z.B. aruss. morovij; idg. *mour-, *meur- in germ., z.B. awno. maurr -n. (urg. *maura-), aschwed. myra f. (urg. *meuriōn-). Daneben mit anlaut. - und inlaut. -m-: aind. vamrá- m. (vgl. valmīkaoben), ebenso βόρμαξ, βύρμαξ mit β- für ϝ-; in ὅρμικας kann ϝ-weggefallen sein. Für sich steht lat. formīca, dessen f- aber durch Dissimilation auf m- zurückzugehen scheint (vgl. zu μορμώ) und das dann zu μύρμηξ in nächster Beziehung steht. — Weitere Einzelheiten über dies alte und volkstümliche Wort mit verschiedenen Hypothesen über die Lautentwicklung bei WP. 2, 306f., Pok. 749. W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. formīca, Vasmer s. muravéj; auch Fraenkel s. marvà, das indessen wegen der abweichenden Bedeutung (’Bremse’) fernzuhalten ist.
Page 2,272-273

Translations

ant

Abaza: хвымбырцӏакӏьа; Abkhaz: ашышкамс; Acehnese: sidom; Adyghe: къамзэгу; Afrikaans: mier; Ainu: イト゚ンナㇷ゚; Akan: tɛtea; Albanian: milingonë; Alviri-Vidari: ⁧مورچانه⁩; Amharic: ጉንዳን; Arabic: ⁧نَمْل⁩, ⁧نَمْلَة⁩, ⁧شَيْصَبَان⁩; Egyptian Arabic: ⁧نمل⁩, ⁧نملة⁩; Moroccan Arabic: ⁧نمل⁩, ⁧نملة⁩; Aragonese: fornica; Aramaic Classical Syriac: ⁧ܫܘܫܡܢܐ⁩, ⁧ܢܡܠܐ⁩, ⁧ܪܚܫܐ⁩, ⁧ܫܘܟܒܢܐ⁩; Argobba: ጉንዳን; Armenian: մրջյուն; Old Armenian: մրջիւն; Aromanian: furnigã, furnicã; Arrernte Eastern Arrernte: yerre; Western Arrernte: yerre; Ashkun: břamī; Assamese: পৰুৱা; Asturian: formiga; Avar: цӏунцӏра; Aymara: k'isimira, qanlli; Azerbaijani: qarışqa, qarınca; Baluchi: ⁧مور⁩, ⁧مورینک⁩; Bashkir: ҡырмыҫҡа; Basque: inurri, txingurri; Bau Bidayuh: subi; Belarusian: мурашка; Bengali: পিঁপড়া; Bikol Central: tanga; Bislama: anis; Bodo: मोस्रोम; Breton: merienenn, merien); Brunei Malay: samut; Bulgarian: мравка, мравия, мрава; Burmese: ပုရွက်ဆိတ်, ပုရွက်; Buryat: шоргоолзон; Catalan: formiga; Cebuano: alamigas, holmigas, hulmigas; Central Melanau: nged; Central Sierra Miwok: tisí·najy-; Chamicuro: añalo; Chechen: зингат; Cherokee: ᏙᏒᏓᎵ; Chinese Cantonese: 螞蟻/蚂蚁, 蟻/蚁; Hakka: 蟻公/蚁公, 蟻仔/蚁仔; Mandarin: 螞蟻/蚂蚁; Min Dong: 紅蟻/红蚁; Min Nan: 狗蟻/狗蚁; Wu: 螞蟻/蚂蚁; Chukchi: тыӄиӈэвыт; Chuvash: кӑткӑ; Coptic: ϭⲁϫⲓϥ, ϫⲁϥϫⲓϥ; Cornish: moryon, moryonenn; Crimean Tatar: qırmısqa; Czech: mravenec; Dalmatian: formaica; Danish: myre; Dargwa: имиала; Dhivehi: ⁧ހިނި⁩; Dhuwal: gälkal; Dieri: mirrka; Dimasa: kaising; Dutch: mier; Dzongkha: གྱོག་མོ; Elfdalian: męre; Erzya: коткудав; Esperanto: formiko; Estonian: sipelgas; Even: хирит; Evenki: ириктэ; Ewe: anyidi; Farefare: ẽsga, gũure; Faroese: meyra; Fijian: qasikalolo; Finnish: muurahainen; French: fourmi; Friulian: furmie, furmìe; Ga: tsatsu, gaga; Galician: formiga; Georgian: ჭიანჭველა; German: Ameise; Gooniyandi: migi; Gorontalo: tolomo; Greek: μυρμήγκι, μερμήγκι; Ancient Greek: μύρμηξ, μύρμαξ, μύρμηγξ, ὅρμικας, βύρμαξ, βόρμαξ, μύρμηγξ, ἴδρις; Greenlandic: uniaaluk; Guaraní: tahýi; Guerrero Amuzgo: kíxjáⁿ; Gujarati: કીડી; Haitian Creole: foumi, fomi, fonmi; Hausa: gara; Hawaiian: naonao; Hebrew: ⁧נְמָלָה⁩; Hindi: चींटी, चिऊँटी; Hmar: phaivang; Hungarian: hangya; Ibanag: taggam; Ibibio: nnuene; Icelandic: maur; Ilocano: kuton; Indonesian: semut; Ingrian: muurahain; Ingush: зунгат; Interlingua: formica; Irish: seangán; Old Irish: moirb; Isthmus Zapotec: birí; Istriot: furmeîga; Istro-Romanian: frunigĕ; Italian: formica; Jamaican Creole: ants; Japanese: 蟻, アリ; Javanese: semut; Kabardian: хъумпӏэцӏэдж; Kamkata-viri: vřāmik; Kannada: ಇರುವೆ; Kapampangan: panas; Kaqchikel: ch'eken; Karachay-Balkar: къумурсха; Kashmiri: ⁧رؠے⁩, ⁧ریٚے⁩; Kaurna: kadngi; Kazakh: құмырсқа; Khakas: хымысха; Khmer: ស្រមោច; Kikai: 蟻; Korean: 개미; Kumyk: хомурсгъа; Kuna: sichir; Kunigami: 蟻; Kurdish Northern Kurdish: mûrî, mêrî, gêrik; Kyrgyz: кумурска; Lak: митӏикьукьу; Lamkang: phaivang; Lao: ມົດ; Latgalian: skudre, skutele; Latin: formica; Latvian: skudra; Lezgi: цегв; Limburgish: aomezeik; Lithuanian: skruzdėlė, skruzdė; Low German Dutch Low Saxon: miegamp; German Low German: Eemk, Miegaamke, Miegeem, Miegeemk, Miegeemke, Miegreem, Mier; Lü: ᦷᦙᧆ; Luxembourgish: Seechomes, Seejomes; Maasai: enkalaoni; Macedonian: мравка; Malay: semut; Malayalam: ഉറുമ്പ്; Maltese: nemla; Manchu: ᠶᡝᡵᡥᡠᠸᡝ; Mansaka: surum; Manx: sniengan; Maori: pokopokorua, pokorua, rōroro; Maranao: anai; Marathi: मुंगी; Mauritian Creole: fourmi; Mazanderani: ⁧ملیجه⁩; Meriam: izrum; Middle English: ampte; Miyako: 蟻; Mizo: fanghmir; Moksha: панжам; Mongolian Cyrillic: шоргоолж, шургуулж; Mongolian: ᠰᠢᠷᠭᠤᠯᠵᠢ; Nahuatl: azcatl; Nanai: силуктэ; Navajo: wóláchííʼ; Nepali: कमिला; Newar: इमू; Ngiyambaa: piipuru; Nivkh: озр; Norman: freunmion, frémîn; North Frisian: mir; Northern Amami-Oshima: 蟻; Northern Thai: ᨾᩫ᩠ᨯ; Norwegian Bokmål: maur; Nynorsk: maur; Nyunga: budjin, burdak, dhudula, karrart, kwelka; Occitan: formiga; Odia: ପିମ୍ପୁଡି; Ojibwe: enigoons; Oki-No-Erabu: 蟻; Okinawan: 蟻; Old Church Slavonic Cyrillic: мравии, мравьи; Old East Slavic: моровии; Old English: ǣmete; Old Turkic: ⁧𐰴𐰆𐰢𐰆𐰺𐰽𐰍𐰀⁩; Oromo: tuchee; Ossetian: мӕлдзыг, мӕлдзыг; Ottoman Turkish: ⁧قرنجه⁩; Paiwan: sasiq; Pangasinan: gilata; Papiamentu: vruminga; Pashto: ⁧مېږى⁩; Persian: ⁧مورچه⁩, ⁧مور⁩; Pichinglis: nyɔní; Pijin: anis; Pitjantjatjara: minga; Plautdietsch: Eemskje; Polish: mrówka; Portuguese: formiga; Prasuni: womī; Punjabi: ਕੀੜੀ; Quechua: sisi, tixa; Rohingya: fiáñra; Romani: kir; Romanian: furnică; Romansch: furmicla; Russian: муравей, мурашка, муравель; Sami Southern Sami: garhke; Ume Sami: gåŧkka; Pite Sami: gåttkå, gårrkå; Lule Sami: gårkkå; Northern Sami: gotka; Inari Sami: kutkâ; Skolt Sami: kotkk; Kildin Sami: ко̄ттк; Ter Sami: kottk; Samoan: loi; Sanskrit: वम्र, पिपीलिका; Santali: ᱢᱩᱡ; Sardinian: formíca, formiga; Saterland Frisian: Miegelke; Scottish Gaelic: seangan; Serbo-Croatian Cyrillic: мра̑в; Roman: mrȃv; Seychellois Creole: fourmi; Shan: မူတ်ႉ; Sherpa: གྲོག་མ; Sicilian: furmicula, fummicula; Sinhalese: කුහුඹුවා; Slovak: mravec; Slovene: mravlja; Somali: qudhaanjo, quraansho; Sorbian Lower Sorbian: mroja; Upper Sorbian: mrowja; Sotho: lerwana; Southern Altai: кумурска, комурска, чымалы; Southern Amami-Oshima: 蟻; Spanish: hormiga; Sudovian: zangis; Sundanese: sireum; Svan: მჷრშკ; Swahili: sisimizi, siafu; Swedish: myra, pissmyra; Sylheti: ꠙꠤꠙꠠꠣ; Tabasaran: зимз; Tagal Murut: kilau; Tagalog: langgam, guyam; Tai Dam: ꪶꪣꪒ; Tajik: мӯрча, мӯр; Tamil: எறும்பு; Taos: į̏ęmę̀kiʼína; Tarifit: takeṭṭuft, tikeḍfet; Tat: мужинэ; Tatar: кырмыска; Tausug: sanam; Telugu: చీమ; Thai: มด; Tibetan: གྲོག་མ; Tigrinya: ጻጸ; Tocharian B: warme; Toku-No-Shima: 蟻; Tongan: lō; Torres Strait Creole: anis; Turkish: karınca, karışka, komursga; Turkmen: garynja; Tuvan: кымыскаяк; Tzotzil: xinich; Udmurt: кузьыли; Ukrainian: мурашка, мураха; Urdu: ⁧چیونٹی⁩, ⁧چینٹی⁩; Uyghur: ⁧چۈمۈلە⁩; Uzbek: chumoli, qumursqa; Venetian: formìga; Vietnamese: kiến; Vilamovian: ȫmys; Volapük: furmid, fum; Walloon: frumijhe, copixhe; Waray-Waray: tubák, harumigas; Warlpiri: pingi; Welsh: morgrug, morgrugyn; West Coast Bajau: semut; West Frisian: miammel, eameler; White Hmong: ntsaum; Wik-Mungkan: moolan; Wiradjuri: dhuurruuy; Wolof: melentaan; Yaeyama: 蟻; Yakut: кымырдаҕас; Yiddish: ⁧מוראַשקע⁩; Yindjibarndi: waruma; Yonaguni: 蟻; Yoron: 蟻; Yoruba: èrà, erùn; Zazaki: murce, murcele, morcele; Zhuang: moed; Zulu: intuthane, intuthwane; Záparo: kwanáhukwa