μεθέπω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. ἕπω), ep. aor. μετέσπον, μετασπεῖν, hinter Einem geschäftig sein, [[verfolgen]], nachsetzen, ποσσὶ κραιπνοῖσι μετασπών, Il. 17, 190 Od. 14, 33, u. eben so im med., ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] δουρί, Il. 13, 567; – auch trans. mit doppeltem acc., Τυδείδην μέθεπεν κρατερώνυχας ἵππους, er trieb die Pferde auf den Diomedes los, Il. 5, 329 (vgl. ἐφέπειν). – Im allgemeinen Sinne, verfolgen, nachtrachten, mit den Augen aufsuchen, ἡνίοχον μέθεπε θρασύν, Il. 8, 126; auch νέον μεθέπεις; suchst du mich auf, bist du zum ersten Male hier zum Besuch? Od. 1, 175; – übertr., ein Geschäft eifrig betreiben, [[ψεῦδος]] γλυκὺ μεθέπων, Pind. P. 2, 37; auch ταύταν μεθέπων [[Διόθεν]] αἶσαν, N. 6, 13; ib. 59 sagt er ἑκόντι νώτῳ μεθέπων [[ἄχθος]], die Last auf den Rücken nehmend; γεωπονίην, Phocyl. 149; – οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε, nachfolgen, gehorchen, Soph. El. 1041. – Einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] (s. ἕπω), ep. aor. μετέσπον, μετασπεῖν, hinter Einem geschäftig sein, [[verfolgen]], nachsetzen, ποσσὶ κραιπνοῖσι μετασπών, Il. 17, 190 Od. 14, 33, u. eben so im med., ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] δουρί, Il. 13, 567; – auch trans. mit doppeltem acc., Τυδείδην μέθεπεν κρατερώνυχας ἵππους, er trieb die Pferde auf den Diomedes los, Il. 5, 329 (vgl. ἐφέπειν). – Im allgemeinen Sinne, verfolgen, nachtrachten, mit den Augen aufsuchen, ἡνίοχον μέθεπε θρασύν, Il. 8, 126; auch νέον μεθέπεις; suchst du mich auf, bist du zum ersten Male hier zum Besuch? Od. 1, 175; – übertr., ein Geschäft eifrig betreiben, [[ψεῦδος]] γλυκὺ μεθέπων, Pind. P. 2, 37; auch ταύταν μεθέπων [[Διόθεν]] αἶσαν, N. 6, 13; ib. 59 sagt er ἑκόντι νώτῳ μεθέπων [[ἄχθος]], die Last auf den Rücken nehmend; γεωπονίην, Phocyl. 149; – οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε, nachfolgen, gehorchen, Soph. El. 1041. – Einzeln bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> μεθεῖπον, <i>f.</i> μεθέψω, <i>ao.2</i> [[μετέσπον]] &gt; <i>inf.</i> μετασπεῖν, <i>part.</i> [[μετασπών]];<br /><b>I.</b> <i>avec un seul acc.</i>;<br /><b>1</b> suivre, poursuivre, <i>abs.</i><br /><b>2</b> se mettre à la recherche de : ἡνίοχον IL d'un conducteur de char;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> se mettre à la poursuite de, poursuivre, entreprendre, se charger de, acc.;<br /><b>II.</b> <i>avec deux acc.</i> : lancer à la poursuite de : Τυδείδην μέθεπεν ἵππους IL il lança ses chevaux à la poursuite du fils de Tydée;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεθέπομαι (<i>f.</i> μεθέψομαι, <i>ao.2</i> μετεσπόμην);<br /><b>1</b> suivre, poursuivre, acc.;<br /><b>2</b> obéir à, écouter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἕπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθέπω''': παρατ. μεθεῖπον, Ἐπικ. μέθεπον: μέλλ. μεθέψω: ποιητ. ἀόρ. μετέσπον: ἀπαρ. μετασπεῖν: μετοχ. μετασπών, μέσ. [[μετασπόμενος]]. Ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀκολουθῶ κατόπιν, Λατιν. insequi, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Ξ. 33· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] δουρὶ Ἰλ. Ν. 567· καὶ μετὰ δοτ., οὔ σοι μὴ μεθέψομαι Σοφ. ἨΛ. 1052. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀκολουθῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ζητῶ ἢ ἀναζητῶ τι μετὰ ζήλου, ἡνίοχον μέθεπε θρασὺν Ἰλ. Θ. 126· ἔλαφον μ. Πινδ. Ο. 3. 55. 3) [[ἐπισκέπτομαι]], [[ὑπάγω]] εἰς ἐπίσκεψιν, νέον μεθέπεις; νεωστὶ πρὸς ἡμᾶς ἔρχεσαι...; Ὀδ. Α. 175. 4) μεταφορ., ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν τινά, γεωπονίην μεθέπειν Ψευδο-Φωκυλ. 149· μεθ. [[ψεῦδος]], [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἀποτελῶ, Πινδ. Π. 2. 68· αἶσαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 24. [[ἄχθος]] νώτῳ μεθέπων, φέρων, κομίζων [[φορτίον]] ἐπὶ τῆς ῥάχεώς του, [[αὐτόθι]] 98· μοῦσαν μ., θεραπεύειν μοῦσαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1054. 3· πρβλ. ἕπω [[ἐφέπω]]. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας, μετὰ διπλῆς αἰτιατ., [[αἶψα]] δὲ Τυδείδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους «[[αὐτίκα]] δὲ ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ Τυδέως ἤλαυνε τοὺς ἰσχυροὺς ὄνυχας ἔχοντας ἵππους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 359· ὡς τὸ ἐφέπειν ἵππους Πατρόκλῳ Π. 724. - Μόνον ποιητ., ἰδίως Ἐπικ.
|lstext='''μεθέπω''': παρατ. μεθεῖπον, Ἐπικ. μέθεπον: μέλλ. μεθέψω: ποιητ. ἀόρ. μετέσπον: ἀπαρ. μετασπεῖν: μετοχ. μετασπών, μέσ. [[μετασπόμενος]]. Ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀκολουθῶ κατόπιν, Λατιν. insequi, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Ξ. 33· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] δουρὶ Ἰλ. Ν. 567· καὶ μετὰ δοτ., οὔ σοι μὴ μεθέψομαι Σοφ. ἨΛ. 1052. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀκολουθῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ζητῶ ἢ ἀναζητῶ τι μετὰ ζήλου, ἡνίοχον μέθεπε θρασὺν Ἰλ. Θ. 126· ἔλαφον μ. Πινδ. Ο. 3. 55. 3) [[ἐπισκέπτομαι]], [[ὑπάγω]] εἰς ἐπίσκεψιν, νέον μεθέπεις; νεωστὶ πρὸς ἡμᾶς ἔρχεσαι...; Ὀδ. Α. 175. 4) μεταφορ., ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν τινά, γεωπονίην μεθέπειν Ψευδο-Φωκυλ. 149· μεθ. [[ψεῦδος]], [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἀποτελῶ, Πινδ. Π. 2. 68· αἶσαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 24. [[ἄχθος]] νώτῳ μεθέπων, φέρων, κομίζων [[φορτίον]] ἐπὶ τῆς ῥάχεώς του, [[αὐτόθι]] 98· μοῦσαν μ., θεραπεύειν μοῦσαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1054. 3· πρβλ. ἕπω [[ἐφέπω]]. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας, μετὰ διπλῆς αἰτιατ., [[αἶψα]] δὲ Τυδείδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους «[[αὐτίκα]] δὲ ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ Τυδέως ἤλαυνε τοὺς ἰσχυροὺς ὄνυχας ἔχοντας ἵππους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 359· ὡς τὸ ἐφέπειν ἵππους Πατρόκλῳ Π. 724. - Μόνον ποιητ., ἰδίως Ἐπικ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> μεθεῖπον, <i>f.</i> μεθέψω, <i>ao.2</i> [[μετέσπον]] &gt; <i>inf.</i> μετασπεῖν, <i>part.</i> [[μετασπών]];<br /><b>I.</b> <i>avec un seul acc.</i>;<br /><b>1</b> suivre, poursuivre, <i>abs.</i><br /><b>2</b> se mettre à la recherche de : ἡνίοχον IL d'un conducteur de char;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> se mettre à la poursuite de, poursuivre, entreprendre, se charger de, acc.;<br /><b>II.</b> <i>avec deux acc.</i> : lancer à la poursuite de : Τυδείδην μέθεπεν ἵππους IL il lança ses chevaux à la poursuite du fils de Tydée;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεθέπομαι (<i>f.</i> μεθέψομαι, <i>ao.2</i> μετεσπόμην);<br /><b>1</b> suivre, poursuivre, acc.;<br /><b>2</b> obéir à, écouter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἕπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth