κατασιωπάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1377.png Seite 1377]] (s. [[σιωπάω]]), verschweigen; εὐεργεσίας κατασιωπηθείσας Isocr. 4, 27; absol., schweigen, 3, 53 u. Sp. – Zum Schweigen bringen, τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Xen. Hell. 5, 4, 7; Luc. Iov. Trag. 13 u. Sp. – Auch med., Stillschweigen gebieten, [[κήρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Xen. Hell. 2, 4, 20, wie Luc. gymn. 19 das act. braucht; κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον, den Lärmen beschwichtigen, Pol. 18, 29, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1377.png Seite 1377]] (s. [[σιωπάω]]), verschweigen; εὐεργεσίας κατασιωπηθείσας Isocr. 4, 27; absol., schweigen, 3, 53 u. Sp. – Zum Schweigen bringen, τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Xen. Hell. 5, 4, 7; Luc. Iov. Trag. 13 u. Sp. – Auch med., Stillschweigen gebieten, [[κήρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Xen. Hell. 2, 4, 20, wie Luc. gymn. 19 das act. braucht; κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον, den Lärmen beschwichtigen, Pol. 18, 29, 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> se taire, rester muet;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> taire, passer sous silence;<br /><b>2</b> faire taire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κατασιωπάομαι]], [[κατασιωπῶμαι]] faire taire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σιωπάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασῐωπάω''': μέλλ. -ήσομαι, παρὰ μεταγεν.-ήσω· σιωπῶ [[περί]] τινος πράγματος, πρὸς τὰ δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾶν Δημ. 1035. 7· ἀπολ., Ἰσοκρ. 167Α,κτλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., τηρῶ σιωπὴν ὡς [[πρός]] τι, [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, κατασιωπῆσαι τὸ γεγονὸς Διοδ. Ἐκλογ. 520. 36.― Παθ., παραβλέπομαι, δὲν μνημονεύομαι, τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας καὶ κατασιωπηθείσας εὐεργεσίας Ἰσοκρ. 45Ε. ΙΙ.Μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τινὰ νὰ τηρῇ σιωπήν, [[κατασιγάζω]], ἡ [[μεγαλοφωνία]] ἐπικρατεῖ καὶ κατασιωπᾷ τὸ ἧττον Λουκ. π. Οἴκ. 15· τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7· κατασιώπησον αὐτοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 13, Δὶς Κατηγ. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφέρω]] σιωπήν, ὁ [[κῆρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 20· κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον= καταπαῦσαι Πολύβ. 18. 29, 9, Λουκιαν. Γυμν. 19. ΙΙΙ. ὑποτάττω διὰ σιγῆς, Δίων Χρυσ. 1. 702.
|lstext='''κατασῐωπάω''': μέλλ. -ήσομαι, παρὰ μεταγεν.-ήσω· σιωπῶ [[περί]] τινος πράγματος, πρὸς τὰ δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾶν Δημ. 1035. 7· ἀπολ., Ἰσοκρ. 167Α,κτλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., τηρῶ σιωπὴν ὡς [[πρός]] τι, [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, κατασιωπῆσαι τὸ γεγονὸς Διοδ. Ἐκλογ. 520. 36.― Παθ., παραβλέπομαι, δὲν μνημονεύομαι, τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας καὶ κατασιωπηθείσας εὐεργεσίας Ἰσοκρ. 45Ε. ΙΙ.Μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τινὰ νὰ τηρῇ σιωπήν, [[κατασιγάζω]], ἡ [[μεγαλοφωνία]] ἐπικρατεῖ καὶ κατασιωπᾷ τὸ ἧττον Λουκ. π. Οἴκ. 15· τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7· κατασιώπησον αὐτοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 13, Δὶς Κατηγ. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφέρω]] σιωπήν, ὁ [[κῆρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 20· κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον= καταπαῦσαι Πολύβ. 18. 29, 9, Λουκιαν. Γυμν. 19. ΙΙΙ. ὑποτάττω διὰ σιγῆς, Δίων Χρυσ. 1. 702.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> se taire, rester muet;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> taire, passer sous silence;<br /><b>2</b> faire taire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κατασιωπάομαι]], [[κατασιωπῶμαι]] faire taire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σιωπάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm