μετασχηματίζω
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
A change the form of a person or thing, Pl.Lg. 903e, Arist.GC335b26; τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως Ep.Phil.3.21; of a building, Sammelb.5174.10 (vi A. D.):—Med., with Att. fut. -ιοῦμαι, change one's form, Demetr.Lac.Herc.1012.12; disguise oneself, J.AJ8.11.1:—Pass., to be changed in form, Pl.Lg.906c, Arist. Cael.298b31, GA747a15, D.S.2.57; of grammatical change, A.D. Pron.68.5, al.
II μ. τι εἰς ἐμαυτόν transfer as in a figure, 1 Ep.Cor. 4.6.
III change the posture of, Sor.2.62 (Pass.), al.
IV of stars and planets, in Pass., change their configuration, πρὸς ἀλλήλους Adam.Vent.47.
German (Pape)
[Seite 155] umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ ῥῆμα μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. μετεσχηματισμένος;
revêtir d'une autre forme, transformer.
Étymologie: μετά, σχηματίζω.
Russian (Dvoretsky)
μετασχημᾰτίζω: придавать другой вид, преображать, изменять Plat., Arst., Luc.; med. превращаться (εἰς ἄλλον ἐξ ἄλλου τόπον Plut.; εἴς τινα NT).
Greek (Liddell-Scott)
μετασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μεταβάλλω τὸ σχῆμα, τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ σχῆμα, Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, ταῦτα δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ ἐμαυτοῦ καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί εἶναι ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6.
English (Strong)
from μετά and a derivative of σχῆμα; to transfigure or disguise; figuratively, to apply (by accommodation): transfer, transform (self).
English (Thayer)
future μετασχηματίσω (cf. Buttmann, 37 (32)); 1st aorist μετεσχημάτισα; middle present μετασχηματίζομαι; to change the figure of, to transform (see μετά, III:2): τί, εἰς τινα, to transform oneself into someone, to assume one's appearance, ὡς τίς, so as to have the appearance of someone, μετασχηματίζω τί εἰς τινα, to shape one's discourse so as to transfer to oneself what holds true of the whole class to which one belongs, i. e. so as to illustrate by what one says of himself what holds true of all: Isaiah, 'by what I have said of myself and Apollos, I have shown what holds true of all Christian teachers.' (Plato, legg. 10, p. 903e.; (Aristotle, de caele 3,1, p. 298{b}, 31, etc.); Josephus, Antiquities 7,10, 5; 8,11, 1; Plutarch, Ages. 14; def. orac. c. 30; (Philo, leg. ad Gaium § 11); Sextus Empiricus, 10, p. 688, Fabric. edition (p. 542,23edition, Bekker).) [ SYNONYMS: μεταμορφόω, μετασχηματίζω: (cf. μετασχηματίζω would here refer to the transient condition from which, μεταμορφόω to the permanent state to which, the change takes place. Trench (N. T. Synonyms, § lxx.), however, supposes that μετασχηματίζω is here preferred to μεταμορφόω as expressing 'transition but no absolute solution of continuity', the spiritual body being developed from the natural, as the butterfly from the caterpillar" (Lightfoot on Phil. 'Detached Note,' p. 131). See μορφή, at the end]
Greek Monolingual
(ΑΜ μετασχηματίζω)
1. μεταβάλλω το σχήμα ή τη μορφή είτε εξωτερικώς είτε εσωτερικώς («μετασχηματίζων τὰ πάντα», Πλάτ.)
2. (το μέσ.) μετασχηματίζομαι
μεταμφιέζομαι
μσν.
1. παραποιώ, διαστρεβλώνω ή αλλοιώνω ένα γεγονός
2. (το μέσ.) α) αλλάζω περιβολή μοναχικού τάγματος
β) μτφ. αλλάζω συμπεριφορά
αρχ.
1. (το μέσ.) αλλάζω ή μεταβάλλω τη θέση ή τη στάση κάποιου
2. (για αστέρες και πλανήτες) μεταβάλλω τη διαμόρφωση
3. φρ. «μετασχηματίζω τι εἰς ἐμαυτόν» — αναφέρομαι στον εαυτό μου («ταῦτα δέ, ἀδελφοὶ μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν και Ἀπολλώ δι' ὑμᾱς», ΚΔ).
Greek Monotonic
μετασχημᾰτίζω: Αττ. -ιῶ,
I. αλλάζω τη μορφή, τον τύπο ενός προσώπου ή πράγματος, σε Πλάτ.
II. μεταβάλλω (ως προς το σχήμα), σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
I. to change the form of a person or thing, Plat.
II. to transfer as in a figure, NTest.
Chinese
原文音譯:metaschmat⋯zw 姆他士黑馬提索
詞類次數:動詞(5)
原文字根:(以後)-姿態 相當於: (חָפַשׂ)
字義溯源:變形,裝,改裝,裝模樣,改變形狀,轉比,形狀,形體;由(μετά)*=同)與(σχῆμα)=風度,形像)組成;而 (σχῆμα)又出自(ἔχω)*=持)。參讀 (ἀλλάσσω)同義字比較: (σχῆμα)=風度,姿態
出現次數:總共(5);林前(1);林後(3);腓(1)
譯字彙編:
1) 裝⋯模樣(1) 林後11:13;
2) 我⋯轉比(1) 林前4:6;
3) 改變形狀(1) 腓3:21;
4) 裝(1) 林後11:15;
5) 也裝(1) 林後11:14