παραπορεύομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0495.png Seite 495]] nebenhergehen, Arist. H. A. 6, 24; begleiten, D. Hal. 7, 9, wie D. Sic. 18, 67: Plut. Cam. 32; vorbeigehen, λόφον, ὑφ' ὃν ἔδει παραπορευθῆναι, Pol. 2, 27, 5; [[παρά]] τι, 3, 14, 6; auch παραπορευθεὶς τὸν χάρακα, 3, 99, 5; Sp., wie N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0495.png Seite 495]] nebenhergehen, Arist. H. A. 6, 24; begleiten, D. Hal. 7, 9, wie D. Sic. 18, 67: Plut. Cam. 32; vorbeigehen, λόφον, ὑφ' ὃν ἔδει παραπορευθῆναι, Pol. 2, 27, 5; [[παρά]] τι, 3, 14, 6; auch παραπορευθεὶς τὸν χάρακα, 3, 99, 5; Sp., wie N. T.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> marcher à côté de ; <i>fig.</i> accompagner;<br /><b>2</b> passer le long de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], πορεύομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπορεύομαι''': ἀποθ., μετὰ μέσου μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι παραπλεύρως ἢ πλησίον τινός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6.24,3· παρὰ τὰ ὑποζύγια Πολύβ. 6. 40, 7· ἐπὶ παιδαγωγῶν, Διον. Ἁλ. 7.9·― μεταφορ., [[ἀκρόαμα]] οὐδὲν παρεπορεύετο, δὲν συνώδευε τὸ [[δεῖπνον]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142F. II. [[παρέρχομαι]], «περνῶ», τὸν χάρακα Πολύβ. 3. 99, 5· παρὰ τὸ [[χεῖλος]] ὁ αὐτ. 3.14,6· ὑπὸ λόφον τινὰ ὁ αὐτ. 2.27, 5· παραπορεύεσθαι διὰ τῶν σπορίμων Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 23, κτλ.
|lstext='''παραπορεύομαι''': ἀποθ., μετὰ μέσου μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι παραπλεύρως ἢ πλησίον τινός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6.24,3· παρὰ τὰ ὑποζύγια Πολύβ. 6. 40, 7· ἐπὶ παιδαγωγῶν, Διον. Ἁλ. 7.9·― μεταφορ., [[ἀκρόαμα]] οὐδὲν παρεπορεύετο, δὲν συνώδευε τὸ [[δεῖπνον]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142F. II. [[παρέρχομαι]], «περνῶ», τὸν χάρακα Πολύβ. 3. 99, 5· παρὰ τὸ [[χεῖλος]] ὁ αὐτ. 3.14,6· ὑπὸ λόφον τινὰ ὁ αὐτ. 2.27, 5· παραπορεύεσθαι διὰ τῶν σπορίμων Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 23, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> marcher à côté de ; <i>fig.</i> accompagner;<br /><b>2</b> passer le long de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], πορεύομαι.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR