κογχύλιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1465.png Seite 1465]] τό, eigtl. dim. von [[κογχύλη]], die Muschel u. die Muschelschale; Her. 2, 12; Sophron bei Ath. III, 86 e; bes. die Purpurschnecke, Arist. H. A. 5, 15 u. Folgde, die auch die davon bereitete Purpurfarbe u. die mit Purpur gefärbte Wolle so nennen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1465.png Seite 1465]] τό, eigtl. dim. von [[κογχύλη]], die Muschel u. die Muschelschale; Her. 2, 12; Sophron bei Ath. III, 86 e; bes. die Purpurschnecke, Arist. H. A. 5, 15 u. Folgde, die auch die davon bereitete Purpurfarbe u. die mit Purpur gefärbte Wolle so nennen.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />coquille <i>ou</i> coquillage.<br />'''Étymologie:''' [[κογχύλη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κογχύλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κογχύλη]], [[εἶδος]] μικροῦ διθύρου κογχυλίου ἢ «ἀχιβάδας», Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 13, π. Ζ. Μορ. 2. 17, 16, κ. ἀλλ. 2) τὸ [[ὄστρακον]] ἀχιβάδας, τὸ [[ὄστρακον]] παντὸς διθύρου μαλακοστράκου, Ἡρόδ. 2. 12, κτλ.· ἐν χρήσει πρὸς κάλυψιν σφραγίδων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 585. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] = [[κόχλος]], Κρίτων παρὰ Γαληνῷ. [[Κατὰ]] ποσότητα τὸ υ [[εἶναι]] πιθανῶς βραχὺ παρ’ Ἕλλησιν, ἴδε [[κογχύλη]], ἀνακογχῠλιάζω, ἀνακογχῠλιαστός· ἀλλὰ παρὰ Λατ. conchy- lium.
|lstext='''κογχύλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κογχύλη]], [[εἶδος]] μικροῦ διθύρου κογχυλίου ἢ «ἀχιβάδας», Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 13, π. Ζ. Μορ. 2. 17, 16, κ. ἀλλ. 2) τὸ [[ὄστρακον]] ἀχιβάδας, τὸ [[ὄστρακον]] παντὸς διθύρου μαλακοστράκου, Ἡρόδ. 2. 12, κτλ.· ἐν χρήσει πρὸς κάλυψιν σφραγίδων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 585. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] = [[κόχλος]], Κρίτων παρὰ Γαληνῷ. [[Κατὰ]] ποσότητα τὸ υ [[εἶναι]] πιθανῶς βραχὺ παρ’ Ἕλλησιν, ἴδε [[κογχύλη]], ἀνακογχῠλιάζω, ἀνακογχῠλιαστός· ἀλλὰ παρὰ Λατ. conchy- lium.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />coquille <i>ou</i> coquillage.<br />'''Étymologie:''' [[κογχύλη]].
}}
}}
{{grml
{{grml