Anonymous

ποιμήν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ένος (ὁ) :<br /><b>I.</b> pâtre, <i>particul. dans Hom.</i> berger, bouvier;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> qui conduit, qui dirige, <i>d'où</i><br /><b>1</b> pasteur de peuples, chef <i>en gén.</i><br /><b>2</b> qui pousse devant soi <i>en parl. d'un ouragan, d'une tempête</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πόα]].
|btext=ένος (ὁ) :<br /><b>I.</b> pâtre, <i>particul. dans Hom.</i> berger, bouvier;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> qui conduit, qui dirige, <i>d'où</i><br /><b>1</b> pasteur de peuples, chef <i>en gén.</i><br /><b>2</b> qui pousse devant soi <i>en parl. d'un ouragan, d'une tempête</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πόα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποιμήν''': -ένος, ὁ˙ κλητ. ποιμὴν (οὐχὶ -μὲν) Buttm. Ausf. Gr. § 45 Anm. 2˙ ― βοσκὸς προβάτων ἢ βοῶν, Ὅμ., πρβλ. Ὀδ. Κ. 82-85˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν κύριον ἢ ἰδιοκτήτην (ἄνακτα), Ὀδ. Δ. 87. 2) μεθ’ Ὅμ. ἀείποτε βοσκὸς προβάτων (πρβλ. [[ποίμνη]]), βουκόλοι καὶ π. Εὐρ. Βάκχ. 714, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 20, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Πολ. 343Α, Νόμ. 735Α˙ π. προβάτων Ἑβδ. (Γέν. Δϳ, 2). ΙΙ. μεταφορ., ποιμὴν ἀνθρώπων, ἡγεμὼν λαοῦ, συνήθως ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν Ὅμ., κλπ.˙ [[καθόλου]], [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Σοφ. Αἴ. 360. ναῶν ποιμένες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 767˙ λόχων Εὐρ. Φοίν. 1140. ὄχων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 674˙ ποιμένες δώρων Κυπρίας, οἱ Ἔρωτες, Πινδ. Ν. 8. 10˙ ― ἀπολ., [[κύριος]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 107˙ περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 657, ἴδε [[στρόβος]]. 2) παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφ., ποιμὴν [[πνευματικός]], [[ἐπίσκοπος]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 9267, κτλ. (Πιθ., ὡς τὸ πῶυ (πῶyυ) ἐκ τῆς √ΠΑ˙ πρβλ. Σανσκρ. pâ-yus (custos) ἐκ τοῦ pâ (curare), Ζενδ. pâ-yu˙ Λιθ. pë-mu ([[ποιμήν]]).)
|elnltext=ποιμήν -ένος, , Dor. ποιμᾱ́ν, vocat. -ήν, herder, spec. schaapherder; overdr. leider:; ποιμένα λαῶν de leider van de troepen Il. 2.243; ναῶν ποιμένες de hoeders van de schepen Aeschl. Suppl. 767; ποιμένος κακοῦ στρόβῳ door de wervelwind van een kwaardaardige herder (= de storm) Aeschl. Ag. 657; christ. herder, geestelijk leider; NT Eph. 4.11; van Christus. NT Hebr. 13.20.
}}
{{elru
|elrutext='''ποιμήν:''' ένος, дор. [[ποιμάν]] ὁ (voc. [[ποιμήν]])<br /><b class="num">1)</b> [[пастух]] Hom. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[овчар]] (βουκόλοι καὶ ποιμένες Eur.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[пастырь]], [[предводитель]], [[вождь]] (λαῶν Hom.; ναῶν ποιμένες Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[руководитель]], [[наставник]] (ποιμένες πόλεως Plat.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''ποιμήν:''' -[[ένος]], ὁ, κλητ. [[ποιμήν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ποιμένας]] ή [[βοσκός]], σε Όμηρ.· [[μετά]] τον Όμηρ., [[πάντοτε]] [[βοσκός]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ποιμένας]] των ανθρώπων, λέγεται για τον Αγαμέμνονα, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Σοφ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ποιμήν:''' -[[ένος]], ὁ, κλητ. [[ποιμήν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ποιμένας]] ή [[βοσκός]], σε Όμηρ.· [[μετά]] τον Όμηρ., [[πάντοτε]] [[βοσκός]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ποιμένας]] των ανθρώπων, λέγεται για τον Αγαμέμνονα, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Σοφ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποιμήν:''' ένος, дор. [[ποιμάν]] ὁ (voc. [[ποιμήν]])<br /><b class="num">1)</b> [[пастух]] Hom. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[овчар]] (βουκόλοι καὶ ποιμένες Eur.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[пастырь]], [[предводитель]], [[вождь]] (λαῶν Hom.; ναῶν ποιμένες Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[руководитель]], [[наставник]] (ποιμένες πόλεως Plat.).
|lstext='''ποιμήν''': -ένος, ὁ˙ κλητ. ποιμὴν (οὐχὶ -μὲν) Buttm. Ausf. Gr. § 45 Anm. 2˙ ― βοσκὸς προβάτων ἢ βοῶν, Ὅμ., πρβλ. Ὀδ. Κ. 82-85˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν κύριον ἢ ἰδιοκτήτην (ἄνακτα), Ὀδ. Δ. 87. 2) μεθ’ Ὅμ. ἀείποτε βοσκὸς προβάτων (πρβλ. [[ποίμνη]]), βουκόλοι καὶ π. Εὐρ. Βάκχ. 714, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 20, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Πολ. 343Α, Νόμ. 735Α˙ π. προβάτων Ἑβδ. (Γέν. Δϳ, 2). ΙΙ. μεταφορ., ποιμὴν ἀνθρώπων, ἡγεμὼν λαοῦ, συνήθως ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν Ὅμ., κλπ.˙ [[καθόλου]], [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Σοφ. Αἴ. 360. ναῶν ποιμένες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 767˙ λόχων Εὐρ. Φοίν. 1140. ὄχων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 674˙ ποιμένες δώρων Κυπρίας, οἱ Ἔρωτες, Πινδ. Ν. 8. 10˙ ― ἀπολ., [[κύριος]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 107˙ περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 657, ἴδε [[στρόβος]]. 2) παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφ., ποιμὴν [[πνευματικός]], [[ἐπίσκοπος]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 9267, κτλ. (Πιθ., ὡς τὸ πῶυ (πῶyυ) ἐκ τῆς √ΠΑ˙ πρβλ. Σανσκρ. pâ-yus (custos) ἐκ τοῦ pâ (curare), Ζενδ. pâ-yu˙ Λιθ. pë-mu ([[ποιμήν]]).)
}}
{{elnl
|elnltext=ποιμήν -ένος, , Dor. ποιμᾱ́ν, vocat. -ήν, herder, spec. schaapherder; overdr. leider:; ποιμένα λαῶν de leider van de troepen Il. 2.243; ναῶν ποιμένες de hoeders van de schepen Aeschl. Suppl. 767; ποιμένος κακοῦ στρόβῳ door de wervelwind van een kwaardaardige herder (= de storm) Aeschl. Ag. 657; christ. herder, geestelijk leider; NT Eph. 4.11; van Christus. NT Hebr. 13.20.
}}
}}
{{etym
{{etym