κερδαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] fut. κερδανῶ, Xen. Mem. 2, 6, 4, aor. ἐκέρδανα, κερδῆναι Hom. ep. 14, 6, auch κερδήσομαι, Her. 3, 72, ἐκέρδησα, 4, 152, Sp. häufig, vgl. Lob. zu Phryn. 740; perf. προσκεκέρδηκα Dem. 56, 30; auch κεκέρδακα, Sp., u. κεκέρδαγκα, Phot. bibl. p. 237, 22; – [[gewinnen]], Gewinn ([[κέρδος]]) ziehen, Vortheil haben; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Aesch. Ag. 1274; Prom. 878; λόγον ἐκέρδαναν Pind. I. 4, 29; οὐκ ἐξ ἅπαντος χρὴ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν Soph. Ant. 312; εἰ μὴ τὸ [[κέρδος]] κερδανεῖ δικαίως O. R. 889, wie Plat. Legg. VIII, 846 a; χρηστὰ ἔπη Trach. 230; τί κερδανῶ Ar. Nubb. 260; τῇ ἀσφαλείᾳ κερδανεῖς Eur. Herc. Fur. 604; μέγιστα ἐκ φορτίων, den größten Gewinn aus den Waaren ziehen, Her. 4, 152, der es auch c. dat. vrbdt, Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, aus der Erhaltung Megara's, 8, 60, 3; ἀπό τινος, Xen. Hem. 2, 9, 3; – c. partic., Ar. Av. 1591 Eur. Hel. 1051; Arist., der es Eth. 5, 5 erkl.: τὸ [[πλέον]] ἔχειν ἢ τὰ [[ἑαυτοῦ]], setzt es dem ζημιοῦσθαι entgegen. – Selten von schlimmen Dingen, δάκρυα κερδᾶναι, Thränen ernten, Eur. Hec. 518.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] fut. κερδανῶ, Xen. Mem. 2, 6, 4, aor. ἐκέρδανα, κερδῆναι Hom. ep. 14, 6, auch κερδήσομαι, Her. 3, 72, ἐκέρδησα, 4, 152, Sp. häufig, vgl. Lob. zu Phryn. 740; perf. προσκεκέρδηκα Dem. 56, 30; auch κεκέρδακα, Sp., u. κεκέρδαγκα, Phot. bibl. p. 237, 22; – [[gewinnen]], Gewinn ([[κέρδος]]) ziehen, Vortheil haben; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Aesch. Ag. 1274; Prom. 878; λόγον ἐκέρδαναν Pind. I. 4, 29; οὐκ ἐξ ἅπαντος χρὴ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν Soph. Ant. 312; εἰ μὴ τὸ [[κέρδος]] κερδανεῖ δικαίως O. R. 889, wie Plat. Legg. VIII, 846 a; χρηστὰ ἔπη Trach. 230; τί κερδανῶ Ar. Nubb. 260; τῇ ἀσφαλείᾳ κερδανεῖς Eur. Herc. Fur. 604; μέγιστα ἐκ φορτίων, den größten Gewinn aus den Waaren ziehen, Her. 4, 152, der es auch c. dat. vrbdt, Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, aus der Erhaltung Megara's, 8, 60, 3; ἀπό τινος, Xen. Hem. 2, 9, 3; – c. partic., Ar. Av. 1591 Eur. Hel. 1051; Arist., der es Eth. 5, 5 erkl.: τὸ [[πλέον]] ἔχειν ἢ τὰ [[ἑαυτοῦ]], setzt es dem ζημιοῦσθαι entgegen. – Selten von schlimmen Dingen, δάκρυα κερδᾶναι, Thränen ernten, Eur. Hec. 518.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κερδανῶ, <i>ao.</i> ἐκέρδανα, <i>pf.</i> κεκέρδηκα <i>ou</i> κεκέρδαγκα;<br /><b>1</b> gagner, faire un gain, un profit : ἔκ τινος, [[ἀπό]] τινος, [[πρός]] τινος, tirer un profit de qqn ; [[τι]] κ. τινι, gagner qch par (la fuite, <i>etc.</i>) ; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι HDT nous gagnerons que Mégare sera sauvé ; [[κέρδος]] κ. SOPH faire un gain ; τὸ κερδαίνειν THC la poursuite du gain;<br /><b>2</b> <i>ironiq.</i> gagner <i>en parl. de choses fâcheuses</i> : δάκρυα EUR gagner à qch des larmes.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κερδαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ Τραγ., Θουκ, Ἰων. -ανέω, Ἡρόδ. 1. 35., 8. 60· [[τύπος]] οὐχὶ Ἀττ. κερδήσω Ἀνθ. Π. 9. 390, καὶ κερδήσομαι, Ἡρόδ. 3. 72· ― ἀόρ. ἐκέρδᾱνα Πίνδ., Ἀττ.· Ἰων. -ηνα Ὁμ. Ἐπιγρ. 14. 6, Ἡρόδ. 8. 5· [[τύπος]] οὐχὶ Ἀττ. ἐκέρδησα ὁ αὐτ. 4. 152, Ἡλιόδ., κτλ.· ― πρκμ. κεκέρδαγκα Δίων Κ. 53. 5· κεκέρδᾰκα Ἀχ. Τάτ. 5. 25, Φάλαρ., κτλ.· ἀλλὰ προσκεκέρδηκα Δημ. 1292. 6. ― Παθ., ἀόρ. μετοχ. κερδανθεὶς Φιλόδημ. 22· πρκμ. κεκερδημένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 6, 5· ([[κέρδος]]). Κερδαίνω, κοινῶς «[[κερδίζω]]», πορίζομαι [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν ἔκ τινος, κακὰ κ., πορίζομαι ἄδικα κέρδη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 350· κ. ἔκ ἢ ἀπό τινος Ἡρόδ. 4. 152, Σοφ. Ἀντ. 312, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4· [[παρά]] τινος Λυσ. 158. 28· [[πρός]] τινος Σοφ. Τρ. 191· κ. τινί, διά τινος πράγματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 604· σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1301· τί κερδανῶ; τί θὰ κερδήσω δι’ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Νεφ. 259· ― μετὰ μετοχ., [[κερδίζω]], [[πράττω]] τι, εἰ δὲ κερδανῶ λέγων Εὐρ. Ἠλ. 1051· πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1591, κτλ.· οὕτω μετὰ μετοχ., οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 876· Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, θὰ κερδήσωμεν, ἐὰν σωθῶσι τὰ [[Μέγαρα]], Ἡρόδ. 8. 60, 3· οὕτω, κ. ὅτι..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812. 2) ἀπολ., πορίζομαι [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, ἀντίθ. τῷ ζημίαν λαβεῖν, Ἡρόδ. 8. 5, Σοφ. Ἀποσπ. 26. 325, Ἀριστοφ. Πλ. 520, Θουκ. 5. 93· τὸ κερδαίνειν, ἡ ἐπιδίωξις κέρδους, ἀντίθ. τῷ τὸ τιμᾶσθαι, ὁ αὐτ. 2. 44· μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[κέρδος]] κερδ. Σοφ. Ο. Τ. 889· κ. [[τρία]] τάλαντα Ἀνδοκ. 17. 26· τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Λυσ. 137. 41· ― [[ἐμπορεύομαι]], [[κάμνω]] [[ἐμπόριον]], Σοφ. Ἀντ. 1037· ― κ. λόγον, ἀποκτῶ φήμην, Πινδ. Ι. 5 (4). 33· χρηστὰ κ. ἔπη, [[δέχομαι]] καλοὺς λόγους, Σοφ. Τρ. 231. II. ὡς τὰ [[ἀπολαύω]], καρπόομαι, πορίζομαι ζημίαν, ζημιοῦμαι ἔκ τινος, [[οἷον]], διπλᾶ δάκρυα κερδᾶναι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου renovare dolorem, Εὐρ. Ἑκ. 518, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 91, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 3, 2, κτλ. III. ὡς τὸ Λατ. compendi facere, σῴζω ἐμαυτόν, [[ἀποφεύγω]], μεγάλα κακὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7. 10· θανάτου προσδοκίαν Ἀνθ. Π. 10. 59· ἐνόχλησιν Διογ. Λ. 7. 14
|lstext='''κερδαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ Τραγ., Θουκ, Ἰων. -ανέω, Ἡρόδ. 1. 35., 8. 60· [[τύπος]] οὐχὶ Ἀττ. κερδήσω Ἀνθ. Π. 9. 390, καὶ κερδήσομαι, Ἡρόδ. 3. 72· ― ἀόρ. ἐκέρδᾱνα Πίνδ., Ἀττ.· Ἰων. -ηνα Ὁμ. Ἐπιγρ. 14. 6, Ἡρόδ. 8. 5· [[τύπος]] οὐχὶ Ἀττ. ἐκέρδησα ὁ αὐτ. 4. 152, Ἡλιόδ., κτλ.· ― πρκμ. κεκέρδαγκα Δίων Κ. 53. 5· κεκέρδᾰκα Ἀχ. Τάτ. 5. 25, Φάλαρ., κτλ.· ἀλλὰ προσκεκέρδηκα Δημ. 1292. 6. ― Παθ., ἀόρ. μετοχ. κερδανθεὶς Φιλόδημ. 22· πρκμ. κεκερδημένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 6, 5· ([[κέρδος]]). Κερδαίνω, κοινῶς «[[κερδίζω]]», πορίζομαι [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν ἔκ τινος, κακὰ κ., πορίζομαι ἄδικα κέρδη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 350· κ. ἔκ ἢ ἀπό τινος Ἡρόδ. 4. 152, Σοφ. Ἀντ. 312, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4· [[παρά]] τινος Λυσ. 158. 28· [[πρός]] τινος Σοφ. Τρ. 191· κ. τινί, διά τινος πράγματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 604· σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1301· τί κερδανῶ; τί θὰ κερδήσω δι’ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Νεφ. 259· ― μετὰ μετοχ., [[κερδίζω]], [[πράττω]] τι, εἰ δὲ κερδανῶ λέγων Εὐρ. Ἠλ. 1051· πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1591, κτλ.· οὕτω μετὰ μετοχ., οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 876· Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, θὰ κερδήσωμεν, ἐὰν σωθῶσι τὰ [[Μέγαρα]], Ἡρόδ. 8. 60, 3· οὕτω, κ. ὅτι..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812. 2) ἀπολ., πορίζομαι [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, ἀντίθ. τῷ ζημίαν λαβεῖν, Ἡρόδ. 8. 5, Σοφ. Ἀποσπ. 26. 325, Ἀριστοφ. Πλ. 520, Θουκ. 5. 93· τὸ κερδαίνειν, ἡ ἐπιδίωξις κέρδους, ἀντίθ. τῷ τὸ τιμᾶσθαι, ὁ αὐτ. 2. 44· μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[κέρδος]] κερδ. Σοφ. Ο. Τ. 889· κ. [[τρία]] τάλαντα Ἀνδοκ. 17. 26· τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Λυσ. 137. 41· ― [[ἐμπορεύομαι]], [[κάμνω]] [[ἐμπόριον]], Σοφ. Ἀντ. 1037· ― κ. λόγον, ἀποκτῶ φήμην, Πινδ. Ι. 5 (4). 33· χρηστὰ κ. ἔπη, [[δέχομαι]] καλοὺς λόγους, Σοφ. Τρ. 231. II. ὡς τὰ [[ἀπολαύω]], καρπόομαι, πορίζομαι ζημίαν, ζημιοῦμαι ἔκ τινος, [[οἷον]], διπλᾶ δάκρυα κερδᾶναι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου renovare dolorem, Εὐρ. Ἑκ. 518, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 91, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 3, 2, κτλ. III. ὡς τὸ Λατ. compendi facere, σῴζω ἐμαυτόν, [[ἀποφεύγω]], μεγάλα κακὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7. 10· θανάτου προσδοκίαν Ἀνθ. Π. 10. 59· ἐνόχλησιν Διογ. Λ. 7. 14
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κερδανῶ, <i>ao.</i> ἐκέρδανα, <i>pf.</i> κεκέρδηκα <i>ou</i> κεκέρδαγκα;<br /><b>1</b> gagner, faire un gain, un profit : ἔκ τινος, [[ἀπό]] τινος, [[πρός]] τινος, tirer un profit de qqn ; [[τι]] κ. τινι, gagner qch par (la fuite, <i>etc.</i>) ; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι HDT nous gagnerons que Mégare sera sauvé ; [[κέρδος]] κ. SOPH faire un gain ; τὸ κερδαίνειν THC la poursuite du gain;<br /><b>2</b> <i>ironiq.</i> gagner <i>en parl. de choses fâcheuses</i> : δάκρυα EUR gagner à qch des larmes.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater