παραπλήξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] ῆγος, 1) seitwärts geschlagen, ἠϊόνες, Küsten, die sich allmälig gegen das Meer absenken, an welchen die Wellen nur von der Seite oder schräg anspülen, Od. 5, 418, im Ggstz der προβλῆτες ἀκταί, an welche die Wellen gerade anprallen. – 2) übertr. = [[παράπληκτος]], toll, wahnsinnig, verrückt: Her. 5, 92, 6: Ai. Plut. 242: οἱ φαγόντες τὸν ὑοσκύαμον παραπλῆγες γίγνονται, Xen. oec. 1, 13; καὶ [[ἔκφρων]], Dem. 19, 267; καὶ [[παράφρων]], Plut. Pomp. 72; Folgde, νοῦ τε καὶ φρενῶν Parthen. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] ῆγος, 1) seitwärts geschlagen, ἠϊόνες, Küsten, die sich allmälig gegen das Meer absenken, an welchen die Wellen nur von der Seite oder schräg anspülen, Od. 5, 418, im Ggstz der προβλῆτες ἀκταί, an welche die Wellen gerade anprallen. – 2) übertr. = [[παράπληκτος]], toll, wahnsinnig, verrückt: Her. 5, 92, 6: Ai. Plut. 242: οἱ φαγόντες τὸν ὑοσκύαμον παραπλῆγες γίγνονται, Xen. oec. 1, 13; καὶ [[ἔκφρων]], Dem. 19, 267; καὶ [[παράφρων]], Plut. Pomp. 72; Folgde, νοῦ τε καὶ φρενῶν Parthen. 18.
}}
{{bailly
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> battu de côté par les flots;<br /><b>2</b> frappé de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ πλαγίως πλησσόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων ἠϊόνας τε παραπλῆγας, «παραπλῆγες ἠϊόνες... αἱ μὴ ἀπ’ ἐναντίας ἀλλ’ ἐκ πλαγίων πλησσόμεναι κύμασιν» (Εὐστ.), ὁ Ὀδυσσεὺς μὴ δυνάμενος νὰ ἀποβῇ [[ὅπου]] ἡ [[ἀκτὴ]] κατήρχετο κρημνωδῶς εἰς τὴν θάλασσαν (λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη) κολυμβᾷ περαιτέρω ἐπὶ τῇ ἐλπίδι νὰ εὕρῃ, ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης. ΙΙ. μεταφορ., [[παράπληκτος]], [[παράφρων]], Ἡρόδ. 5. 92, 6, Ἱππ. 397. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 242, Ξεν. Οἰκ. 1, 13, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παραπλήξ]]· [[παράφρων]], τὰς φρένας βεβλαμμένος, παρακόπτων, παραφρονῶν», καὶ «παραπλῆγος· μανιώδους», καὶ «παραπλήγων· μαινομένων» παρὰ τῷ αὐτῷ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.
|lstext='''παραπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ πλαγίως πλησσόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων ἠϊόνας τε παραπλῆγας, «παραπλῆγες ἠϊόνες... αἱ μὴ ἀπ’ ἐναντίας ἀλλ’ ἐκ πλαγίων πλησσόμεναι κύμασιν» (Εὐστ.), ὁ Ὀδυσσεὺς μὴ δυνάμενος νὰ ἀποβῇ [[ὅπου]] ἡ [[ἀκτὴ]] κατήρχετο κρημνωδῶς εἰς τὴν θάλασσαν (λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη) κολυμβᾷ περαιτέρω ἐπὶ τῇ ἐλπίδι νὰ εὕρῃ, ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης. ΙΙ. μεταφορ., [[παράπληκτος]], [[παράφρων]], Ἡρόδ. 5. 92, 6, Ἱππ. 397. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 242, Ξεν. Οἰκ. 1, 13, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παραπλήξ]]· [[παράφρων]], τὰς φρένας βεβλαμμένος, παρακόπτων, παραφρονῶν», καὶ «παραπλῆγος· μανιώδους», καὶ «παραπλήγων· μαινομένων» παρὰ τῷ αὐτῷ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> battu de côté par les flots;<br /><b>2</b> frappé de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσσω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth