μετασχηματίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ [[ῥῆμα]] μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ [[ῥῆμα]] μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> μετεσχηματισμένος;<br />revêtir d'une autre forme, transformer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[σχηματίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[μεταβάλλω]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ [[σχῆμα]], Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. [[ταῦτα]] δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, [[ταῦτα]] δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ [[ἐμαυτοῦ]] καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί [[εἶναι]] ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6.
|lstext='''μετασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[μεταβάλλω]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ [[σχῆμα]], Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. [[ταῦτα]] δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, [[ταῦτα]] δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ [[ἐμαυτοῦ]] καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί [[εἶναι]] ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> μετεσχηματισμένος;<br />revêtir d'une autre forme, transformer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[σχηματίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR