παριππεύω

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παριππεύω Medium diacritics: παριππεύω Low diacritics: παριππεύω Capitals: ΠΑΡΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: parippeúō Transliteration B: parippeuō Transliteration C: parippeyo Beta Code: parippeu/w

English (LSJ)

A ride along or over, πόντον E. Hel.1665; ride alongside, Th.7.78, Plb.5.83.7, Luc.Par. 61; ride past, Arr.Tact.37.1, 40.5.
2 ride up to, ἐπὶ τὰ μέσα Plb. 3.116.3.
3 pass by, δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους Eub.77.
4 surpass, Philostr.VS1.24.9.

German (Pape)

[Seite 523] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.

French (Bailly abrégé)

aller à cheval le long de ou au delà de.
Étymologie: παρά, ἱππεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ιππεύω langs... galopperen, met acc.: πόντον langs de zee Eur. Hel. 1665.

Russian (Dvoretsky)

παριππεύω:
1 проезжать на конях (πόντον Eur. - о Диоскурах): οἱ Συρακόσιοι παριππεύοντες Thuc. сиракузская конница;
2 подъезжать верхом (ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως Polyb.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου
μσν.-αρχ.
(ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου
β) παραλείπω, παραμελώ
αρχ.
1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι
2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος
3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω
4. υπερβαίνω, υπερτερώ, ξεπερνώ («δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους», Εύβουλ.)
5. ιππεύω μέχρι ένα σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἱππεύω (< ἴππος)].

Greek Monotonic

παριππεύω: μέλ. -σω, διέρχομαι έφιππος, πόντον, σε Ευρ.· ιππεύω παραπλεύρως, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παριππεύω: ἱππεύω ὑπεράνω, διέρχομαι ἔφιππος, πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· ἱππεύω παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) ἱππεύω μέχρι τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., διέρχομαι τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, Βυζ. 4) παρέρχομαι, παραλείπω, παραμελῶ, Κύριλλ. II. παρέρχομαι, καὶ καθόλου ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς ἄλλῃ ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».

Middle Liddell

fut. σω
to ride along or over, πόντον Eur.: to ride alongside, Thuc.

Lexicon Thucydideum

adequitare, to ride up, 7.78.3, 7.78.6.