παριππεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0523.png Seite 523]] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0523.png Seite 523]] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.
}}
{{bailly
|btext=aller à cheval le long de <i>ou</i> au delà de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἱππεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παριππεύω''': [[ἱππεύω]] [[ὑπεράνω]], [[διέρχομαι]] [[ἔφιππος]], πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· [[ἱππεύω]] παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) [[ἱππεύω]] [[μέχρι]] τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., [[διέρχομαι]] τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], Βυζ. 4) [[παρέρχομαι]], [[παραλείπω]], παραμελῶ, Κύριλλ. II. [[παρέρχομαι]], καὶ [[καθόλου]] ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς [[ἄλλῃ]] ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».
|lstext='''παριππεύω''': [[ἱππεύω]] [[ὑπεράνω]], [[διέρχομαι]] [[ἔφιππος]], πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· [[ἱππεύω]] παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) [[ἱππεύω]] [[μέχρι]] τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., [[διέρχομαι]] τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], Βυζ. 4) [[παρέρχομαι]], [[παραλείπω]], παραμελῶ, Κύριλλ. II. [[παρέρχομαι]], καὶ [[καθόλου]] ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς [[ἄλλῃ]] ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».
}}
{{bailly
|btext=aller à cheval le long de <i>ou</i> au delà de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἱππεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml