περιτρέχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] (s. [[τρέχω]]), herumlaufen, sich schnell im Kreise herumbewegen; Theogn. 505; περιθρέξαι τὴν πύκνα, Ar. Thesm. 657; οὐκοῦν περιθρέξει τὴν λίμνην κύκλῳ, Ran. 193, umlaufen, wie Her. 8, 128; umherlaufen, Lys. 30, 21; ἐν κύκλῳ [[περιθρεκτέον]] τῷ λόγῳ, Plat. Theaet. 160 e; εἰς ταὐτόν, wieder auf denselben Punkt zurückkommen, 200 c; περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος, Ap. Rh. 3, 676; – übertr., im Umlauf sein, gäng und gebe, bes. im partic.; Plat. Ep. VII, 333 e; ὀνόματα κοινὰ καὶ περιτρέχοντα, D. Hal. Din. 2; Plut. Dion. 54; überall herumlaufen, überall zu finden sein, wie die Rhetorik eine [[τέχνη]] περιτρέχουσα heißt, quod in omni materia diceret, Quinct. 2, 21, 7; – auch wie circumvenire, listig umgehen, betrügen, Ar. Equ. 56 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] (s. [[τρέχω]]), herumlaufen, sich schnell im Kreise herumbewegen; Theogn. 505; περιθρέξαι τὴν πύκνα, Ar. Thesm. 657; οὐκοῦν περιθρέξει τὴν λίμνην κύκλῳ, Ran. 193, umlaufen, wie Her. 8, 128; umherlaufen, Lys. 30, 21; ἐν κύκλῳ [[περιθρεκτέον]] τῷ λόγῳ, Plat. Theaet. 160 e; εἰς ταὐτόν, wieder auf denselben Punkt zurückkommen, 200 c; περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος, Ap. Rh. 3, 676; – übertr., im Umlauf sein, gäng und gebe, bes. im partic.; Plat. Ep. VII, 333 e; ὀνόματα κοινὰ καὶ περιτρέχοντα, D. Hal. Din. 2; Plut. Dion. 54; überall herumlaufen, überall zu finden sein, wie die Rhetorik eine [[τέχνη]] περιτρέχουσα heißt, quod in omni materia diceret, Quinct. 2, 21, 7; – auch wie circumvenire, listig umgehen, betrügen, Ar. Equ. 56 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 poét.</i> περίδραμον;<br />courir autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, ἀλλὰ συνήθ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. περιέδρᾰμον· πρκμ. -δεδράμηκα Πλάτ. Κλειτοφ. 410Α. Τρέχω ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, τὸ δὲ [[δῶμα]] περιτρέχει, [[ὅπερ]] λέγει [[μέθυσος]], Θέογν. 505· π. τὰ κυνίδια Ξεν. Οἰκ. 13, 8· π. [[δεῦρο]] Ἀριστοφ. Σφ. 138· π. εἰς ταὐτόν, περιστρέφομαι καὶ καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], Λατ. redire, Πλάτ. Θεαίτ. 200C, πρβλ. Κλειτοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[τρέχω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· κύκλῳ δεήσει περιτρέχειν με καὶ βοᾶν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 3· π. ὅπῃ τύχοιμι Πλάτ. Συμπ. 173Α, πρβλ. Λυσίαν 185. 13. 3) μεταφορ., [[ταῦτα]] μὲν γὰρ περιτρέχοντα πᾶσι προσφέρεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 202Α· ἡ περιτρέχουσα [[ἑταιρεία]], κοινὴ [[ἑταιρεία]], Πλάτ. Ἐπιστ. 333D· ὀνόματα περιτρέχοντα, περιτυχόντα, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 2· ἡ περιτρέχουσα [[ὑγρότης]], ἡ ἐπικρατοῦσα [[ὑγρασία]], Πλούτ. 2. 67Ε· [[οὕτως]] ἡ ῥητορικὴ ἐκαλεῖτο: [[τέχνη]] περιτρέχουσα, περιεκτική, quod in omni materia diceret, Quint. Instt. 2. 21, 7. II. μετ’ αἰτ., [[τρέχω]] ὁλόγυρά τινος, τινὰ Ἡρόδ. 8. 128· τὴν λίμνην κύκλῳ Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· [[τρέχω]] ὁλόγυρα ζητῶν, τὴν Πύκνα πᾶσαν ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 657· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐν τῷ πρκμ., [[περιβάλλω]], ὠκεανὸς π. γαῖαν Διον. Π. 41, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 5. 2) μεταφορ., [[περιέρχομαι]], περικυκλώνω, [[περιλαμβάνω]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 56. ― Πρβλ. [[περιέρχομαι]].
|lstext='''περιτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, ἀλλὰ συνήθ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. περιέδρᾰμον· πρκμ. -δεδράμηκα Πλάτ. Κλειτοφ. 410Α. Τρέχω ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, τὸ δὲ [[δῶμα]] περιτρέχει, [[ὅπερ]] λέγει [[μέθυσος]], Θέογν. 505· π. τὰ κυνίδια Ξεν. Οἰκ. 13, 8· π. [[δεῦρο]] Ἀριστοφ. Σφ. 138· π. εἰς ταὐτόν, περιστρέφομαι καὶ καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], Λατ. redire, Πλάτ. Θεαίτ. 200C, πρβλ. Κλειτοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[τρέχω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· κύκλῳ δεήσει περιτρέχειν με καὶ βοᾶν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 3· π. ὅπῃ τύχοιμι Πλάτ. Συμπ. 173Α, πρβλ. Λυσίαν 185. 13. 3) μεταφορ., [[ταῦτα]] μὲν γὰρ περιτρέχοντα πᾶσι προσφέρεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 202Α· ἡ περιτρέχουσα [[ἑταιρεία]], κοινὴ [[ἑταιρεία]], Πλάτ. Ἐπιστ. 333D· ὀνόματα περιτρέχοντα, περιτυχόντα, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 2· ἡ περιτρέχουσα [[ὑγρότης]], ἡ ἐπικρατοῦσα [[ὑγρασία]], Πλούτ. 2. 67Ε· [[οὕτως]] ἡ ῥητορικὴ ἐκαλεῖτο: [[τέχνη]] περιτρέχουσα, περιεκτική, quod in omni materia diceret, Quint. Instt. 2. 21, 7. II. μετ’ αἰτ., [[τρέχω]] ὁλόγυρά τινος, τινὰ Ἡρόδ. 8. 128· τὴν λίμνην κύκλῳ Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· [[τρέχω]] ὁλόγυρα ζητῶν, τὴν Πύκνα πᾶσαν ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 657· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐν τῷ πρκμ., [[περιβάλλω]], ὠκεανὸς π. γαῖαν Διον. Π. 41, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 5. 2) μεταφορ., [[περιέρχομαι]], περικυκλώνω, [[περιλαμβάνω]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 56. ― Πρβλ. [[περιέρχομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 poét.</i> περίδραμον;<br />courir autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth