Anonymous

παραπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> marcher à côté de ; <i>fig.</i> accompagner;<br /><b>2</b> passer le long de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], πορεύομαι.
|btext=<b>1</b> marcher à côté de ; <i>fig.</i> accompagner;<br /><b>2</b> passer le long de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], πορεύομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραπορεύομαι''': ἀποθ., μετὰ μέσου μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι παραπλεύρως ἢ πλησίον τινός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6.24,3· παρὰ τὰ ὑποζύγια Πολύβ. 6. 40, 7· ἐπὶ παιδαγωγῶν, Διον. Ἁλ. 7.9·― μεταφορ., [[ἀκρόαμα]] οὐδὲν παρεπορεύετο, δὲν συνώδευε τὸ [[δεῖπνον]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142F. II. [[παρέρχομαι]], «περνῶ», τὸν χάρακα Πολύβ. 3. 99, 5· παρὰ τὸ [[χεῖλος]] ὁ αὐτ. 3.14,6· ὑπὸ λόφον τινὰ ὁ αὐτ. 2.27, 5· παραπορεύεσθαι διὰ τῶν σπορίμων Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 23, κτλ.
|elnltext=παρα-πορεύομαι voorbijtrekken, reizen.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπορεύομαι:''' [[проходить мимо]], [[миновать]] (Diod., Plut.; τὸν χάρακα τῶν πολεμίων Polyb.): π. παρὰ τὸ [[χεῖλος]] Polyb. проходить по берегу.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παραπορεύομαι:''' αποθ. με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] [[πλησίον]] ή κατά [[μήκος]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[πορεύομαι]] δίπλα, με αιτ. τόπου, στον ίδ.· [[διαπερνώ]], διὰ [[τῶν]] σπορίμων, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παραπορεύομαι:''' αποθ. με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] [[πλησίον]] ή κατά [[μήκος]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[πορεύομαι]] δίπλα, με αιτ. τόπου, στον ίδ.· [[διαπερνώ]], διὰ [[τῶν]] σπορίμων, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραπορεύομαι:''' [[проходить мимо]], [[миновать]] (Diod., Plut.; τὸν χάρακα τῶν πολεμίων Polyb.): π. παρὰ τὸ [[χεῖλος]] Polyb. проходить по берегу.
|lstext='''παραπορεύομαι''': ἀποθ., μετὰ μέσου μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι παραπλεύρως ἢ πλησίον τινός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6.24,3· παρὰ τὰ ὑποζύγια Πολύβ. 6. 40, 7· ἐπὶ παιδαγωγῶν, Διον. Ἁλ. 7.9·― μεταφορ., [[ἀκρόαμα]] οὐδὲν παρεπορεύετο, δὲν συνώδευε τὸ [[δεῖπνον]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 142F. II. [[παρέρχομαι]], «περνῶ», τὸν χάρακα Πολύβ. 3. 99, 5· παρὰ τὸ [[χεῖλος]] ὁ αὐτ. 3.14,6· ὑπὸ λόφον τινὰ ὁ αὐτ. 2.27, 5· παραπορεύεσθαι διὰ τῶν σπορίμων Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 23, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-πορεύομαι voorbijtrekken, reizen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj