3,277,226
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> de citoyen :<br /><b>1</b> qui concerne les citoyens, de citoyen ; [[ἰσονομία]] πολιτική THC égalité de droits pour les citoyens, égalité civile;<br /><b>2</b> qui se compose de citoyens ; τὸ πολιτικόν, la réunion des citoyens ; πολιτικόν [[στράτευμα]] XÉN <i>ou</i> τὸ πολιτικόν XÉN le contingent des citoyens dans l'armée athénienne, <i>p. opp. aux alliés</i>;<br /><b>II.</b> de l'État, qui concerne l'État, <i>d'où</i><br /><b>1</b> de l'État, public ; τὰ πολιτικά <i>en gén.</i> les affaires de l'État, affaires publiques ; <i>ou particul.</i> les sciences politiques et administratives;<br /><b>2</b> qui convient aux affaires publiques <i>ou</i> à un homme public.<br />'''Étymologie:''' [[πολίτης]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> de citoyen :<br /><b>1</b> qui concerne les citoyens, de citoyen ; [[ἰσονομία]] πολιτική THC égalité de droits pour les citoyens, égalité civile;<br /><b>2</b> qui se compose de citoyens ; τὸ πολιτικόν, la réunion des citoyens ; πολιτικόν [[στράτευμα]] XÉN <i>ou</i> τὸ πολιτικόν XÉN le contingent des citoyens dans l'armée athénienne, <i>p. opp. aux alliés</i>;<br /><b>II.</b> de l'État, qui concerne l'État, <i>d'où</i><br /><b>1</b> de l'État, public ; τὰ πολιτικά <i>en gén.</i> les affaires de l'État, affaires publiques ; <i>ou particul.</i> les sciences politiques et administratives;<br /><b>2</b> qui convient aux affaires publiques <i>ou</i> à un homme public.<br />'''Étymologie:''' [[πολίτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολιτικός -ή -όν [πολίτης] de burgers betreffend (~ πολίτης ) van de burgers:. κήδου τῶν οἴκων τῶν πολιτικῶν draag zorg voor huishoudens van de burgers Isocr. 2.21; ἰσονομία πολιτική gelijkberechtigdheid van de burgers Thuc. 3.82.8; ἡ πολιτικὴ τέχνη burgerlijke bekwaamheid Plat. Prot. 319a; τὰ πολιτικὰ διδάσκειν onderwijs geven in burgerdeugd Xen. Mem. 1.2.17. uit burgers bestaand, burger-:; τὸ πολιτικὸν στράτευμα het burgerleger Xen. Hell. 4.4.19; subst. τὸ πολιτικόν de burgerij; Hdt. 7.103.1; ook burgerleger. Xen. Hell. 5.3.25. de staat betreffend (~ πόλις ) de staat betreffend, staats-:. οἰκείων καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια zorg voor privé- en staatsbelangen Thuc. 2.40.2; τὰ πολιτικὰ βλάπτειν het staatsbelang schaden Plat. Resp. 407d; τὰ πολιτικὰ πράττειν zich met staatszaken bezighouden Plat. Ap. 31d; πολιτικὸς ἐπιστήμων πόλεως κατασκευῆς de term πολιτικός: deskundig in de inrichting van de staat [Plat.] Def. 415c. in staatsverband levend:. ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον de mens is van nature een ‘politiek’ dier (d.w.z. een wezen dat in staatsverband leeft) Aristot. Pol. 1253a3. geschikt om de staat te besturen, staatmans-:; πολιτικόν... λέγεις Ἀσκληπιόν volgens jou was Asclepius geschikt om de staat te besturen Plat. Resp. 407e; ἡ πολιτικὴ ἐπιστήμη staatsmanskunde Plat. Plt. 303e; ψυχὰς οἰκονομικωτέρας τι ποιοῦντας ἢ πολιτικωτέρας hen geestelijk meer geschikt makend voor het besturen van een huishouden of van een staat Xen. Cyr. 2.2.14; φρόνησις... πολιτική staatkundig inzicht Aristot. EN 1141b26;; ἔστι... ἐν ζῴῳ θεωρῆσαι καὶ δεσποτικὴν ἄρχην καὶ πολιτικήν in een levend wezen kan men zowel het gezag van een meester als van de politiek gezagsdrager waarnemen Aristot. Pol. 1254b4; subst. ὁ πολιτικός staatsman. Aristot. Pol. 1252a7. publiek, openbaar:; ἦν δὲ τοῦτο... σχῆμα πολιτικὸν τοῦ λόγου αὐτοῖς dat was hun leus tegenover het volk Thuc. 8.89.3; πολιτικαὶ τιμαί publieke eerbewijzen Xen. Mem. 2.6.24; πολιτικὰ πράγματα het publieke leven Isocr. 4.113; overdr. gewoon, gebruikelijk:. τῶν ὀνομάτων τοῖς πολιτικοῖς μόνον alleen de gebruikelijke woorden (moeten redenaars gebruiken) Isocr. 9.10. de staatsinrichting betreffend (~ πολιτεία ) staatkundig:; ἐν πολιτικοῖς λόγοις in staatkundige betogen Plat. Phaedr. 278c 3; spec. Aristoteles, voor constitutionele (d.w.z. voorbeeldig ingerichte) staatsvorm:; ἔστι γάρ τι φύσει... πολιτικόν er bestaat iets dat van nature kenmerkend is voor constitutioneel bestuur Aristot. Pol. 1287b38; subst.. τὸ πολιτικόν de constitutionele staatsvorm (mengvorm van democratie en oligarchie) Aristot. Pol. 1294b1; πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία de oligarchie kreeg meer het karakter van een constitutionele staatsvorm Aristot. Pol. 1305b10. adv. πολιτικῶς op de wijze van een (goede) burger:. εἶχον... πολιτικῶς zij gedroegen zich als goede burgers Dem. 9.48. zoals past bij een polis:. οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ πολιτικῶς... ἐβίωσαν zij leefden niet met een gemeenschappelijk of staatsbelang voor ogen Isocr. 4.151; οὐκ ἴσως οὐδὲ πολιτικῶς ἔνιοι... πολιτεύονται sommigen besturen hun zaken niet op basis van gelijkheid of zoals in een polis Dem. 10.74; ἄρχειν... γυναικὸς μὲν πολιτικῶς over een vrouw gezag uitoefenen is als gezag over medeburgers Aristot. Pol. 1259b1. op de gebruikelijke manier:. οὕτω δὴ ὁριζομένων πολιτικῶς καὶ ταχέως nu de kwesties op de gebruikelijke manier ruwweg zijn gedefinieerd Aristot. Pol. 1275b25; οἱ μὲν γὰρ ἀρχαῖοι πολιτικῶς ἐποίουν λέγοντας, οἱ δὲ νῦν ῥητορικῶς de dichters van vroeger lieten hun personages alledaagse betogen houden, die van nu volgens de regels van de retorica Aristot. Poët. 1450b7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολῑτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[гражданский]], [[государственный]], [[общественный]] (λειτουργίαι Dem.; [[κοινωνία]] Arst.): τὸ πολιτικὸν [[στράτευμα]] Xen. войско, состоящее из (местных) граждан; ἡ πολιτικὴ [[χώρα]] Polyb. (лат. [[ager]] [[publicus]]) общественный земельный фонд (у римлян); ἡ πολιτικὴ [[ἐπιστήμη]] Plat. искусство управлять государством, политика; [[ἄνθρωπος]] φύσει [[ζῷον]] [[πολιτικόν]] (sc. ἐστιν) Arst. человек по природе есть существо общественное;<br /><b class="num">2)</b> [[общеупотребительный]] (τὰ ὀνόματα Isocr.).<br /><b class="num">II</b> ὁ государственный деятель, политик Plat., Arst. etc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πολῑτῐκός:''' -ή, -όν ([[πολίτης]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται στους πολίτες, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αρμόζει σε πολίτη, όπως [[αστικός]], [[πολιτικός]], Λατ. [[civilis]], σε Θουκ.· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ [[ὀλιγαρχία]], πιο συνταγματική (πιο δημοκρατική), σε Αριστ.· επίρρ., [[πολιτικῶς]], όπως ο [[πολίτης]], σύμφωνα με τον συνταγματικό τρόπο, Λατ. [[civiliter]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που αποτελείται από πολίτες, <i>τὸ πολιτικόν = οἱ πολῖται</i>, η [[κοινωνία]], σε Ηρόδ., Θουκ.· το [[σώμα]] των πολιτών, αντίθ. προς το <i>οἱ σύμμαχοι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που διάγει κοινωνικό βίο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε πολιτικό άνδρα, [[προικισμένος]] με [[πολιτικά]] χαρίσματα, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που ανήκει στην [[πολιτεία]] ή στη [[διοίκηση]] της, [[πολιτικός]], Λατ. [[publicus]], σε Θουκ.· ἡ [[πολιτική]]</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της διακυβέρνησης, ἡ πολιτικὴ [[ἐπιστήμη]] ή ἡ [[πολιτική]]</i> [[μόνη]] της, η [[πολιτική]] [[επιστήμη]], σε Πλάτ.· τὰ [[πολιτικά]]</i>, [[πολιτικά]] πράγματα, δημόσιες υποθέσεις, [[κυβέρνηση]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολιτικός]], [[αστικός]], [[δημοτικός]], αντίθ. προς το [[έμφυτος]], σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημόσια [[ζωή]], [[δημόσιος]] αντίθ. προς το <i>κατ' ἰδίας</i>, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''πολῑτῐκός:''' -ή, -όν ([[πολίτης]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται στους πολίτες, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αρμόζει σε πολίτη, όπως [[αστικός]], [[πολιτικός]], Λατ. [[civilis]], σε Θουκ.· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ [[ὀλιγαρχία]], πιο συνταγματική (πιο δημοκρατική), σε Αριστ.· επίρρ., [[πολιτικῶς]], όπως ο [[πολίτης]], σύμφωνα με τον συνταγματικό τρόπο, Λατ. [[civiliter]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που αποτελείται από πολίτες, <i>τὸ πολιτικόν = οἱ πολῖται</i>, η [[κοινωνία]], σε Ηρόδ., Θουκ.· το [[σώμα]] των πολιτών, αντίθ. προς το <i>οἱ σύμμαχοι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που διάγει κοινωνικό βίο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε πολιτικό άνδρα, [[προικισμένος]] με [[πολιτικά]] χαρίσματα, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που ανήκει στην [[πολιτεία]] ή στη [[διοίκηση]] της, [[πολιτικός]], Λατ. [[publicus]], σε Θουκ.· ἡ [[πολιτική]]</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της διακυβέρνησης, ἡ πολιτικὴ [[ἐπιστήμη]] ή ἡ [[πολιτική]]</i> [[μόνη]] της, η [[πολιτική]] [[επιστήμη]], σε Πλάτ.· τὰ [[πολιτικά]]</i>, [[πολιτικά]] πράγματα, δημόσιες υποθέσεις, [[κυβέρνηση]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολιτικός]], [[αστικός]], [[δημοτικός]], αντίθ. προς το [[έμφυτος]], σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημόσια [[ζωή]], [[δημόσιος]] αντίθ. προς το <i>κατ' ἰδίας</i>, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολῑτῐκός''': -ή, -όν, ([[πολίτης]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολίτας, ξύλλογος Πλάτ. Γοργ. 452Ε· [[οἶκος]] Ἰσοκρ. 19Α· αἱ πολ. λειτουργίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ τῶν μετοίκων, Δημ. 462. 14· π. [[κοινωνία]], [[βίος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 1 καὶ 5, 10· πολ. [[χώρα]], Λατ. ager publicus, Πολύβ. 6. 45, 3· παῖδες π., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς υἱοὺς τῶν χωρικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5805. 6, πρβλ. 1586. 29. 2) ὁ ἁρμόζων ἢ ἐμπρέπων εἰς πολίτην, [[πολιτικός]], Λατ. civilis, [[ἰσονομία]] Θουκ. 3. 82· [[σχῆμα]] π. τοῦ λόγου ὁ αὐτ. 8. 89· τιμαί, ἀγῶνες Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24 καὶ 26· π. [[ἀρετὴ]] ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 10, 7· ἡ πολιτικωτάτη [[ἔρις]] ὁ αὐτ. 4. 5· τὰ πολιτικὰ, αἱ πολιτικαὶ ὑποθέσεις, ἐν ἀντιθέσει τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 5, πρβλ. Ἱππαρχ. 2, 1· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ [[ὀλιγαρχία]], [[μᾶλλον]] κλίνουσα εἰς δημοκρατικὸν [[πολίτευμα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 3· π. [[ἀρχή]], [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., πολιτικῶς ἔχω, [[σκέπτομαι]], ἐνεργῶ ὡς [[πολίτης]], [[συμφώνως]] πρὸς τὴν πολιτείαν, Λατ. civiliter agere, Ἰσοκρ. 56D· οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ὁ αὐτ. 72Β· οὐκ [[ἴσως]] οὐδὲ π. Δημ. 151. 4· π. ἄρχειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βασιλικῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 12, 1· πρὸς τὸ δεσποτικῶς, 7. 2, 7· ― [[ἐντεῦθεν]], β) πολιτικὸς τοὺς τρόπους, [[περιποιητικός]], Πολύβ. 24. 5, 7· ― Ἐπίρρ., εὐγενῶς, μὲ καλὸν τρόπον, [[πράως]] καὶ πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν ὁ αὐτ. 18. 31, 7. 3) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολιτῶν, τὸ πολιτικὸν = οἱ πολῖται, Ἡρόδ. 7. 103, Θουκ. 8. 93· τὸ π. [[στράτευμα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τῶν συμμάχων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19· ἢ [[ἄνευ]] τῆς λ. [[στράτευμα]], [[αὐτόθι]] 5. 3, 35, κτλ.· αἱ π. δυνάμεις, ἀντίθετον τῷ ξένοι, μισθοφόροι, Αἰσχίν. 67. 31, Δημ. 306. 17· οἱ ἱππεῖς καὶ πεζοὶ Πολύβ. 1. 9, 4. 4) ὁ ἐν κοινωνίᾳ ζῶν, [[κοινωνικός]], [[ἄνθρωπος]] φύσει [[ζῷον]] π. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2. 9, πρβλ. 3. 6, 3., 3. 17, 1· πολιτικὰ δ’ ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων [[ἔργον]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 25 ― [[ὡσαύτως]], ὁ ἁρμόζων ἢ [[κατάλληλος]] δι’ ἐλευθέραν κυβέρνησιν (πρβλ. [[πολιτεία]] ΙΙΙ. 2), Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 1 καὶ 4, πρβλ. 4. 9, 3. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πολιτικὸν ἄνδρα, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 14, Πλάτ. Ἀλκ. 1, 133Ε, ― ὁ [[πολιτικός]], ἐπιγραφὴ ἑνὸς τῶν διαλόγων τοῦ Πλάτωνος, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 2., 3. 1, 1., 3. 3, 6· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὅσον [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] (ὅσον ἀπαιτεῖται) διὰ πολιτικὸν ἄνδρα, [[αὐτόθι]] 3. 2, 1. ΙΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν διοίκησιν αὐτήν, [[δημόσιος]], Λατ. publicus, ἀντίθετον τῷ [[οἰκεῖος]], Θουκ. 2. 40, κτλ.· π. πράγματα Ἰσοκρ. 64Β· πράξεις Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281C· ἡ π. [[τέχνη]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 319Α· καὶ ἡ πολιτικὴ (ἐξυπακουομ. τοῦ [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κυβερνᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 521D, κτλ.· [[ἀλλά]], ἡ π. [[ἐπιστήμη]] ἢ ἡ π., μόνον, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, δηλ. αἱ ἀρχαὶ αἱ ὁρίζουσαι τὰς κανονικὰς σχέσεις καὶ καθήκοντα, κτλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἠθικὴν (τὴν ἐπιστήμην τῶν ἀτομικῶν ἑκάστου καθηκόντων), συχν. παρὰ Πλάτ., [[οἷον]] Πολιτικ. 259C, 303Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 7, Ἠθ. Ν. 6. 8, 2· ― τὰ πολιτικά, τὰ πράγματα τῆς πολιτείας, αἱ δημόσιαι ὑποθέσεις, Θουκ. 6. 15, 89, Πλάτ., κτλ.· τὰ π. [[πράττω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Πλάτ. Ἀπολ. 31D, Γοργ. 521D· [[ἀλλά]], τὰ π. βλάπτειν, βλάπτειν τὰ συμφέροντα τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 407D. 2) ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς πολιτείας, ἐκ τῆς πόλεως, οὐ γὰρ ἐκ πολιτικῆς αἰτίας Δημ. 584. 14. IV. [[καθόλου]], ὁ ἔχων σχέσιν ἢ ἀναφορὰν πρὸς τὸν ὅλον δημόσιον βίον, [[πολιτικός]], [[δημόσιος]], ἀντίθετον τῷ κατ’ ἰδίας, Θουκ. 8. 89· οὕτω, π. τιμαὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24· [[λόγος]] Ἰσοκρ. 319C· τίς πολ. καὶ κοινὴ [[βοήθεια]]; Δημ. 328. 6. V. ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὁ ἁρμόζων εἰς τὸν δημόσιον ¦βίον τοῦ πολίτου, [[δεκτός]], [[δόκιμος]]· (πρβλ. notus civilisque et proprius sermo παρὰ Σουητωνίῳ), τῶν ὀνομάτων τὰ π. Ἰσοκρ. 190Ε· πρβλ. Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. σ. 6, 7· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ποιητικός]], Φρύνιχ. 53. VI. Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |