παράφημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φημί]]), wie [[παραμυθέομαι]], zureden, rathen, μητρὶ δ' ἐγὼ [[παράφημι]], καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, Il. 1, 577; u. im med. ermahnen, bereden, beschwichtigen, μνηστῆρας παρφάσθαι Od. 16, 287. 19, 6; h. Cer. 337; auch ἐπέεσσι παρφάμενος u. [[παραιφάμενος]], Il. 12, 249. 24, 771 Od. 2, 189; Hes. Th. 29; gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Überredung od. Täuschung; vgl. Pind. θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65, wie παρφάμεν τοῦτον λόγον P. 9, 43; sp. D., wie τοῖα παραιφαμένη κατέρυκεν Ap. Rh. 2, 287, öfter; Orph. Arg. 95, μείλιχα παρφαμένη δὲ τὸν ὃν πόσιν, 1317; u. geradezu hintergehen, täuschen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φημί]]), wie [[παραμυθέομαι]], zureden, rathen, μητρὶ δ' ἐγὼ [[παράφημι]], καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, Il. 1, 577; u. im med. ermahnen, bereden, beschwichtigen, μνηστῆρας παρφάσθαι Od. 16, 287. 19, 6; h. Cer. 337; auch ἐπέεσσι παρφάμενος u. [[παραιφάμενος]], Il. 12, 249. 24, 771 Od. 2, 189; Hes. Th. 29; gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Überredung od. Täuschung; vgl. Pind. θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65, wie παρφάμεν τοῦτον λόγον P. 9, 43; sp. D., wie τοῖα παραιφαμένη κατέρυκεν Ap. Rh. 2, 287, öfter; Orph. Arg. 95, μείλιχα παρφαμένη δὲ τὸν ὃν πόσιν, 1317; u. geradezu hintergehen, täuschen.
}}
{{bailly
|btext=conseiller, donner un conseil τινί, à qqn;<br /><i><b>Moy.</b> inf. poét.</i> [[παρφάσθαι]], tromper par un mensonge, par un parjure, <i>etc.</i>, τινά qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φημί]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράφημι''': ποιητ. [[παραίφημι]] καὶ [[πάρφημι]], ὡς τὸ [[παραμυθέομαι]], ὁμιλῶ ἠπίως [[πρός]] τινα, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], μητρὶ δ’ ἐγὼ [[παράφημι]] Ἰλ. Α. 577. ― Μέσ., [[καταπραΰνω]], [[μαλάσσω]], μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσιν παρφάσθαι Ὀδ. Π. 287, Τ. 6· τιν’ ἄλλον παρφάμενος παρφάμενος ἐπέεσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Ἰλ. Μ. 249, πρβλ. Ὀδ. Β. 189· μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Ἡσ. Θ. 90· ― πρβλ. [[παράφασις]]. 2) [[συχνάκις]] μετὰ παραλλήλου ἐννοίας ἀπάτης, ὁμιλῶ ἀπατηλῶς, δὲν φυλάττω, [[παραβαίνω]], παρφάμεν ὅρκον, λόγον Πινδ. Ο. 7. 121, Π. 9. 70· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 58.
|lstext='''παράφημι''': ποιητ. [[παραίφημι]] καὶ [[πάρφημι]], ὡς τὸ [[παραμυθέομαι]], ὁμιλῶ ἠπίως [[πρός]] τινα, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], μητρὶ δ’ ἐγὼ [[παράφημι]] Ἰλ. Α. 577. ― Μέσ., [[καταπραΰνω]], [[μαλάσσω]], μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσιν παρφάσθαι Ὀδ. Π. 287, Τ. 6· τιν’ ἄλλον παρφάμενος παρφάμενος ἐπέεσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Ἰλ. Μ. 249, πρβλ. Ὀδ. Β. 189· μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Ἡσ. Θ. 90· ― πρβλ. [[παράφασις]]. 2) [[συχνάκις]] μετὰ παραλλήλου ἐννοίας ἀπάτης, ὁμιλῶ ἀπατηλῶς, δὲν φυλάττω, [[παραβαίνω]], παρφάμεν ὅρκον, λόγον Πινδ. Ο. 7. 121, Π. 9. 70· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 58.
}}
{{bailly
|btext=conseiller, donner un conseil τινί, à qqn;<br /><i><b>Moy.</b> inf. poét.</i> [[παρφάσθαι]], tromper par un mensonge, par un parjure, <i>etc.</i>, τινά qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φημί]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth