Anonymous

πειθαρχέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />obéir aux magistrats <i>ou</i> aux lois ; <i>en gén.</i> obéir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πείθαρχος]].
|btext=-ῶ :<br />obéir aux magistrats <i>ou</i> aux lois ; <i>en gén.</i> obéir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πείθαρχος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πειθαρχέω''': μέλλ. -ήσω, πείθομαι τῷ ἄρχοντι, τῷ προϊσταμένῳ, εἶμαι [[εὐπειθής]], [[ὑπακούω]], ἀπολ., καὶ [[τἆλλα]] πειθαρχεῖ [[καλῶς]] [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]] Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 2, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 14· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., π. πατρὶ Σοφ. Τρ. 1178· τοῖς νόμοις Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 762· τοῖς ἐφεστῶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 19, πρβλ. Πλάτ. 538D· ὡς ἂν [[μᾶλλον]] τοῖς πηδαλίοις ἡ [[ναῦς]] ἡμῶν πειθαρχῇ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 2· τοῖς προσταχθεῖσιν Ἰσοκρ. 29C· τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 4.— Τὸ [[μέσον]] κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρ’ Ἡροδ., [[ἔθνος]] ... πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον 5. 91.
|elnltext=πειθαρχέω [πείθαρχος] gehoorzamen aan de gezagsdrager; ook med..; πειθαρχέεσθαι ἕτοιμον bereid te gehoorzamen Hdt. 5.91.1; meestal met dat.. ῥᾴστη γὰρ τῷ λόγῳ πειθαρχεῖν (deze klasse) gehoorzaamt het gemakkelijkst aan de rede Aristot. Pol. 1295b6.
}}
{{elru
|elrutext='''πειθαρχέω:''' тж. med. слушаться, повиноваться, подчиняться (πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Arph.; ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις NT; ἀσθενὴς καὶ πειθαρχέεσθαι [[ἑτοῖμος]] Her.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πειθαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπακούω]] σε κάποια [[αρχή]], με δοτ., [[πειθαρχέω]] πατρί, σε Σοφ.· <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι [[υπάκουος]], σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πειθαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπακούω]] σε κάποια [[αρχή]], με δοτ., [[πειθαρχέω]] πατρί, σε Σοφ.· <i>τοῖς νόμοις</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι [[υπάκουος]], σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πειθαρχέω:''' тж. med. слушаться, повиноваться, подчиняться (πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Arph.; ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις NT; ἀσθενὴς καὶ πειθαρχέεσθαι [[ἑτοῖμος]] Her.).
|lstext='''πειθαρχέω''': μέλλ. -ήσω, πείθομαι τῷ ἄρχοντι, τῷ προϊσταμένῳ, εἶμαι [[εὐπειθής]], [[ὑπακούω]], ἀπολ., καὶ [[τἆλλα]] πειθαρχεῖ [[καλῶς]] [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]] Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 2, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 14· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., π. πατρὶ Σοφ. Τρ. 1178· τοῖς νόμοις Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 762· τοῖς ἐφεστῶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 19, πρβλ. Πλάτ. 538D· ὡς ἂν [[μᾶλλον]] τοῖς πηδαλίοις ἡ [[ναῦς]] ἡμῶν πειθαρχῇ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 2· τοῖς προσταχθεῖσιν Ἰσοκρ. 29C· τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 4.— Τὸ [[μέσον]] κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρ’ Ἡροδ., [[ἔθνος]] ... πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον 5. 91.
}}
{{elnl
|elnltext=πειθαρχέω [πείθαρχος] gehoorzamen aan de gezagsdrager; ook med..; πειθαρχέεσθαι ἕτοιμον bereid te gehoorzamen Hdt. 5.91.1; meestal met dat.. ῥᾴστη γὰρ τῷ λόγῳ πειθαρχεῖν (deze klasse) gehoorzaamt het gemakkelijkst aan de rede Aristot. Pol. 1295b6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj