Anonymous

κατασιωπάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> se taire, rester muet;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> taire, passer sous silence;<br /><b>2</b> faire taire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κατασιωπάομαι]], [[κατασιωπῶμαι]] faire taire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σιωπάω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> se taire, rester muet;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> taire, passer sous silence;<br /><b>2</b> faire taire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κατασιωπάομαι]], [[κατασιωπῶμαι]] faire taire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σιωπάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασῐωπάω''': μέλλ. -ήσομαι, παρὰ μεταγεν.-ήσω· σιωπῶ [[περί]] τινος πράγματος, πρὸς τὰ δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾶν Δημ. 1035. 7· ἀπολ., Ἰσοκρ. 167Α,κτλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., τηρῶ σιωπὴν ὡς [[πρός]] τι, [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, κατασιωπῆσαι τὸ γεγονὸς Διοδ. Ἐκλογ. 520. 36.― Παθ., παραβλέπομαι, δὲν μνημονεύομαι, τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας καὶ κατασιωπηθείσας εὐεργεσίας Ἰσοκρ. 45Ε. ΙΙ.Μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τινὰ νὰ τηρῇ σιωπήν, [[κατασιγάζω]], ἡ [[μεγαλοφωνία]] ἐπικρατεῖ καὶ κατασιωπᾷ τὸ ἧττον Λουκ. π. Οἴκ. 15· τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7· κατασιώπησον αὐτοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 13, Δὶς Κατηγ. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφέρω]] σιωπήν, ὁ [[κῆρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 20· κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον= καταπαῦσαι Πολύβ. 18. 29, 9, Λουκιαν. Γυμν. 19. ΙΙΙ. ὑποτάττω διὰ σιγῆς, Δίων Χρυσ. 1. 702.
|elnltext=κατα-σιωπάω zwijgen; verzwijgen, met acc.: κατασιωπῆσαι τὸν λόγον het gesprek verzwegen hebben Plut. Ant. 13.2. doen zwijgen, met acc.:; τὴν γυναῖκα de vrouw Xen. Hell. 5.4.7; ook med.: κατασιωπησάμενος ἔλεξεν nadat hij om stilte had verzocht, begon hij te spreken Xen. Hell. 2.4.20.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασιωπάω:''' (fut. κατασιωπήσομαι и κατασιωπήσω)<br /><b class="num">1)</b> [[хранить молчание]], [[молчать]] (περί τινος Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[умолкать]] (κατεσιώπησαν οἱ λοιποί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[умалчивать]], [[обходить молчанием]] (τι Isocr., Luc.);<br /><b class="num">4)</b> преимущ. med. заставлять умолкнуть (τινα Xen.): [[κήρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Xen. глашатай, водворив молчание, сказал; κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον Polyb. унять шум.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασῐωπάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τηρώ]] [[σιωπή]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., σωπάζω, [[ησυχάζω]], σε Ξεν. — Μέσ., [[προκαλώ]] [[ησυχία]], στον ίδ.
|lsmtext='''κατασῐωπάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τηρώ]] [[σιωπή]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., σωπάζω, [[ησυχάζω]], σε Ξεν. — Μέσ., [[προκαλώ]] [[ησυχία]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασιωπάω:''' (fut. κατασιωπήσομαι и κατασιωπήσω)<br /><b class="num">1)</b> [[хранить молчание]], [[молчать]] (περί τινος Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[умолкать]] (κατεσιώπησαν οἱ λοιποί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[умалчивать]], [[обходить молчанием]] (τι Isocr., Luc.);<br /><b class="num">4)</b> преимущ. med. заставлять умолкнуть (τινα Xen.): [[κήρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Xen. глашатай, водворив молчание, сказал; κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον Polyb. унять шум.
|lstext='''κατασῐωπάω''': μέλλ. -ήσομαι, παρὰ μεταγεν.-ήσω· σιωπῶ [[περί]] τινος πράγματος, πρὸς τὰ δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾶν Δημ. 1035. 7· ἀπολ., Ἰσοκρ. 167Α,κτλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., τηρῶ σιωπὴν ὡς [[πρός]] τι, [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, κατασιωπῆσαι τὸ γεγονὸς Διοδ. Ἐκλογ. 520. 36.― Παθ., παραβλέπομαι, δὲν μνημονεύομαι, τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας καὶ κατασιωπηθείσας εὐεργεσίας Ἰσοκρ. 45Ε. ΙΙ.Μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τινὰ νὰ τηρῇ σιωπήν, [[κατασιγάζω]], [[μεγαλοφωνία]] ἐπικρατεῖ καὶ κατασιωπᾷ τὸ ἧττον Λουκ. π. Οἴκ. 15· τὴν γυναῖκα φοβήσαντες κατεσιώπησαν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7· κατασιώπησον αὐτοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 13, Δὶς Κατηγ. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφέρω]] σιωπήν, ὁ [[κῆρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 20· κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον= καταπαῦσαι Πολύβ. 18. 29, 9, Λουκιαν. Γυμν. 19. ΙΙΙ. ὑποτάττω διὰ σιγῆς, Δίων Χρυσ. 1. 702.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σιωπάω zwijgen; verzwijgen, met acc.: κατασιωπῆσαι τὸν λόγον het gesprek verzwegen hebben Plut. Ant. 13.2. doen zwijgen, met acc.:; τὴν γυναῖκα de vrouw Xen. Hell. 5.4.7; ook med.: κατασιωπησάμενος ἔλεξεν nadat hij om stilte had verzocht, begon hij te spreken Xen. Hell. 2.4.20.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br /><b class="num">I.</b> to be [[silent]] [[about]] a [[thing]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> Causal, to make [[silent]], [[silence]], Xen.: Mid. to [[cause]] [[silence]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br /><b class="num">I.</b> to be [[silent]] [[about]] a [[thing]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> Causal, to make [[silent]], [[silence]], Xen.: Mid. to [[cause]] [[silence]], Xen.
}}
}}