προκοπή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] ἡ, der Fortgang auf dem Wege, gew. übertr., Fortgang, [[Gedeihen]]; auch Fortschreiten in wissenschaftlicher Ausbildung, Cic. ad Att. 15, 16; ἐπὶ τὸ χεῖρον od. τὸ βέλτιον, im Guten u. Bösen, Philo; vgl. Plut. adv. Stoic. 9; auch absolut, im plur., Luc. Alex. 22; προκοπαῖς λάμψας, Ep. ad. 724 (App. 313); τοιαύτην προκοπὴν καὶ συντέλειαν ἔσχε τοῦτο τὸ [[μέρος]], Pol. 2, 37, 10, u. öfter, im guten Sinne, π ροκοπὴν ποιεῖσθαι u. λαμβάνειν, aber auch im bösen, ἡ [[πρᾶξις]] παλίντροπον λαβοῦσα τὴν προκοπὴν ταῖς ἐξ ἀρχῆς αὐτῶν ἐλπίσιν, 5, 16, 9. Vgl. noch Luc. soloecist. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] ἡ, der Fortgang auf dem Wege, gew. übertr., Fortgang, [[Gedeihen]]; auch Fortschreiten in wissenschaftlicher Ausbildung, Cic. ad Att. 15, 16; ἐπὶ τὸ χεῖρον od. τὸ βέλτιον, im Guten u. Bösen, Philo; vgl. Plut. adv. Stoic. 9; auch absolut, im plur., Luc. Alex. 22; προκοπαῖς λάμψας, Ep. ad. 724 (App. 313); τοιαύτην προκοπὴν καὶ συντέλειαν ἔσχε τοῦτο τὸ [[μέρος]], Pol. 2, 37, 10, u. öfter, im guten Sinne, π ροκοπὴν ποιεῖσθαι u. λαμβάνειν, aber auch im bösen, ἡ [[πρᾶξις]] παλίντροπον λαβοῦσα τὴν προκοπὴν ταῖς ἐξ ἀρχῆς αὐτῶν ἐλπίσιν, 5, 16, 9. Vgl. noch Luc. soloecist. 6.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> marche en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> progrès, avancement (en crédit, en puissance).<br />'''Étymologie:''' [[προκόπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκοπή''': ἡ, [[πρόοδος]] ἐν πορείᾳ, Πλούτ. 2. 76D· πρβλ. [[προκόπτω]] Ι. 2) [[καθόλου]], [[πρόοδος]], [[ἐπίδοσις]], τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν, ὅτι ἡ [[οἴησις]] ἦτο ἐμπόδιον τῆς προόδου, Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4. 50· πρ. ἔχειν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Πολύβ. 2. 37, 10, κ. ἀλλ.· ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον πρ. ὁ αὐτ. 1. 12, 7· ἀντίθετον τῷ ἡ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] πρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 4, 1· πρ. [[παλίντροπος]], [[πρόοδος]] κατ’ ἐναντίαν φοράν, Πολύβ. 5. 16, 9· πρ. ἐν φιλοσοφίᾳ Διόδ. 16. 6, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 16· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 75Β, Λουκ. Ἀλέξ. 22· ἐν προκοπαῖς, ἐν εὐτυχίαις, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421, πρβλ. 642. 4.
|lstext='''προκοπή''': ἡ, [[πρόοδος]] ἐν πορείᾳ, Πλούτ. 2. 76D· πρβλ. [[προκόπτω]] Ι. 2) [[καθόλου]], [[πρόοδος]], [[ἐπίδοσις]], τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν, ὅτι ἡ [[οἴησις]] ἦτο ἐμπόδιον τῆς προόδου, Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4. 50· πρ. ἔχειν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Πολύβ. 2. 37, 10, κ. ἀλλ.· ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον πρ. ὁ αὐτ. 1. 12, 7· ἀντίθετον τῷ ἡ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] πρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 4, 1· πρ. [[παλίντροπος]], [[πρόοδος]] κατ’ ἐναντίαν φοράν, Πολύβ. 5. 16, 9· πρ. ἐν φιλοσοφίᾳ Διόδ. 16. 6, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 16· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 75Β, Λουκ. Ἀλέξ. 22· ἐν προκοπαῖς, ἐν εὐτυχίαις, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421, πρβλ. 642. 4.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> marche en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> progrès, avancement (en crédit, en puissance).<br />'''Étymologie:''' [[προκόπτω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR