πολιτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0657.png Seite 657]] den Bürger betreffend, [[bürgerlich]]; ξύλλογος, Plat. Gorg. 452 e; οἶκοι, Bürgerhäuser, Isocr. 2, 21; [[στράτευμα]], aus Bürgern bestehend, im Ggstz von συμμάχων, Xen. Hell. 4, 4, 19 u. oft, wie οἱ πολιτικοὶ ἱππεῖς, Pol. 1, 9, 4; bes. im Ggstz von ξένοι, ξενικόν (so auch [[μάγειρος]] [[πολιτικός]] im Ggstz des [[ἐκτόπιος]], Ath. XIV, 659 a, u. nach B. A. 99 stehen den ἄγρια θηρία die πολιτικά, Hausthiere, entgegen). – Bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt, ὁ [[πολιτικός]], der [[Staatsmann]], Plat. defin. 415 c πολιτικὸς [[ἐπιστήμων]] πόλεως κατασκευῆς; so ἐπιθυμεῖς πολιτικὸς εἶναι, Gorg. 513 b; Euthyd. 305 c u. öfter; vgl. Xen. Cyr. 2, 2, 14; πολιτικὴ [[ἐπιστήμη]], die Kunst der Staatsverwaltung, Plat. Polit. 303 e; [[τέχνη]], Gorg. 521 d; auch πολιτικὸς [[βίος]], Rep. VII, 521 b; πολιτικαὶ πράξεις, Hipp. mai. 281 c, u. sonst; auch πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben, Gorg. 521 d Apol. 31 d; im Ggstz von τὰ οἰκεῖα, Thuc. 2, 40; τὸ πολιτικόν, die Gesammtheit der Bürger, die Bürgerschaft, Her. 7, 103; – πολιτικὴ [[χώρα]], ager publicus, Pol. 6, 45, 3. – Überh. in Beziehung auf das Leben im Staate, [[öffentlich]], [[λόγος]] u. dgl.; dem Staate nützlich, πολιτικώτατον [[κτῆμα]], Xen. Cyr. 1, 5, 12; auch den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich, Pol. 24, 5, 7 u. öfter; u. so im adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich, 18, 31, 7; vgl. noch οὐκ [[ἴσως]] οὐδὲ πολιτικῶς [[ἔνιοι]] πολιτεύονται, Dem. 10, 74; πολιτικῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151. – Von der Sprache und dem Ausdrucke, wie sie im bürgerlichen Leben oder in öffentlichen Verhandlungen gelten, vgl. Schaef, zu D. Hal. de C. V. p. 6, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0657.png Seite 657]] den Bürger betreffend, [[bürgerlich]]; ξύλλογος, Plat. Gorg. 452 e; οἶκοι, Bürgerhäuser, Isocr. 2, 21; [[στράτευμα]], aus Bürgern bestehend, im Ggstz von συμμάχων, Xen. Hell. 4, 4, 19 u. oft, wie οἱ πολιτικοὶ ἱππεῖς, Pol. 1, 9, 4; bes. im Ggstz von ξένοι, ξενικόν (so auch [[μάγειρος]] [[πολιτικός]] im Ggstz des [[ἐκτόπιος]], Ath. XIV, 659 a, u. nach B. A. 99 stehen den ἄγρια θηρία die πολιτικά, Hausthiere, entgegen). – Bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt, ὁ [[πολιτικός]], der [[Staatsmann]], Plat. defin. 415 c πολιτικὸς [[ἐπιστήμων]] πόλεως κατασκευῆς; so ἐπιθυμεῖς πολιτικὸς εἶναι, Gorg. 513 b; Euthyd. 305 c u. öfter; vgl. Xen. Cyr. 2, 2, 14; πολιτικὴ [[ἐπιστήμη]], die Kunst der Staatsverwaltung, Plat. Polit. 303 e; [[τέχνη]], Gorg. 521 d; auch πολιτικὸς [[βίος]], Rep. VII, 521 b; πολιτικαὶ πράξεις, Hipp. mai. 281 c, u. sonst; auch πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben, Gorg. 521 d Apol. 31 d; im Ggstz von τὰ οἰκεῖα, Thuc. 2, 40; τὸ πολιτικόν, die Gesammtheit der Bürger, die Bürgerschaft, Her. 7, 103; – πολιτικὴ [[χώρα]], ager publicus, Pol. 6, 45, 3. – Überh. in Beziehung auf das Leben im Staate, [[öffentlich]], [[λόγος]] u. dgl.; dem Staate nützlich, πολιτικώτατον [[κτῆμα]], Xen. Cyr. 1, 5, 12; auch den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich, Pol. 24, 5, 7 u. öfter; u. so im adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich, 18, 31, 7; vgl. noch οὐκ [[ἴσως]] οὐδὲ πολιτικῶς [[ἔνιοι]] πολιτεύονται, Dem. 10, 74; πολιτικῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151. – Von der Sprache und dem Ausdrucke, wie sie im bürgerlichen Leben oder in öffentlichen Verhandlungen gelten, vgl. Schaef, zu D. Hal. de C. V. p. 6, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> de citoyen :<br /><b>1</b> qui concerne les citoyens, de citoyen ; [[ἰσονομία]] πολιτική THC égalité de droits pour les citoyens, égalité civile;<br /><b>2</b> qui se compose de citoyens ; τὸ πολιτικόν, la réunion des citoyens ; πολιτικόν [[στράτευμα]] XÉN <i>ou</i> τὸ πολιτικόν XÉN le contingent des citoyens dans l'armée athénienne, <i>p. opp. aux alliés</i>;<br /><b>II.</b> de l'État, qui concerne l'État, <i>d'où</i><br /><b>1</b> de l'État, public ; τὰ πολιτικά <i>en gén.</i> les affaires de l'État, affaires publiques ; <i>ou particul.</i> les sciences politiques et administratives;<br /><b>2</b> qui convient aux affaires publiques <i>ou</i> à un homme public.<br />'''Étymologie:''' [[πολίτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῑτῐκός''': -ή, -όν, ([[πολίτης]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολίτας, ξύλλογος Πλάτ. Γοργ. 452Ε· [[οἶκος]] Ἰσοκρ. 19Α· αἱ πολ. λειτουργίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ τῶν μετοίκων, Δημ. 462. 14· π. [[κοινωνία]], [[βίος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 1 καὶ 5, 10· πολ. [[χώρα]], Λατ. ager publicus, Πολύβ. 6. 45, 3· παῖδες π., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς υἱοὺς τῶν χωρικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5805. 6, πρβλ. 1586. 29. 2) ὁ ἁρμόζων ἢ ἐμπρέπων εἰς πολίτην, [[πολιτικός]], Λατ. civilis, [[ἰσονομία]] Θουκ. 3. 82· [[σχῆμα]] π. τοῦ λόγου ὁ αὐτ. 8. 89· τιμαί, ἀγῶνες Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24 καὶ 26· π. [[ἀρετὴ]] ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 10, 7· ἡ πολιτικωτάτη [[ἔρις]] ὁ αὐτ. 4. 5· τὰ πολιτικὰ, αἱ πολιτικαὶ ὑποθέσεις, ἐν ἀντιθέσει τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 5, πρβλ. Ἱππαρχ. 2, 1· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ [[ὀλιγαρχία]], [[μᾶλλον]] κλίνουσα εἰς δημοκρατικὸν [[πολίτευμα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 3· π. [[ἀρχή]], [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., πολιτικῶς ἔχω, [[σκέπτομαι]], ἐνεργῶ ὡς [[πολίτης]], [[συμφώνως]] πρὸς τὴν πολιτείαν, Λατ. civiliter agere, Ἰσοκρ. 56D· οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ὁ αὐτ. 72Β· οὐκ [[ἴσως]] οὐδὲ π. Δημ. 151. 4· π. ἄρχειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βασιλικῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 12, 1· πρὸς τὸ δεσποτικῶς, 7. 2, 7· ― [[ἐντεῦθεν]], β) πολιτικὸς τοὺς τρόπους, [[περιποιητικός]], Πολύβ. 24. 5, 7· ― Ἐπίρρ., εὐγενῶς, μὲ καλὸν τρόπον, [[πράως]] καὶ πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν ὁ αὐτ. 18. 31, 7. 3) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολιτῶν, τὸ πολιτικὸν = οἱ πολῖται, Ἡρόδ. 7. 103, Θουκ. 8. 93· τὸ π. [[στράτευμα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τῶν συμμάχων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19· ἢ [[ἄνευ]] τῆς λ. [[στράτευμα]], [[αὐτόθι]] 5. 3, 35, κτλ.· αἱ π. δυνάμεις, ἀντίθετον τῷ ξένοι, μισθοφόροι, Αἰσχίν. 67. 31, Δημ. 306. 17· οἱ ἱππεῖς καὶ πεζοὶ Πολύβ. 1. 9, 4. 4) ὁ ἐν κοινωνίᾳ ζῶν, [[κοινωνικός]], [[ἄνθρωπος]] φύσει [[ζῷον]] π. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2. 9, πρβλ. 3. 6, 3., 3. 17, 1· πολιτικὰ δ’ ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων [[ἔργον]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 25 ― [[ὡσαύτως]], ὁ ἁρμόζων ἢ [[κατάλληλος]] δι’ ἐλευθέραν κυβέρνησιν (πρβλ. [[πολιτεία]] ΙΙΙ. 2), Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 1 καὶ 4, πρβλ. 4. 9, 3. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πολιτικὸν ἄνδρα, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 14, Πλάτ. Ἀλκ. 1, 133Ε, ― ὁ [[πολιτικός]], ἐπιγραφὴ ἑνὸς τῶν διαλόγων τοῦ Πλάτωνος, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 2., 3. 1, 1., 3. 3, 6· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὅσον [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] (ὅσον ἀπαιτεῖται) διὰ πολιτικὸν ἄνδρα, [[αὐτόθι]] 3. 2, 1. ΙΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν διοίκησιν αὐτήν, [[δημόσιος]], Λατ. publicus, ἀντίθετον τῷ [[οἰκεῖος]], Θουκ. 2. 40, κτλ.· π. πράγματα Ἰσοκρ. 64Β· πράξεις Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281C· ἡ π. [[τέχνη]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 319Α· καὶ ἡ πολιτικὴ (ἐξυπακουομ. τοῦ [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κυβερνᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 521D, κτλ.· [[ἀλλά]], ἡ π. [[ἐπιστήμη]] ἢ ἡ π., μόνον, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, δηλ. αἱ ἀρχαὶ αἱ ὁρίζουσαι τὰς κανονικὰς σχέσεις καὶ καθήκοντα, κτλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἠθικὴν (τὴν ἐπιστήμην τῶν ἀτομικῶν ἑκάστου καθηκόντων), συχν. παρὰ Πλάτ., [[οἷον]] Πολιτικ. 259C, 303Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 7, Ἠθ. Ν. 6. 8, 2· ― τὰ πολιτικά, τὰ πράγματα τῆς πολιτείας, αἱ δημόσιαι ὑποθέσεις, Θουκ. 6. 15, 89, Πλάτ., κτλ.· τὰ π. [[πράττω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Πλάτ. Ἀπολ. 31D, Γοργ. 521D· [[ἀλλά]], τὰ π. βλάπτειν, βλάπτειν τὰ συμφέροντα τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 407D. 2) ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς πολιτείας, ἐκ τῆς πόλεως, οὐ γὰρ ἐκ πολιτικῆς αἰτίας Δημ. 584. 14. IV. [[καθόλου]], ὁ ἔχων σχέσιν ἢ ἀναφορὰν πρὸς τὸν ὅλον δημόσιον βίον, [[πολιτικός]], [[δημόσιος]], ἀντίθετον τῷ κατ’ ἰδίας, Θουκ. 8. 89· οὕτω, π. τιμαὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24· [[λόγος]] Ἰσοκρ. 319C· τίς πολ. καὶ κοινὴ [[βοήθεια]]; Δημ. 328. 6. V. ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὁ ἁρμόζων εἰς τὸν δημόσιον ¦βίον τοῦ πολίτου, [[δεκτός]], [[δόκιμος]]· (πρβλ. notus civilisque et proprius sermo παρὰ Σουητωνίῳ), τῶν ὀνομάτων τὰ π. Ἰσοκρ. 190Ε· πρβλ. Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. σ. 6, 7· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ποιητικός]], Φρύνιχ. 53. VI. Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.
|lstext='''πολῑτῐκός''': -ή, -όν, ([[πολίτης]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολίτας, ξύλλογος Πλάτ. Γοργ. 452Ε· [[οἶκος]] Ἰσοκρ. 19Α· αἱ πολ. λειτουργίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ τῶν μετοίκων, Δημ. 462. 14· π. [[κοινωνία]], [[βίος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 1 καὶ 5, 10· πολ. [[χώρα]], Λατ. ager publicus, Πολύβ. 6. 45, 3· παῖδες π., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς υἱοὺς τῶν χωρικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5805. 6, πρβλ. 1586. 29. 2) ὁ ἁρμόζων ἢ ἐμπρέπων εἰς πολίτην, [[πολιτικός]], Λατ. civilis, [[ἰσονομία]] Θουκ. 3. 82· [[σχῆμα]] π. τοῦ λόγου ὁ αὐτ. 8. 89· τιμαί, ἀγῶνες Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24 καὶ 26· π. [[ἀρετὴ]] ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 10, 7· ἡ πολιτικωτάτη [[ἔρις]] ὁ αὐτ. 4. 5· τὰ πολιτικὰ, αἱ πολιτικαὶ ὑποθέσεις, ἐν ἀντιθέσει τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 5, πρβλ. Ἱππαρχ. 2, 1· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ [[ὀλιγαρχία]], [[μᾶλλον]] κλίνουσα εἰς δημοκρατικὸν [[πολίτευμα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 3· π. [[ἀρχή]], [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., πολιτικῶς ἔχω, [[σκέπτομαι]], ἐνεργῶ ὡς [[πολίτης]], [[συμφώνως]] πρὸς τὴν πολιτείαν, Λατ. civiliter agere, Ἰσοκρ. 56D· οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ὁ αὐτ. 72Β· οὐκ [[ἴσως]] οὐδὲ π. Δημ. 151. 4· π. ἄρχειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βασιλικῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 12, 1· πρὸς τὸ δεσποτικῶς, 7. 2, 7· ― [[ἐντεῦθεν]], β) πολιτικὸς τοὺς τρόπους, [[περιποιητικός]], Πολύβ. 24. 5, 7· ― Ἐπίρρ., εὐγενῶς, μὲ καλὸν τρόπον, [[πράως]] καὶ πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν ὁ αὐτ. 18. 31, 7. 3) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολιτῶν, τὸ πολιτικὸν = οἱ πολῖται, Ἡρόδ. 7. 103, Θουκ. 8. 93· τὸ π. [[στράτευμα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τῶν συμμάχων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19· ἢ [[ἄνευ]] τῆς λ. [[στράτευμα]], [[αὐτόθι]] 5. 3, 35, κτλ.· αἱ π. δυνάμεις, ἀντίθετον τῷ ξένοι, μισθοφόροι, Αἰσχίν. 67. 31, Δημ. 306. 17· οἱ ἱππεῖς καὶ πεζοὶ Πολύβ. 1. 9, 4. 4) ὁ ἐν κοινωνίᾳ ζῶν, [[κοινωνικός]], [[ἄνθρωπος]] φύσει [[ζῷον]] π. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2. 9, πρβλ. 3. 6, 3., 3. 17, 1· πολιτικὰ δ’ ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων [[ἔργον]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 25 ― [[ὡσαύτως]], ὁ ἁρμόζων ἢ [[κατάλληλος]] δι’ ἐλευθέραν κυβέρνησιν (πρβλ. [[πολιτεία]] ΙΙΙ. 2), Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 1 καὶ 4, πρβλ. 4. 9, 3. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πολιτικὸν ἄνδρα, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 14, Πλάτ. Ἀλκ. 1, 133Ε, ― ὁ [[πολιτικός]], ἐπιγραφὴ ἑνὸς τῶν διαλόγων τοῦ Πλάτωνος, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 2., 3. 1, 1., 3. 3, 6· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὅσον [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] (ὅσον ἀπαιτεῖται) διὰ πολιτικὸν ἄνδρα, [[αὐτόθι]] 3. 2, 1. ΙΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν διοίκησιν αὐτήν, [[δημόσιος]], Λατ. publicus, ἀντίθετον τῷ [[οἰκεῖος]], Θουκ. 2. 40, κτλ.· π. πράγματα Ἰσοκρ. 64Β· πράξεις Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281C· ἡ π. [[τέχνη]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 319Α· καὶ ἡ πολιτικὴ (ἐξυπακουομ. τοῦ [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κυβερνᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 521D, κτλ.· [[ἀλλά]], ἡ π. [[ἐπιστήμη]] ἢ ἡ π., μόνον, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, δηλ. αἱ ἀρχαὶ αἱ ὁρίζουσαι τὰς κανονικὰς σχέσεις καὶ καθήκοντα, κτλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἠθικὴν (τὴν ἐπιστήμην τῶν ἀτομικῶν ἑκάστου καθηκόντων), συχν. παρὰ Πλάτ., [[οἷον]] Πολιτικ. 259C, 303Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 7, Ἠθ. Ν. 6. 8, 2· ― τὰ πολιτικά, τὰ πράγματα τῆς πολιτείας, αἱ δημόσιαι ὑποθέσεις, Θουκ. 6. 15, 89, Πλάτ., κτλ.· τὰ π. [[πράττω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Πλάτ. Ἀπολ. 31D, Γοργ. 521D· [[ἀλλά]], τὰ π. βλάπτειν, βλάπτειν τὰ συμφέροντα τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 407D. 2) ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς πολιτείας, ἐκ τῆς πόλεως, οὐ γὰρ ἐκ πολιτικῆς αἰτίας Δημ. 584. 14. IV. [[καθόλου]], ὁ ἔχων σχέσιν ἢ ἀναφορὰν πρὸς τὸν ὅλον δημόσιον βίον, [[πολιτικός]], [[δημόσιος]], ἀντίθετον τῷ κατ’ ἰδίας, Θουκ. 8. 89· οὕτω, π. τιμαὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24· [[λόγος]] Ἰσοκρ. 319C· τίς πολ. καὶ κοινὴ [[βοήθεια]]; Δημ. 328. 6. V. ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὁ ἁρμόζων εἰς τὸν δημόσιον ¦βίον τοῦ πολίτου, [[δεκτός]], [[δόκιμος]]· (πρβλ. notus civilisque et proprius sermo παρὰ Σουητωνίῳ), τῶν ὀνομάτων τὰ π. Ἰσοκρ. 190Ε· πρβλ. Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. σ. 6, 7· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ποιητικός]], Φρύνιχ. 53. VI. Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> de citoyen :<br /><b>1</b> qui concerne les citoyens, de citoyen ; [[ἰσονομία]] πολιτική THC égalité de droits pour les citoyens, égalité civile;<br /><b>2</b> qui se compose de citoyens ; τὸ πολιτικόν, la réunion des citoyens ; πολιτικόν [[στράτευμα]] XÉN <i>ou</i> τὸ πολιτικόν XÉN le contingent des citoyens dans l'armée athénienne, <i>p. opp. aux alliés</i>;<br /><b>II.</b> de l'État, qui concerne l'État, <i>d'où</i><br /><b>1</b> de l'État, public ; τὰ πολιτικά <i>en gén.</i> les affaires de l'État, affaires publiques ; <i>ou particul.</i> les sciences politiques et administratives;<br /><b>2</b> qui convient aux affaires publiques <i>ou</i> à un homme public.<br />'''Étymologie:''' [[πολίτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml