ποιμήν: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0651.png Seite 651]] ένος, ὁ (mit [[πατέομαι]], pasco, πόα zusammenhangendj, der [[Hirt]], insbesondere der Schäfer; Hom. u. Hes.; als Ggstz von [[ἄναξ]] Od. 4, 87; übh. Lenker, [[Gebieter]] der Menschen, bes. ποιμὴν λαῶν, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Fürsten, Hirt der Leute; ναῶν ποιμένες, Aesch. Suppl. 748, der es auch vom Sturme gebraucht, »der Treiber«, Ag. 643; ὄχων, Eur. Suppl. 696; λόχων, Valck. Phoen. 1146; Soph. Ai. 353, von Fürsten, wo der Schol. es durch ποιμαίνων, θάλπων erklären will. In Prosa herrscht die eigtl. Bdtg vor, ποιμὴν καὶ [[βουκόλος]], Plat. Legg. V, 735 a; Polit. 275 b; τῶν ἀρχόντων ὥςπερ ποιμένων πόλεως, Rep. IV, 440 d; Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0651.png Seite 651]] ένος, ὁ (mit [[πατέομαι]], pasco, πόα zusammenhangendj, der [[Hirt]], insbesondere der Schäfer; Hom. u. Hes.; als Ggstz von [[ἄναξ]] Od. 4, 87; übh. Lenker, [[Gebieter]] der Menschen, bes. ποιμὴν λαῶν, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Fürsten, Hirt der Leute; ναῶν ποιμένες, Aesch. Suppl. 748, der es auch vom Sturme gebraucht, »der Treiber«, Ag. 643; ὄχων, Eur. Suppl. 696; λόχων, Valck. Phoen. 1146; Soph. Ai. 353, von Fürsten, wo der Schol. es durch ποιμαίνων, θάλπων erklären will. In Prosa herrscht die eigtl. Bdtg vor, ποιμὴν καὶ [[βουκόλος]], Plat. Legg. V, 735 a; Polit. 275 b; τῶν ἀρχόντων ὥςπερ ποιμένων πόλεως, Rep. IV, 440 d; Plut. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ένος (ὁ) :<br /><b>I.</b> pâtre, <i>particul. dans Hom.</i> berger, bouvier;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> qui conduit, qui dirige, <i>d'où</i><br /><b>1</b> pasteur de peuples, chef <i>en gén.</i><br /><b>2</b> qui pousse devant soi <i>en parl. d'un ouragan, d'une tempête</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πόα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποιμήν''': -ένος, ὁ˙ κλητ. ποιμὴν (οὐχὶ -μὲν) Buttm. Ausf. Gr. § 45 Anm. 2˙ ― βοσκὸς προβάτων ἢ βοῶν, Ὅμ., πρβλ. Ὀδ. Κ. 82-85˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν κύριον ἢ ἰδιοκτήτην (ἄνακτα), Ὀδ. Δ. 87. 2) μεθ’ Ὅμ. ἀείποτε βοσκὸς προβάτων (πρβλ. [[ποίμνη]]), βουκόλοι καὶ π. Εὐρ. Βάκχ. 714, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 20, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Πολ. 343Α, Νόμ. 735Α˙ π. προβάτων Ἑβδ. (Γέν. Δϳ, 2). ΙΙ. μεταφορ., ποιμὴν ἀνθρώπων, ἡγεμὼν λαοῦ, συνήθως ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν Ὅμ., κλπ.˙ [[καθόλου]], [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Σοφ. Αἴ. 360. ναῶν ποιμένες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 767˙ λόχων Εὐρ. Φοίν. 1140. ὄχων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 674˙ ποιμένες δώρων Κυπρίας, οἱ Ἔρωτες, Πινδ. Ν. 8. 10˙ ― ἀπολ., [[κύριος]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 107˙ περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 657, ἴδε [[στρόβος]]. 2) παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφ., ποιμὴν [[πνευματικός]], [[ἐπίσκοπος]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 9267, κτλ. (Πιθ., ὡς τὸ πῶυ (πῶyυ) ἐκ τῆς √ΠΑ˙ πρβλ. Σανσκρ. pâ-yus (custos) ἐκ τοῦ pâ (curare), Ζενδ. pâ-yu˙ Λιθ. pë-mu ([[ποιμήν]]).)
|lstext='''ποιμήν''': -ένος, ὁ˙ κλητ. ποιμὴν (οὐχὶ -μὲν) Buttm. Ausf. Gr. § 45 Anm. 2˙ ― βοσκὸς προβάτων ἢ βοῶν, Ὅμ., πρβλ. Ὀδ. Κ. 82-85˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν κύριον ἢ ἰδιοκτήτην (ἄνακτα), Ὀδ. Δ. 87. 2) μεθ’ Ὅμ. ἀείποτε βοσκὸς προβάτων (πρβλ. [[ποίμνη]]), βουκόλοι καὶ π. Εὐρ. Βάκχ. 714, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 20, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Πολ. 343Α, Νόμ. 735Α˙ π. προβάτων Ἑβδ. (Γέν. Δϳ, 2). ΙΙ. μεταφορ., ποιμὴν ἀνθρώπων, ἡγεμὼν λαοῦ, συνήθως ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν Ὅμ., κλπ.˙ [[καθόλου]], [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Σοφ. Αἴ. 360. ναῶν ποιμένες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 767˙ λόχων Εὐρ. Φοίν. 1140. ὄχων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 674˙ ποιμένες δώρων Κυπρίας, οἱ Ἔρωτες, Πινδ. Ν. 8. 10˙ ― ἀπολ., [[κύριος]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 107˙ περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 657, ἴδε [[στρόβος]]. 2) παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφ., ποιμὴν [[πνευματικός]], [[ἐπίσκοπος]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 9267, κτλ. (Πιθ., ὡς τὸ πῶυ (πῶyυ) ἐκ τῆς √ΠΑ˙ πρβλ. Σανσκρ. pâ-yus (custos) ἐκ τοῦ pâ (curare), Ζενδ. pâ-yu˙ Λιθ. pë-mu ([[ποιμήν]]).)
}}
{{bailly
|btext=ένος (ὁ) :<br /><b>I.</b> pâtre, <i>particul. dans Hom.</i> berger, bouvier;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> qui conduit, qui dirige, <i>d'où</i><br /><b>1</b> pasteur de peuples, chef <i>en gén.</i><br /><b>2</b> qui pousse devant soi <i>en parl. d'un ouragan, d'une tempête</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πόα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth