λέμβος: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ὁ, ein kleiner Nachen mit spitzigem Vordertheil, Fischerkahn, Boot, Dem. 32, 6; ἐν τῷ λέμβῳ ἐσώθη, beim Schiffbruch, 34, 10; Pol. 1, 53, 9; ῥυμουλκοῦντες 3, 46, 5, öfter; Agath. 24 (XI, 64); übertr. vom Schmeichler, der Einem immer nachfolgt, Anaxandrid. bei Ath. VI, 242 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ὁ, ein kleiner Nachen mit spitzigem Vordertheil, Fischerkahn, Boot, Dem. 32, 6; ἐν τῷ λέμβῳ ἐσώθη, beim Schiffbruch, 34, 10; Pol. 1, 53, 9; ῥυμουλκοῦντες 3, 46, 5, öfter; Agath. 24 (XI, 64); übertr. vom Schmeichler, der Einem immer nachfolgt, Anaxandrid. bei Ath. VI, 242 f.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />petite barque, <i>particul.</i><br /><b>1</b> chaloupe qui suit un navire;<br /><b>2</b> bateau de pêche.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym., pê emprunt (illyrien ?).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λέμβος''': ὁ, μικρὸν [[πλοιάριον]], [[ἐφόλκιον]], Λατ. lembus, Δημ. 883. 28· μεταφορ., ἐπὶ παρασίτου, [[ὄπισθεν]] ἀκολουθεῖ [[κόλαξ]] τῳ; [[λέμβος]] ἐπικέκληται Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 7. ΙΙ. ἁλιευτικὸν [[πλοιάριον]], Θεόφρ. 21. 12. 2) ἰδίως ταχύπλουν [[πλοιάριον]], felucca, χρησιμεῦον ἢ ὡς [[πρόσκοπος]] στόλου, Πολύβ. 1. 53, 9· ἢ ὡς ἐλαφρὸν μεταγωγικόν, ὁ αὐτ. 2. 3, 1, πρβλ. 5. 109, 3. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 367-70, ἔνθ’ ἀποδοκιμάζεται ἡ διὰ τοῦ θηλυκ. ἄρθρ. ἐκφορὰ τῆς λέξεως ὡς [[ἀδόκιμος]] καὶ [[ἀσύστατος]].
|lstext='''λέμβος''': ὁ, μικρὸν [[πλοιάριον]], [[ἐφόλκιον]], Λατ. lembus, Δημ. 883. 28· μεταφορ., ἐπὶ παρασίτου, [[ὄπισθεν]] ἀκολουθεῖ [[κόλαξ]] τῳ; [[λέμβος]] ἐπικέκληται Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 7. ΙΙ. ἁλιευτικὸν [[πλοιάριον]], Θεόφρ. 21. 12. 2) ἰδίως ταχύπλουν [[πλοιάριον]], felucca, χρησιμεῦον ἢ ὡς [[πρόσκοπος]] στόλου, Πολύβ. 1. 53, 9· ἢ ὡς ἐλαφρὸν μεταγωγικόν, ὁ αὐτ. 2. 3, 1, πρβλ. 5. 109, 3. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 367-70, ἔνθ’ ἀποδοκιμάζεται ἡ διὰ τοῦ θηλυκ. ἄρθρ. ἐκφορὰ τῆς λέξεως ὡς [[ἀδόκιμος]] καὶ [[ἀσύστατος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />petite barque, <i>particul.</i><br /><b>1</b> chaloupe qui suit un navire;<br /><b>2</b> bateau de pêche.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym., pê emprunt (illyrien ?).
}}
}}
{{grml
{{grml