Anonymous

περιτρέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.2 poét.</i> περίδραμον;<br />courir autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρέχω]].
|btext=<i>ao.2 poét.</i> περίδραμον;<br />courir autour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, ἀλλὰ συνήθ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. περιέδρᾰμον· πρκμ. -δεδράμηκα Πλάτ. Κλειτοφ. 410Α. Τρέχω ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, τὸ δὲ [[δῶμα]] περιτρέχει, [[ὅπερ]] λέγει [[μέθυσος]], Θέογν. 505· π. τὰ κυνίδια Ξεν. Οἰκ. 13, 8· π. [[δεῦρο]] Ἀριστοφ. Σφ. 138· π. εἰς ταὐτόν, περιστρέφομαι καὶ καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], Λατ. redire, Πλάτ. Θεαίτ. 200C, πρβλ. Κλειτοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[τρέχω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· κύκλῳ δεήσει περιτρέχειν με καὶ βοᾶν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 3· π. ὅπῃ τύχοιμι Πλάτ. Συμπ. 173Α, πρβλ. Λυσίαν 185. 13. 3) μεταφορ., [[ταῦτα]] μὲν γὰρ περιτρέχοντα πᾶσι προσφέρεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 202Α· ἡ περιτρέχουσα [[ἑταιρεία]], κοινὴ [[ἑταιρεία]], Πλάτ. Ἐπιστ. 333D· ὀνόματα περιτρέχοντα, περιτυχόντα, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 2· ἡ περιτρέχουσα [[ὑγρότης]], ἡ ἐπικρατοῦσα [[ὑγρασία]], Πλούτ. 2. 67Ε· [[οὕτως]] ἡ ῥητορικὴ ἐκαλεῖτο: [[τέχνη]] περιτρέχουσα, περιεκτική, quod in omni materia diceret, Quint. Instt. 2. 21, 7. II. μετ’ αἰτ., [[τρέχω]] ὁλόγυρά τινος, τινὰ Ἡρόδ. 8. 128· τὴν λίμνην κύκλῳ Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· [[τρέχω]] ὁλόγυρα ζητῶν, τὴν Πύκνα πᾶσαν ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 657· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐν τῷ πρκμ., [[περιβάλλω]], ὠκεανὸς π. γαῖαν Διον. Π. 41, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 5. 2) μεταφορ., [[περιέρχομαι]], περικυκλώνω, [[περιλαμβάνω]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 56. ― Πρβλ. [[περιέρχομαι]].
|elnltext=περι-τρέχω met acc. rondom... rennen:; περιθρέξει δῆτα τὴν λίμνην; ga jij dan om het meer rennen? Aristoph. Ran. 193; ook abs. eromheen rennen:; ἄλλοι δὲ περίδραμον υἷες Ἀχαιῶν de andere zonen der Grieken renden eromheen Il. 22.369; omgeven:. σακὸς δ’ εὐίερος περιδέδρομεν een heilige omheining omgeeft het AP 9.437. abs. in het rond lopen:; εἰς ταὐτόν π. bij hetzelfde punt uitkomen Plat. Tht. 200c; overdr. in omloop zijn, gangbaar zijn:. ἐκ τῆς περιτρεχούσης ἑταιρείας uit de gebruikelijke kameraadschap Plat. Epist. 333e.
}}
{{elru
|elrutext='''περιτρέχω:''' (aor. 1 περιέθρεξα - aor. 2 [[περιέδραμον]] - эп. [[περίδραμον]], pf. περιδεδράμηκα и [[περιδέδρομα]])<br /><b class="num">1)</b> [[бегать вокруг]], [[обегать кругом]] (τὴν λίμνην [[κύκλῳ]] Arph.; ὅλην τὴν χώραν NT): τὸν βληθέντα περιέδραμε [[ὅμιλος]] Her. толпа окружила (досл. сбежалась вокруг) раненого; εἰς ταὐτὸν π. [[μυριάκις]] Plat. тысячи раз возвращаться к одному и тому же; περιτρέχων [[ὅπη]] [[τύχοιμι]] Plat. бегая, где придется, т. е. мечась из стороны в сторону;<br /><b class="num">2)</b> [[быть во всеобщем употреблении]]: τὰ περιτρέχοντα Plat. общеупотребительные выражения; ἐκ τῆς περιτρεχούσης ἑταιρείας γνώριμόν τινι [[γενέσθαι]] Plut. познакомиться с кем-л. в повседневном общении;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[обходить]], [[обманывать]] (πανουργότατα Arph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''περιτρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, παρακ. -[[δεδράμηκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Θέογν., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> περιστρέφομαι, σε Πλάτ.· μεταφ., είμαι [[επίκαιρος]], στη [[μόδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., [[περικυκλώνω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περιτρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, παρακ. -[[δεδράμηκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Θέογν., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> περιστρέφομαι, σε Πλάτ.· μεταφ., είμαι [[επίκαιρος]], στη [[μόδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., [[περικυκλώνω]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιτρέχω:''' (aor. 1 περιέθρεξα - aor. 2 [[περιέδραμον]] - эп. [[περίδραμον]], pf. περιδεδράμηκα и [[περιδέδρομα]])<br /><b class="num">1)</b> [[бегать вокруг]], [[обегать кругом]] (τὴν λίμνην [[κύκλῳ]] Arph.; ὅλην τὴν χώραν NT): τὸν βληθέντα περιέδραμε [[ὅμιλος]] Her. толпа окружила (досл. сбежалась вокруг) раненого; εἰς ταὐτὸν π. [[μυριάκις]] Plat. тысячи раз возвращаться к одному и тому же; περιτρέχων [[ὅπη]] [[τύχοιμι]] Plat. бегая, где придется, т. е. мечась из стороны в сторону;<br /><b class="num">2)</b> [[быть во всеобщем употреблении]]: τὰ περιτρέχοντα Plat. общеупотребительные выражения; ἐκ τῆς περιτρεχούσης ἑταιρείας γνώριμόν τινι [[γενέσθαι]] Plut. познакомиться с кем-л. в повседневном общении;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[обходить]], [[обманывать]] (πανουργότατα Arph.).
|lstext='''περιτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, ἀλλὰ συνήθ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. περιέδρᾰμον· πρκμ. -δεδράμηκα Πλάτ. Κλειτοφ. 410Α. Τρέχω ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, τὸ δὲ [[δῶμα]] περιτρέχει, [[ὅπερ]] λέγει [[μέθυσος]], Θέογν. 505· π. τὰ κυνίδια Ξεν. Οἰκ. 13, 8· π. [[δεῦρο]] Ἀριστοφ. Σφ. 138· π. εἰς ταὐτόν, περιστρέφομαι καὶ καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], Λατ. redire, Πλάτ. Θεαίτ. 200C, πρβλ. Κλειτοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[τρέχω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· κύκλῳ δεήσει περιτρέχειν με καὶ βοᾶν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 3· π. ὅπῃ τύχοιμι Πλάτ. Συμπ. 173Α, πρβλ. Λυσίαν 185. 13. 3) μεταφορ., [[ταῦτα]] μὲν γὰρ περιτρέχοντα πᾶσι προσφέρεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 202Α· ἡ περιτρέχουσα [[ἑταιρεία]], κοινὴ [[ἑταιρεία]], Πλάτ. Ἐπιστ. 333D· ὀνόματα περιτρέχοντα, περιτυχόντα, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 2· ἡ περιτρέχουσα [[ὑγρότης]], ἡ ἐπικρατοῦσα [[ὑγρασία]], Πλούτ. 2. 67Ε· [[οὕτως]] ἡ ῥητορικὴ ἐκαλεῖτο: [[τέχνη]] περιτρέχουσα, περιεκτική, quod in omni materia diceret, Quint. Instt. 2. 21, 7. II. μετ’ αἰτ., [[τρέχω]] ὁλόγυρά τινος, τινὰ Ἡρόδ. 8. 128· τὴν λίμνην κύκλῳ Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· [[τρέχω]] ὁλόγυρα ζητῶν, τὴν Πύκνα πᾶσαν ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 657· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐν τῷ πρκμ., [[περιβάλλω]], ὠκεανὸς π. γαῖαν Διον. Π. 41, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 5. 2) μεταφορ., [[περιέρχομαι]], περικυκλώνω, [[περιλαμβάνω]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 56. ― Πρβλ. [[περιέρχομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-τρέχω met acc. rondom... rennen:; περιθρέξει δῆτα τὴν λίμνην; ga jij dan om het meer rennen? Aristoph. Ran. 193; ook abs. eromheen rennen:; ἄλλοι δὲ περίδραμον υἷες Ἀχαιῶν de andere zonen der Grieken renden eromheen Il. 22.369; omgeven:. σακὸς δ’ εὐίερος περιδέδρομεν een heilige omheining omgeeft het AP 9.437. abs. in het rond lopen:; εἰς ταὐτόν π. bij hetzelfde punt uitkomen Plat. Tht. 200c; overdr. in omloop zijn, gangbaar zijn:. ἐκ τῆς περιτρεχούσης ἑταιρείας uit de gebruikelijke kameraadschap Plat. Epist. 333e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj