Anonymous

παραπλήξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> battu de côté par les flots;<br /><b>2</b> frappé de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσσω]].
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> battu de côté par les flots;<br /><b>2</b> frappé de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ πλαγίως πλησσόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων ἠϊόνας τε παραπλῆγας, «παραπλῆγες ἠϊόνες... αἱ μὴ ἀπ’ ἐναντίας ἀλλ’ ἐκ πλαγίων πλησσόμεναι κύμασιν» (Εὐστ.), ὁ Ὀδυσσεὺς μὴ δυνάμενος νὰ ἀποβῇ [[ὅπου]] [[ἀκτὴ]] κατήρχετο κρημνωδῶς εἰς τὴν θάλασσαν (λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη) κολυμβᾷ περαιτέρω ἐπὶ τῇ ἐλπίδι νὰ εὕρῃ, ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης. ΙΙ. μεταφορ., [[παράπληκτος]], [[παράφρων]], Ἡρόδ. 5. 92, 6, Ἱππ. 397. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 242, Ξεν. Οἰκ. 1, 13, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παραπλήξ]]· [[παράφρων]], τὰς φρένας βεβλαμμένος, παρακόπτων, παραφρονῶν», καὶ «παραπλῆγος· μανιώδους», καὶ «παραπλήγων· μαινομένων» παρὰ τῷ αὐτῷ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.
|elnltext=παραπλήξ -ῆγος [παραπλήττω] van opzij getroffen:. ἠιόνας... παραπλῆγας door golven gebeukte stranden Od. 5.418. verlamd. buiten zinnen, waanzinnig.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπλήξ:''' ῆγος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[подмываемый]] или [[подмытый волнами]] (ἠϊόνες Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. π. τὴν διάνοιοιν Plut.) [[пораженный безумием]], [[помешанный]] . καὶ [[ἔκφρων]] Dem.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''παραπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλήττεται στα πλάγια, <i>ἠϊόνες παράπληγοι</i>, τμήματα στεριάς πάνω στα οποία σκάνε τα κύματα με [[δύναμη]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[παράπληκτος]], [[παράφρων]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''παραπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλήττεται στα πλάγια, <i>ἠϊόνες παράπληγοι</i>, τμήματα στεριάς πάνω στα οποία σκάνε τα κύματα με [[δύναμη]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[παράπληκτος]], [[παράφρων]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραπλήξ:''' ῆγος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[подмываемый]] или [[подмытый волнами]] (ἠϊόνες Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. π. τὴν διάνοιοιν Plut.) [[пораженный безумием]], [[помешанный]] . καὶ [[ἔκφρων]] Dem.).
|lstext='''παραπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ πλαγίως πλησσόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων ἠϊόνας τε παραπλῆγας, «παραπλῆγες ἠϊόνες... αἱ μὴ ἀπ’ ἐναντίας ἀλλ’ ἐκ πλαγίων πλησσόμεναι κύμασιν» (Εὐστ.), ὁ Ὀδυσσεὺς μὴ δυνάμενος νὰ ἀποβῇ [[ὅπου]] [[ἀκτὴ]] κατήρχετο κρημνωδῶς εἰς τὴν θάλασσαν (λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη) κολυμβᾷ περαιτέρω ἐπὶ τῇ ἐλπίδι νὰ εὕρῃ, ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης. ΙΙ. μεταφορ., [[παράπληκτος]], [[παράφρων]], Ἡρόδ. 5. 92, 6, Ἱππ. 397. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 242, Ξεν. Οἰκ. 1, 13, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παραπλήξ]]· [[παράφρων]], τὰς φρένας βεβλαμμένος, παρακόπτων, παραφρονῶν», καὶ «παραπλῆγος· μανιώδους», καὶ «παραπλήγων· μαινομένων» παρὰ τῷ αὐτῷ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.
}}
{{elnl
|elnltext=παραπλήξ -ῆγος [παραπλήττω] van opzij getroffen:. ἠιόνας... παραπλῆγας door golven gebeukte stranden Od. 5.418. verlamd. buiten zinnen, waanzinnig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραπλήξ]], ῆγος,<br /><b class="num">I.</b> [[stricken]] [[sideways]], ἠιόνες π. spits on [[which]] the waves [[break]] [[obliquely]], Od.<br /><b class="num">II.</b> metaph. = [[παράπληκτος]], mad, Hdt., Ar.
|mdlsjtxt=[[παραπλήξ]], ῆγος,<br /><b class="num">I.</b> [[stricken]] [[sideways]], ἠιόνες π. spits on [[which]] the waves [[break]] [[obliquely]], Od.<br /><b class="num">II.</b> metaph. = [[παράπληκτος]], mad, Hdt., Ar.
}}
}}