κερδαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> κερδανῶ, <i>ao.</i> ἐκέρδανα, <i>pf.</i> κεκέρδηκα <i>ou</i> κεκέρδαγκα;<br /><b>1</b> gagner, faire un gain, un profit : ἔκ τινος, [[ἀπό]] τινος, [[πρός]] τινος, tirer un profit de qqn ; [[τι]] κ. τινι, gagner qch par (la fuite, <i>etc.</i>) ; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι HDT nous gagnerons que Mégare sera sauvé ; [[κέρδος]] κ. SOPH faire un gain ; τὸ κερδαίνειν THC la poursuite du gain;<br /><b>2</b> <i>ironiq.</i> gagner <i>en parl. de choses fâcheuses</i> : δάκρυα EUR gagner à qch des larmes.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]].
|btext=<i>f.</i> κερδανῶ, <i>ao.</i> ἐκέρδανα, <i>pf.</i> κεκέρδηκα <i>ou</i> κεκέρδαγκα;<br /><b>1</b> gagner, faire un gain, un profit : ἔκ τινος, [[ἀπό]] τινος, [[πρός]] τινος, tirer un profit de qqn ; [[τι]] κ. τινι, gagner qch par (la fuite, <i>etc.</i>) ; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι HDT nous gagnerons que Mégare sera sauvé ; [[κέρδος]] κ. SOPH faire un gain ; τὸ κερδαίνειν THC la poursuite du gain;<br /><b>2</b> <i>ironiq.</i> gagner <i>en parl. de choses fâcheuses</i> : δάκρυα EUR gagner à qch des larmes.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κερδαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ Τραγ., Θουκ, Ἰων. -ανέω, Ἡρόδ. 1. 35., 8. 60· [[τύπος]] οὐχὶ Ἀττ. κερδήσω Ἀνθ. Π. 9. 390, καὶ κερδήσομαι, Ἡρόδ. 3. 72· ― ἀόρ. ἐκέρδᾱνα Πίνδ., Ἀττ.· Ἰων. -ηνα Ὁμ. Ἐπιγρ. 14. 6, Ἡρόδ. 8. 5· [[τύπος]] οὐχὶ Ἀττ. ἐκέρδησα ὁ αὐτ. 4. 152, Ἡλιόδ., κτλ.· ― πρκμ. κεκέρδαγκα Δίων Κ. 53. 5· κεκέρδᾰκα Ἀχ. Τάτ. 5. 25, Φάλαρ., κτλ.· ἀλλὰ προσκεκέρδηκα Δημ. 1292. 6. ― Παθ., ἀόρ. μετοχ. κερδανθεὶς Φιλόδημ. 22· πρκμ. κεκερδημένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 6, ([[κέρδος]]). Κερδαίνω, κοινῶς «[[κερδίζω]]», πορίζομαι [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν ἔκ τινος, κακὰ κ., πορίζομαι ἄδικα κέρδη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 350· κ. ἔκ ἢ ἀπό τινος Ἡρόδ. 4. 152, Σοφ. Ἀντ. 312, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4· [[παρά]] τινος Λυσ. 158. 28· [[πρός]] τινος Σοφ. Τρ. 191· κ. τινί, διά τινος πράγματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 604· σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1301· τί κερδανῶ; τί θὰ κερδήσω δι’ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Νεφ. 259· ― μετὰ μετοχ., [[κερδίζω]], [[πράττω]] τι, εἰ δὲ κερδανῶ λέγων Εὐρ. Ἠλ. 1051· πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1591, κτλ.· οὕτω μετὰ μετοχ., οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 876· Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, θὰ κερδήσωμεν, ἐὰν σωθῶσι τὰ [[Μέγαρα]], Ἡρόδ. 8. 60, 3· οὕτω, κ. ὅτι..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812. 2) ἀπολ., πορίζομαι [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, ἀντίθ. τῷ ζημίαν λαβεῖν, Ἡρόδ. 8. 5, Σοφ. Ἀποσπ. 26. 325, Ἀριστοφ. Πλ. 520, Θουκ. 5. 93· τὸ κερδαίνειν, ἡ ἐπιδίωξις κέρδους, ἀντίθ. τῷ τὸ τιμᾶσθαι, ὁ αὐτ. 2. 44· μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[κέρδος]] κερδ. Σοφ. Ο. Τ. 889· κ. [[τρία]] τάλαντα Ἀνδοκ. 17. 26· τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Λυσ. 137. 41· ― [[ἐμπορεύομαι]], [[κάμνω]] [[ἐμπόριον]], Σοφ. Ἀντ. 1037· ― κ. λόγον, ἀποκτῶ φήμην, Πινδ. Ι. 5 (4). 33· χρηστὰ κ. ἔπη, [[δέχομαι]] καλοὺς λόγους, Σοφ. Τρ. 231. II. ὡς τὰ [[ἀπολαύω]], καρπόομαι, πορίζομαι ζημίαν, ζημιοῦμαι ἔκ τινος, [[οἷον]], διπλᾶ δάκρυα κερδᾶναι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου renovare dolorem, Εὐρ. Ἑκ. 518, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 91, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 3, 2, κτλ. III. ὡς τὸ Λατ. compendi facere, σῴζω ἐμαυτόν, [[ἀποφεύγω]], μεγάλα κακὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7. 10· θανάτου προσδοκίαν Ἀνθ. Π. 10. 59· ἐνόχλησιν Διογ. Λ. 7. 14
|elnltext=κερδαίνω [κέρδος] aor. ἐκέρδανα, later ἐκέρδησα, Ion. aor. ἐκέρδηνα; aor. pass. ἐκερδάνθην en ptc. κερδηθείς; perf. κεκέρδηκα, later κεκέρδαγκα; fut. κερδανῶ en later κερδήσω, Ion. fut. κερδέω; fut. pass. κερδηθήσομαι winst behalen:; μὴ κακὰ κ. geen onrechtmatige winst behalen Hes. Op. 352; μέγιστα δὴ... ἐκ φορτίων ἐκέρδησαν zij hebben de grootste winst gemaakt uit hun handelsreizen Hdt. 4.152.3; τὸ πλέον ἔχειν ἢ τὰ αὑτοῦ κερδαίνειν λέγεται meer hebben dan wat van jezelf is wordt winst maken genoemd Aristot. EN 1132b14; met πρός + gen.:; πρὸς σοῦ τι κερδαίνειν van u een beloning krijgen Soph. Tr. 191; met ἐκ + gen.:; οὐκ ἐξ ἅπαντος δεῖ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν men moet niet uit alles winst willen behalen Soph. Ant. 312; ook παρά + gen., of ἀπό + gen. voordeel behalen, winnen:. σμικρὰ κερδανῶ φυγῃ ik zal er weinig mee winnen door te vluchten Aeschl. Ag. 1301; διπλᾶ με χρῄζεις δάκρυα κερδᾶναι u verlangt dat ik tweemaal tranen oogst Eur. Hec. 518; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι wij zullen van de redding van Megara voordeel hebben Hdt. 8.60. winnen, overhalen:. ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου jij hebt jouw broer gewonnen (voor het rijk Gods) NT Mt. 18.15. besparen, vermijden:. κερδῆσαι τε τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν ζημίαν zich deze schade en het verlies besparen NT Act. Ap. 27.21.
}}
{{elru
|elrutext='''κερδαίνω:''' (fut. κερδᾰνῶ - ион. κερδανέω, поздн. κερδήσω, aor. 1 ἐκέρδηνα и ἐκέρδᾱνα, pf. κεκέρδηκα и κεκέρδαγκα; ион. fut. med. κερδήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. [[κέρδος]] Soph., Plat. или τὰ κερδαντά Diog. L.) извлекать пользу, получать выгоду (τινός Plat., [[ἀπό]] τινος Xen., Arst., ἔκ τινος Soph. и [[παρά]] τινος Lys.): Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι Her. мы добьемся (этим) спасения Мегар;<br /><b class="num">2)</b> [[приобретать]], [[получать]] (τι πρός τινος Soph.; τὸν κόσμον NT): χρηστὰ κ. ἔπη Soph. заслужить похвалу; τῇ ἀσφαλείᾳ κ. Eur. достичь безопасности;<br /><b class="num">3)</b> [[извлекать прибыль]], [[наживать]], [[зарабатывать]] ([[μέγιστα]] ἐκ φορτίων Her.; ἄλλα δὺο τάλαντα NT): κακὰ κ. Hes. нечестно наживаться;<br /><b class="num">4)</b> [[получать в удел]] (τὸν πολὺ χείρω βίον Xen.; διπλᾶ δάκρυα Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[освобождаться]] (от чего-л.), уметь избегнуть (ἐνόχλησιν Diog. L.; ὕβριν καὶ ζημίαν NT; θανάτου προσδοκίαν Anth.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κερδαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, Ιων. <i>-[[ανέω]]</i>, επίσης <i>κερδήσω</i> και <i>κερδήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκέρδᾱνα</i>, Ιων. <i>-ηνα</i>, επίσης [[ἐκέρδησα]]· παρακ. <i>κεκέρδηκα</i>· ([[κέρδος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κερδίζω]], [[αποφέρω]] [[κέρδος]] ή [[ωφέλεια]], προσπορίζομαι, <i>κακὰ κ</i>., [[αποκτώ]] [[παράνομα]] κέρδη, σε Ησίοδ.· <i>κ. ἔκ</i>. ή ἀπό τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινος, σε Σοφ.· <i>τί κερδανῶ;</i> τί θα κερδίσω απ' αυτό; σε Αριστοφ.· με μτχ., [[κερδίζω]] από το να κάνω, <i>οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποκτώ]] [[κέρδος]], [[αποκτώ]] [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[εμπορεύομαι]], κάνω [[εμπόριο]], σε Σοφ.· <i>κ. ἔπη</i>, [[αποδέχομαι]] όμορφα [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἀπολαύω]], πορίζομαι [[ζημία]], ζημιώνομαι από [[κάτι]], όπως <i>δάκρυα κ</i>., σε Ευρ.· <i>κ. ζημιάν</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κερδαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, Ιων. <i>-[[ανέω]]</i>, επίσης <i>κερδήσω</i> και <i>κερδήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκέρδᾱνα</i>, Ιων. <i>-ηνα</i>, επίσης [[ἐκέρδησα]]· παρακ. <i>κεκέρδηκα</i>· ([[κέρδος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κερδίζω]], [[αποφέρω]] [[κέρδος]] ή [[ωφέλεια]], προσπορίζομαι, <i>κακὰ κ</i>., [[αποκτώ]] [[παράνομα]] κέρδη, σε Ησίοδ.· <i>κ. ἔκ</i>. ή ἀπό τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινος, σε Σοφ.· <i>τί κερδανῶ;</i> τί θα κερδίσω απ' αυτό; σε Αριστοφ.· με μτχ., [[κερδίζω]] από το να κάνω, <i>οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποκτώ]] [[κέρδος]], [[αποκτώ]] [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[εμπορεύομαι]], κάνω [[εμπόριο]], σε Σοφ.· <i>κ. ἔπη</i>, [[αποδέχομαι]] όμορφα [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἀπολαύω]], πορίζομαι [[ζημία]], ζημιώνομαι από [[κάτι]], όπως <i>δάκρυα κ</i>., σε Ευρ.· <i>κ. ζημιάν</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κερδαίνω:''' (fut. κερδᾰνῶ - ион. κερδανέω, поздн. κερδήσω, aor. 1 ἐκέρδηνα и ἐκέρδᾱνα, pf. κεκέρδηκα и κεκέρδαγκα; ион. fut. med. κερδήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. [[κέρδος]] Soph., Plat. или τὰ κερδαντά Diog. L.) извлекать пользу, получать выгоду (τινός Plat., [[ἀπό]] τινος Xen., Arst., ἔκ τινος Soph. и [[παρά]] τινος Lys.): Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι Her. мы добьемся (этим) спасения Мегар;<br /><b class="num">2)</b> [[приобретать]], [[получать]] (τι πρός τινος Soph.; τὸν κόσμον NT): χρηστὰ κ. ἔπη Soph. заслужить похвалу; τῇ ἀσφαλείᾳ κ. Eur. достичь безопасности;<br /><b class="num">3)</b> [[извлекать прибыль]], [[наживать]], [[зарабатывать]] ([[μέγιστα]] ἐκ φορτίων Her.; ἄλλα δὺο τάλαντα NT): κακὰ κ. Hes. нечестно наживаться;<br /><b class="num">4)</b> [[получать в удел]] (τὸν πολὺ χείρω βίον Xen.; διπλᾶ δάκρυα Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[освобождаться]] (от чего-л.), уметь избегнуть (ἐνόχλησιν Diog. L.; ὕβριν καὶ ζημίαν NT; θανάτου προσδοκίαν Anth.).
|lstext='''κερδαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ Τραγ., Θουκ, Ἰων. -ανέω, Ἡρόδ. 1. 35., 8. 60· [[τύπος]] οὐχὶ Ἀττ. κερδήσω Ἀνθ. Π. 9. 390, καὶ κερδήσομαι, Ἡρόδ. 3. 72· ― ἀόρ. ἐκέρδᾱνα Πίνδ., Ἀττ.· Ἰων. -ηνα Ὁμ. Ἐπιγρ. 14. 6, Ἡρόδ. 8. [[τύπος]] οὐχὶ Ἀττ. ἐκέρδησα ὁ αὐτ. 4. 152, Ἡλιόδ., κτλ.· ― πρκμ. κεκέρδαγκα Δίων Κ. 53. 5· κεκέρδᾰκα Ἀχ. Τάτ. 5. 25, Φάλαρ., κτλ.· ἀλλὰ προσκεκέρδηκα Δημ. 1292. 6. ― Παθ., ἀόρ. μετοχ. κερδανθεὶς Φιλόδημ. 22· πρκμ. κεκερδημένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 6, ([[κέρδος]]). Κερδαίνω, κοινῶς «[[κερδίζω]]», πορίζομαι [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν ἔκ τινος, κακὰ κ., πορίζομαι ἄδικα κέρδη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 350· κ. ἔκ ἢ ἀπό τινος Ἡρόδ. 4. 152, Σοφ. Ἀντ. 312, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4· [[παρά]] τινος Λυσ. 158. 28· [[πρός]] τινος Σοφ. Τρ. 191· κ. τινί, διά τινος πράγματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 604· σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1301· τί κερδανῶ; τί θὰ κερδήσω δι’ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Νεφ. 259· ― μετὰ μετοχ., [[κερδίζω]], [[πράττω]] τι, εἰ δὲ κερδανῶ λέγων Εὐρ. Ἠλ. 1051· πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1591, κτλ.· οὕτω μετὰ μετοχ., οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 876· Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, θὰ κερδήσωμεν, ἐὰν σωθῶσι τὰ [[Μέγαρα]], Ἡρόδ. 8. 60, 3· οὕτω, κ. ὅτι..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812. 2) ἀπολ., πορίζομαι [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, ἀντίθ. τῷ ζημίαν λαβεῖν, Ἡρόδ. 8. 5, Σοφ. Ἀποσπ. 26. 325, Ἀριστοφ. Πλ. 520, Θουκ. 5. 93· τὸ κερδαίνειν, ἡ ἐπιδίωξις κέρδους, ἀντίθ. τῷ τὸ τιμᾶσθαι, ὁ αὐτ. 2. 44· μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[κέρδος]] κερδ. Σοφ. Ο. Τ. 889· κ. [[τρία]] τάλαντα Ἀνδοκ. 17. 26· τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Λυσ. 137. 41· ― [[ἐμπορεύομαι]], [[κάμνω]] [[ἐμπόριον]], Σοφ. Ἀντ. 1037· ― κ. λόγον, ἀποκτῶ φήμην, Πινδ. Ι. 5 (4). 33· χρηστὰ κ. ἔπη, [[δέχομαι]] καλοὺς λόγους, Σοφ. Τρ. 231. II. ὡς τὰ [[ἀπολαύω]], καρπόομαι, πορίζομαι ζημίαν, ζημιοῦμαι ἔκ τινος, [[οἷον]], διπλᾶ δάκρυα κερδᾶναι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου renovare dolorem, Εὐρ. Ἑκ. 518, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 91, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 3, 2, κτλ. III. ὡς τὸ Λατ. compendi facere, σῴζω ἐμαυτόν, [[ἀποφεύγω]], μεγάλα κακὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7. 10· θανάτου προσδοκίαν Ἀνθ. Π. 10. 59· ἐνόχλησιν Διογ. Λ. 7. 14
}}
{{elnl
|elnltext=κερδαίνω [κέρδος] aor. ἐκέρδανα, later ἐκέρδησα, Ion. aor. ἐκέρδηνα; aor. pass. ἐκερδάνθην en ptc. κερδηθείς; perf. κεκέρδηκα, later κεκέρδαγκα; fut. κερδανῶ en later κερδήσω, Ion. fut. κερδέω; fut. pass. κερδηθήσομαι winst behalen:; μὴ κακὰ κ. geen onrechtmatige winst behalen Hes. Op. 352; μέγιστα δὴ... ἐκ φορτίων ἐκέρδησαν zij hebben de grootste winst gemaakt uit hun handelsreizen Hdt. 4.152.3; τὸ πλέον ἔχειν ἢ τὰ αὑτοῦ κερδαίνειν λέγεται meer hebben dan wat van jezelf is wordt winst maken genoemd Aristot. EN 1132b14; met πρός + gen.:; πρὸς σοῦ τι κερδαίνειν van u een beloning krijgen Soph. Tr. 191; met ἐκ + gen.:; οὐκ ἐξ ἅπαντος δεῖ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν men moet niet uit alles winst willen behalen Soph. Ant. 312; ook παρά + gen., of ἀπό + gen. voordeel behalen, winnen:. σμικρὰ κερδανῶ φυγῃ ik zal er weinig mee winnen door te vluchten Aeschl. Ag. 1301; διπλᾶ με χρῄζεις δάκρυα κερδᾶναι u verlangt dat ik tweemaal tranen oogst Eur. Hec. 518; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι wij zullen van de redding van Megara voordeel hebben Hdt. 8.60. winnen, overhalen:. ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου jij hebt jouw broer gewonnen (voor het rijk Gods) NT Mt. 18.15. besparen, vermijden:. κερδῆσαι τε τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν ζημίαν zich deze schade en het verlies besparen NT Act. Ap. 27.21.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj