παρατρέχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0504.png Seite 504]] (s. [[τρέχω]]), 1) daneben vorbei- oder vorüberlaufen, Il. 10, 350. 22, 157, beide Male im aor. παρέδραμον; Ar. Vesp. 1452 u. Folgde; auch übertr., μὴ ταχὺ [[λίαν]] [[παραδραμεῖν]], Isocr. 4, 73, schnell über Etwas hingehen; dah. auch übergehen mit Stillschweigen, μὴ [[παραδραμεῖν]], ἀλλὰ ποιήσασθαι περὶ [[αὐτοῦ]] τὴν ἁρμόζουσαν μνήμην Pol. 10, 43, 1, u. Sp.; – entgehen, unbemerkt bleiben, οὐ παρατρέχει αὐτοὺς ἡ [[διαφορά]], ἀλλ' ἐπισημαίνονται τὸ γιγνόμενον, Pol. 6, 6, 4. 10, 40, 5. – Von der Zeit, vorübergehen, τριῶν ἡμερῶν παραδραμουσῶν, Hdn. 2, 12, 7. – 2) im Laufe überholen, τινὰ πόδεσσιν, Il. 23, 636; übh. übertreffen, Eur. Herc. f. 1019; ὁ τὸν μισθὸν λέγων, τὸν τὰς τριήρεις παραδραμὼν ἂν ῴχετο, Ar. Equ. 1353; ὀλίγῳ χρόνῳ τοσοῦτον παρέδραμε τοὺς καθ' ἑαυτόν, Pol. 32, 15, 12, vgl. ib. 11, 2; Plut. u. a. Sp. – 3) hinzulaufen, Plut. Artax. 11. – Den aor. παραθρέξας hat Ap. Rh. 3, 955, wie Posidipp. (Plan. 275).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0504.png Seite 504]] (s. [[τρέχω]]), 1) daneben vorbei- oder vorüberlaufen, Il. 10, 350. 22, 157, beide Male im aor. παρέδραμον; Ar. Vesp. 1452 u. Folgde; auch übertr., μὴ ταχὺ [[λίαν]] [[παραδραμεῖν]], Isocr. 4, 73, schnell über Etwas hingehen; dah. auch übergehen mit Stillschweigen, μὴ [[παραδραμεῖν]], ἀλλὰ ποιήσασθαι περὶ [[αὐτοῦ]] τὴν ἁρμόζουσαν μνήμην Pol. 10, 43, 1, u. Sp.; – entgehen, unbemerkt bleiben, οὐ παρατρέχει αὐτοὺς ἡ [[διαφορά]], ἀλλ' ἐπισημαίνονται τὸ γιγνόμενον, Pol. 6, 6, 4. 10, 40, 5. – Von der Zeit, vorübergehen, τριῶν ἡμερῶν παραδραμουσῶν, Hdn. 2, 12, 7. – 2) im Laufe überholen, τινὰ πόδεσσιν, Il. 23, 636; übh. übertreffen, Eur. Herc. f. 1019; ὁ τὸν μισθὸν λέγων, τὸν τὰς τριήρεις παραδραμὼν ἂν ῴχετο, Ar. Equ. 1353; ὀλίγῳ χρόνῳ τοσοῦτον παρέδραμε τοὺς καθ' ἑαυτόν, Pol. 32, 15, 12, vgl. ib. 11, 2; Plut. u. a. Sp. – 3) hinzulaufen, Plut. Artax. 11. – Den aor. παραθρέξας hat Ap. Rh. 3, 955, wie Posidipp. (Plan. 275).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> παρέδραμον;<br /><b>1</b> courir en passant auprès de <i>ou</i> le long de ; <i>fig.</i> effleurer à la course : [[τι]] effleurer une question <i>ou</i> un sujet en courant;<br /><b>2</b> dépasser en courant, surpasser à la course, acc. ; <i>fig.</i> surpasser, vaincre, acc.;<br /><b>3</b> courir vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατρέχω''': μέλλ., ἴδε ἐν λ. [[τρέχω]]: ἀόρ. παρέδρᾰμον (ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[χρόνος]]): ὑπερσ. -δεδραμήσκεσαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 1, 23· μετοχ. ἀορ. α΄ παραθρέξας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 955. Παρέρχομαι τρέχων ἢ [[τρέχω]] [[παρά]] τι ἢ [[παρά]] τινα, ὁ δ’ ἄρ’ ὦκα παρέδραμεν ἀφραδίῃσιν Ἰλ. Κ. 350, πρβλ. Χ. 157· εἰς τόπον Ἀριστοφ. Σφ. 1432· τοὺς παρατρέχοντας παρ’ οἰκίαν καομένην ἠκόντιζον εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους Ξενοφ. Ἀν. 7. 4, 18. 2) [[ὑπερβαίνω]] εἰς τὸν δρόμον, «περνῶ», Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον Ἰλ. Ψ. 636, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1353· παρέδραμε τὰ [[τότε]] κακά, ὑπερέβη, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1020· π. τινὰ ἔν τινι, π. τινὰ τοσοῦτον, [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, Πολύβ. 32. 11, 2, καὶ 15, 12. 3) [[ὑπερβαίνω]] κατὰ τὴν ἀγχίνοιαν, ἐξαπατῶ, ἐπὶ ἰχθύων, παρὰ δὲ φρένας [[ἔδραμον]] ἀνδρῶν Ὀππ. Ἁλ. 3. 96. 4) [[διατρέχω]], Λατ. cursu conficere, τὸ λοιπὸν (τοῦ χωρίου) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 6· π. ἑπτὰ ἡλικίας Σχόλ. εἰς Φιλόστρ. σ. 391 Boiss.· ― [[διατρέχω]] (διὰ μέσου διαστήματος ἢ ἐκτάσεως ὁριζομένης ἢ νοουμένης), ἐπί..., εἰς..., Ξεν. Ἀν. 7. 1, 23., 4. 7, 11· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 4. 8, 8. 5) [[διέρχομαι]] [[ἐπιτροχάδην]], [[πραγματεύομαι]] συντόμως, Λατ. percurrere, Ἰσοκρ. 55C· παρέργως π. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 3· τὰ γράμματα τῇ ὄψει π. Πλουτ. 2. 520Ε· ― [[ὡσαύτως]], παρέρχομαί τι, [[παραλείπω]] αὐτό, Πολύβ. 10. 43, 1· ἵνα [[ταῦτα]] παραδράμω Δίων Κ. 79. 12· ― καταφρονῶ, παραμελῶ, Θεόκρ. 20. 32. 6) [[διαφεύγω]] [[ἀπαρατήρητος]], τινὰ Πολύβ. 6. 6, 4· ― ἀπολ., ἐπὶ χρόνου, Ἡρῳδιαν. 2. 12.
|lstext='''παρατρέχω''': μέλλ., ἴδε ἐν λ. [[τρέχω]]: ἀόρ. παρέδρᾰμον (ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[χρόνος]]): ὑπερσ. -δεδραμήσκεσαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 1, 23· μετοχ. ἀορ. α΄ παραθρέξας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 955. Παρέρχομαι τρέχων ἢ [[τρέχω]] [[παρά]] τι ἢ [[παρά]] τινα, ὁ δ’ ἄρ’ ὦκα παρέδραμεν ἀφραδίῃσιν Ἰλ. Κ. 350, πρβλ. Χ. 157· εἰς τόπον Ἀριστοφ. Σφ. 1432· τοὺς παρατρέχοντας παρ’ οἰκίαν καομένην ἠκόντιζον εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους Ξενοφ. Ἀν. 7. 4, 18. 2) [[ὑπερβαίνω]] εἰς τὸν δρόμον, «περνῶ», Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον Ἰλ. Ψ. 636, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1353· παρέδραμε τὰ [[τότε]] κακά, ὑπερέβη, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1020· π. τινὰ ἔν τινι, π. τινὰ τοσοῦτον, [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, Πολύβ. 32. 11, 2, καὶ 15, 12. 3) [[ὑπερβαίνω]] κατὰ τὴν ἀγχίνοιαν, ἐξαπατῶ, ἐπὶ ἰχθύων, παρὰ δὲ φρένας [[ἔδραμον]] ἀνδρῶν Ὀππ. Ἁλ. 3. 96. 4) [[διατρέχω]], Λατ. cursu conficere, τὸ λοιπὸν (τοῦ χωρίου) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 6· π. ἑπτὰ ἡλικίας Σχόλ. εἰς Φιλόστρ. σ. 391 Boiss.· ― [[διατρέχω]] (διὰ μέσου διαστήματος ἢ ἐκτάσεως ὁριζομένης ἢ νοουμένης), ἐπί..., εἰς..., Ξεν. Ἀν. 7. 1, 23., 4. 7, 11· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 4. 8, 8. 5) [[διέρχομαι]] [[ἐπιτροχάδην]], [[πραγματεύομαι]] συντόμως, Λατ. percurrere, Ἰσοκρ. 55C· παρέργως π. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 3· τὰ γράμματα τῇ ὄψει π. Πλουτ. 2. 520Ε· ― [[ὡσαύτως]], παρέρχομαί τι, [[παραλείπω]] αὐτό, Πολύβ. 10. 43, 1· ἵνα [[ταῦτα]] παραδράμω Δίων Κ. 79. 12· ― καταφρονῶ, παραμελῶ, Θεόκρ. 20. 32. 6) [[διαφεύγω]] [[ἀπαρατήρητος]], τινὰ Πολύβ. 6. 6, 4· ― ἀπολ., ἐπὶ χρόνου, Ἡρῳδιαν. 2. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> παρέδραμον;<br /><b>1</b> courir en passant auprès de <i>ou</i> le long de ; <i>fig.</i> effleurer à la course : [[τι]] effleurer une question <i>ou</i> un sujet en courant;<br /><b>2</b> dépasser en courant, surpasser à la course, acc. ; <i>fig.</i> surpasser, vaincre, acc.;<br /><b>3</b> courir vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth