μυῖα: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 13: Line 13:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0215.png Seite 215]] ἡ (nach den Alten von μύω; auch μύα. vgl. musca, Mücke), die [[Fliege]]; ἠΰτε μυιάων ἀδινάων ἔθνεα πολλά, Il. 2, 469, wo die Stechfliege gemeint ist, wie 16, 641; ὡς ὅτε [[μήτηρ]] παιδὸς ἐέργει μυῖαν, ὅθ' ἡδέϊ λέξεται ὕπνῳ, 4, 131, die Stubenfliege, als Bild der dreisten Unverschämtheit u. Keckheit, die sich nicht zurückscheuchen läßt; [[καί]] οἱ μυίης [[θάρσος]] ἐνὶ στήθεσσιν ένῆκεν, 17, 570. Die Aas- oder Schmeißfliege, 19, 25. 31; die sonst gew. [[μυῖα]] [[στρατιῶτις]] heißt, Luc. enc. musc. 12; ἀπαμύνειν τὰς μυίας, Ar. Vesp. 597. – Sprichwörtlich ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, Luc. enc. musc. extr. u. A.; – [[μυῖα]] [[χαλκῆ]], ein Kinderspiel, wie unser Blindekuh, Hesych. (vgl. [[μυΐνδα]]).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0215.png Seite 215]] ἡ (nach den Alten von μύω; auch μύα. vgl. musca, Mücke), die [[Fliege]]; ἠΰτε μυιάων ἀδινάων ἔθνεα πολλά, Il. 2, 469, wo die Stechfliege gemeint ist, wie 16, 641; ὡς ὅτε [[μήτηρ]] παιδὸς ἐέργει μυῖαν, ὅθ' ἡδέϊ λέξεται ὕπνῳ, 4, 131, die Stubenfliege, als Bild der dreisten Unverschämtheit u. Keckheit, die sich nicht zurückscheuchen läßt; [[καί]] οἱ μυίης [[θάρσος]] ἐνὶ στήθεσσιν ένῆκεν, 17, 570. Die Aas- oder Schmeißfliege, 19, 25. 31; die sonst gew. [[μυῖα]] [[στρατιῶτις]] heißt, Luc. enc. musc. 12; ἀπαμύνειν τὰς μυίας, Ar. Vesp. 597. – Sprichwörtlich ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, Luc. enc. musc. extr. u. A.; – [[μυῖα]] [[χαλκῆ]], ein Kinderspiel, wie unser Blindekuh, Hesych. (vgl. [[μυΐνδα]]).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mouche, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> musca.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυῖα''': Ἀττ. μῦα (Φώτ.), ἡ, «μῦγα», musca domestica, Ἰλ. Δ. 131, κτλ.· περὶ τῶν μυιῶν κατὰ σμήνη γίνεται [[λόγος]] ἐν Β. 469, Π. 641· - ἡ τῶν πτωμάτων [[μυῖα]], σκωληκόμυια, Τ. 25, 31, πρβλ. εὐλή· - παροιμ., μυίης [[θάρσος]], ἐπὶ ὑπερβολικῆς τόλμης, καί οἱ μυίης [[θάρσος]] ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, ἥ τε καὶ ἐργομένη [[μάλα]] περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν Ρ. 570· ἐάν τις... [[ὥσπερ]] μ. προσπτῆται Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· δειπνεῖν [[ἄκλητος]] [[μυῖα]] (ἐξυπ. εἰμί), νὰ πηγαίνω [[ἀπρόσκλητος]] εἰς [[δεῖπνον]] εἶμαι ὡς [[μυῖα]], Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 7· ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, μεγαλοποιεῖν τὰ πράγματα, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. ἐν τέλ.· [[μυῖα]] [[στρατιῶτις]], μ. [[κύων]], γίνονται δὲ καὶ μέγισταί τινες μυῖαι, ἃς στρατιώτιδας οἱ πολλοὶ καλοῦσιν, οἱ δὲ κύνας [[αὐτόθι]] 12. II. [[χαλκῆ]] [[μυῖα]], [[παιδιά]] τις, ὡς καὶ νῦν, «τυφλομῦγα», Ἰταλ. mosca seca, Πολυδ. Θ΄, 122· [[μυΐνδα]] παίζειν [[αὐτόθι]] 110, 113, Ἡσύχ. III. ἐν Λέοντ. Τακτ. 19, ἐπὶ ἐλαφρῶν βελῶν, ὡς ἐκ τῆς κεντητικῆς προσβολῆς· πρβλ. musket ἐκ τοῦ muschetta. Ὁ πρῶτος Ἑλλην. [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο μυσία, ἢ μυσκία· πρβλ. Σανσκρ. maksh-as, maksh-ikas, Ζενδ. makhsh-i, Λατ. musc-a, mucc-a, (mücke, midge)· Σλαυ. much-a· κτλ.
|lstext='''μυῖα''': Ἀττ. μῦα (Φώτ.), ἡ, «μῦγα», musca domestica, Ἰλ. Δ. 131, κτλ.· περὶ τῶν μυιῶν κατὰ σμήνη γίνεται [[λόγος]] ἐν Β. 469, Π. 641· - ἡ τῶν πτωμάτων [[μυῖα]], σκωληκόμυια, Τ. 25, 31, πρβλ. εὐλή· - παροιμ., μυίης [[θάρσος]], ἐπὶ ὑπερβολικῆς τόλμης, καί οἱ μυίης [[θάρσος]] ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, ἥ τε καὶ ἐργομένη [[μάλα]] περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν Ρ. 570· ἐάν τις... [[ὥσπερ]] μ. προσπτῆται Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· δειπνεῖν [[ἄκλητος]] [[μυῖα]] (ἐξυπ. εἰμί), νὰ πηγαίνω [[ἀπρόσκλητος]] εἰς [[δεῖπνον]] εἶμαι ὡς [[μυῖα]], Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 7· ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, μεγαλοποιεῖν τὰ πράγματα, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. ἐν τέλ.· [[μυῖα]] [[στρατιῶτις]], μ. [[κύων]], γίνονται δὲ καὶ μέγισταί τινες μυῖαι, ἃς στρατιώτιδας οἱ πολλοὶ καλοῦσιν, οἱ δὲ κύνας [[αὐτόθι]] 12. II. [[χαλκῆ]] [[μυῖα]], [[παιδιά]] τις, ὡς καὶ νῦν, «τυφλομῦγα», Ἰταλ. mosca seca, Πολυδ. Θ΄, 122· [[μυΐνδα]] παίζειν [[αὐτόθι]] 110, 113, Ἡσύχ. III. ἐν Λέοντ. Τακτ. 19, ἐπὶ ἐλαφρῶν βελῶν, ὡς ἐκ τῆς κεντητικῆς προσβολῆς· πρβλ. musket ἐκ τοῦ muschetta. Ὁ πρῶτος Ἑλλην. [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο μυσία, ἢ μυσκία· πρβλ. Σανσκρ. maksh-as, maksh-ikas, Ζενδ. makhsh-i, Λατ. musc-a, mucc-a, (mücke, midge)· Σλαυ. much-a· κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mouche, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> musca.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth