πειθαρχέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0543.png Seite 543]] dem Vorgesetzten gehorchen oder folgen, übh. gehorsam sein, τινί; Soph. Tr. 1168; Eur. I. A. 1120; τοῖς νόμοις, Ar. Eccl. 762; Plat. Rep. VII, 538 d; Isocr. 3, 12. 4, 103; Pol. 3, 4, 3 u. öfter, u. Sp. – Her. braucht in demselben Sinne das med, [[ἔθνος]] ἀσθενὲς καὶ πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον, 5, 91.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0543.png Seite 543]] dem Vorgesetzten gehorchen oder folgen, übh. gehorsam sein, τινί; Soph. Tr. 1168; Eur. I. A. 1120; τοῖς νόμοις, Ar. Eccl. 762; Plat. Rep. VII, 538 d; Isocr. 3, 12. 4, 103; Pol. 3, 4, 3 u. öfter, u. Sp. – Her. braucht in demselben Sinne das med, [[ἔθνος]] ἀσθενὲς καὶ πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον, 5, 91.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />obéir aux magistrats <i>ou</i> aux lois ; <i>en gén.</i> obéir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πείθαρχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πειθαρχέω''': μέλλ. -ήσω, πείθομαι τῷ ἄρχοντι, τῷ προϊσταμένῳ, εἶμαι [[εὐπειθής]], [[ὑπακούω]], ἀπολ., καὶ [[τἆλλα]] πειθαρχεῖ [[καλῶς]] [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]] Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 2, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 14· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., π. πατρὶ Σοφ. Τρ. 1178· τοῖς νόμοις Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 762· τοῖς ἐφεστῶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 19, πρβλ. Πλάτ. 538D· ὡς ἂν [[μᾶλλον]] τοῖς πηδαλίοις ἡ [[ναῦς]] ἡμῶν πειθαρχῇ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 2· τοῖς προσταχθεῖσιν Ἰσοκρ. 29C· τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 4.— Τὸ [[μέσον]] κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρ’ Ἡροδ., [[ἔθνος]] ... πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον 5. 91.
|lstext='''πειθαρχέω''': μέλλ. -ήσω, πείθομαι τῷ ἄρχοντι, τῷ προϊσταμένῳ, εἶμαι [[εὐπειθής]], [[ὑπακούω]], ἀπολ., καὶ [[τἆλλα]] πειθαρχεῖ [[καλῶς]] [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]] Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 2, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 14· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., π. πατρὶ Σοφ. Τρ. 1178· τοῖς νόμοις Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 762· τοῖς ἐφεστῶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 19, πρβλ. Πλάτ. 538D· ὡς ἂν [[μᾶλλον]] τοῖς πηδαλίοις ἡ [[ναῦς]] ἡμῶν πειθαρχῇ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 2· τοῖς προσταχθεῖσιν Ἰσοκρ. 29C· τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 4.— Τὸ [[μέσον]] κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρ’ Ἡροδ., [[ἔθνος]] ... πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον 5. 91.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />obéir aux magistrats <i>ou</i> aux lois ; <i>en gén.</i> obéir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πείθαρχος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR