προκοπή

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκοπή Medium diacritics: προκοπή Low diacritics: προκοπή Capitals: ΠΡΟΚΟΠΗ
Transliteration A: prokopḗ Transliteration B: prokopē Transliteration C: prokopi Beta Code: prokoph/

English (LSJ)

ἡ,
A progress on a journey, Plu.2.76d.
2 generally, progress, advance, τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν that opinion-forming was the stoppage of progress, Bion ap.D.L.4.50; π. σχεῖν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Plb.2.37.10, 2.13.1, 8.15.6; ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον π. Id.1.12.7; opp. ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον π. J.AJ4.4.1; freq. of moral progress, Stoic.3.31, al.; παλίντροπος π. progress in a contrary direction, Plb. 5.16.9; ἐν παιδείᾳ π. LXX Si.51.17; proficiency, ἐν τοῖς λόγοις Phld. Piet.107; ἐν φιλοσοφίᾳ D.S.16.6, cf. Cic.Att.15.16; π. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.12; τὸ ἐπιστρέφειν προϊέναι ἐστί, π. γάρ τις, ἀλλ' οὐχὶ ἀπὸ τοῦ αἰτίου Dam.Pr.77; improvement in health, Herod.Med. ap. Orib.10.8.17: pl., προκοπὰς λαμβάνειν Plb.10.47.12, cf. Phld.Rh.2.54 S., Ph.1.83, al., J.BJ2.2.5, Plu.2.75b, Luc.Alex.22; ἐν προκοπαῖς Epigr.Gr.321.6, Arch.Pap.1.220 (Egypt), cf. IG14.1976 (Rome); ἐν μείζοσι προκοπαῖς PRyl.233.16 (ii A.D.).
b success, prosperity, δόζα καὶ π. παρά τισιν ὑπάρξει Aristeas 242, cf. OGI627.2 (Bostra), Heph.Astr.1.1.
3 military promotion, J.BJ6.2.6.
4 process, κατὰ προκοπήν = by process of time or growth, Sor.1.43.
5 Math., progression of numbers, μέχρις ἂν εἰς τετράδα ἡ π. ἔλθῃ Theol.Ar. 21.

German (Pape)

[Seite 731] ἡ, der Fortgang auf dem Wege, gew. übertr., Fortgang, Gedeihen; auch Fortschreiten in wissenschaftlicher Ausbildung, Cic. ad Att. 15, 16; ἐπὶ τὸ χεῖρον od. τὸ βέλτιον, im Guten u. Bösen, Philo; vgl. Plut. adv. Stoic. 9; auch absolut, im plur., Luc. Alex. 22; προκοπαῖς λάμψας, Ep. ad. 724 (App. 313); τοιαύτην προκοπὴν καὶ συντέλειαν ἔσχε τοῦτο τὸ μέρος, Pol. 2, 37, 10, u. öfter, im guten Sinne, π ροκοπὴν ποιεῖσθαι u. λαμβάνειν, aber auch im bösen, ἡ πρᾶξις παλίντροπον λαβοῦσα τὴν προκοπὴν ταῖς ἐξ ἀρχῆς αὐτῶν ἐλπίσιν, 5, 16, 9. Vgl. noch Luc. soloecist. 6.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 marche en avant;
2 fig. progrès, avancement (en crédit, en puissance).
Étymologie: προκόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκοπή -ῆς, ἡ [προκόπτω] voortgang; overdr. vooruitgang, verbetering.

Russian (Dvoretsky)

προκοπή: ἡ тж. pl. продвижение, перен. преуспеяние Polyb., Plut., Luc., NT: π. παλίντροπος Polyb. попятное движение, регресс.

Greek (Liddell-Scott)

προκοπή: ἡ, πρόοδος ἐν πορείᾳ, Πλούτ. 2. 76D· πρβλ. προκόπτω Ι. 2) καθόλου, πρόοδος, ἐπίδοσις, τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν, ὅτι ἡ οἴησις ἦτο ἐμπόδιον τῆς προόδου, Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4. 50· πρ. ἔχειν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Πολύβ. 2. 37, 10, κ. ἀλλ.· ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον πρ. ὁ αὐτ. 1. 12, 7· ἀντίθετον τῷ ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον πρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 4, 1· πρ. παλίντροπος, πρόοδος κατ’ ἐναντίαν φοράν, Πολύβ. 5. 16, 9· πρ. ἐν φιλοσοφίᾳ Διόδ. 16. 6, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 16· ― οὕτως ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 75Β, Λουκ. Ἀλέξ. 22· ἐν προκοπαῖς, ἐν εὐτυχίαις, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421, πρβλ. 642. 4.

English (Strong)

from προκόπτω; progress, i.e. advancement (subjectively or objectively): furtherance, profit.

English (Thayer)

προκοπης, ἡ (προκόπτω, which see), progress, advancement: Polybius, Diodorus, Josephus, Philo, others; rejected by the Atticists, cf. Phrynich. edition Lob., p. 85; (2 Maccabees 8:8).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προκόπτω
1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.)
2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί)
υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν έκανε»
νεοελλ.
1. φιλοπονία, εργατικότητα
2. ευτυχία, καλοτυχία
3. (για φυτό) απόδοση, καρποφορία («το αμπέλι φέτος δεν είχε προκοπή)
4. φρ. «χαΐρι και προκοπή να μη δεις»
(ως κατάρα) να μην αποκτήσεις ποτέ αυτό που θέλεις, να μην προοδεύσεις ποτέ
5. παροιμ. «η προκοπή νικά τη φτώχεια» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που αγαπά την εργασία δεν μένει φτωχός
αρχ.
1. η προς τα εμπρός κίνηση, η προχώρηση
2. ηθική πρόοδος
3. πνευματική πρόοδος («προκοπὴ ἐν φιλοσοφίᾳ», Διόδ.)
4. βελτίωση της υγείας
5. επιτυχία σε επιχειρήσεις («δόξα καὶ προκοπὴ παρά τισιν ὑπάρξει», Αριστέ.)
6. (σε στράτευμα) προαγωγή
7. η πάροδος, το πέρασμα του χρόνου («κατὰ προκοπήν» — με το πέρασμα του χρόνου, Σώρ.)
8. αριθμητική πρόοδος, το να αυξάνεται κάτι βαθμιαία.

Greek Monotonic

προκοπή: ἡ, πρόοδος στην πορεία, γενικά, πρόοδος, επίδοση, σε Πολύβ.· στον πληθ., σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

προκοπή, ἡ,
progress on a journey, generally, progress, advance, Polyb.; in plural, Plut., Luc. [from προκόπτω

Chinese

原文音譯:prokop» 普羅-可胚
詞類次數:名詞(3)
原文字根:前-打擊
字義溯源:進步,前進,興旺,進展,長進;源自(προκόπτω)=往前進);由(πρό)*=前)與(κόπτω)*=砍)組成
出現次數:總共(3);腓(2);提前(1)
譯字彙編
1) 長進(2) 腓1:25; 提前4:15;
2) 興旺(1) 腓1:12

Mantoulidis Etymological

(=πρόοδος). Ἀπό τό προκόπτω (=προχωρῶ) → πρό + κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

success

Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح‎; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה‎; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن‎; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني‎; Persian: موفقیت‎, سوکسه‎; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی‎; Uyghur: ئۇتۇق‎, مۇۋەپپەقىيەت‎; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה‎

progress

Albanian: progres; Arabic: تَقَدُّم‎; Egyptian Arabic: تقدم‎; Armenian: առաջընթաց; Azerbaijani: tərəqqi, proqress, irəliləmə, irəliləyiş; Belarusian: прагрэс; Bengali: প্রগতি, উন্নতি, তরক্কী; Bulgarian: прогрес, напредък; Burmese: တိုးတက်ခြင်း; Catalan: avenç, progrés; Chinese Cantonese: 進步/进步; Dungan: җинбу; Mandarin: 進步/进步; Min Nan: 進步/进步; Czech: pokrok; Danish: fremskridt; Dutch: vooruitgang; Estonian: areng, progress; Finnish: edistys; French: progrès; Georgian: წინსვლა, პროგრესი; German: Fortschritt; Greek: πρόοδος; Ancient Greek: ἄμβασις, ἀνάβασις, ἀναβασμός, ἐπίδοσις, προαγωγή, πρόκομμα, προκοπή, πρόοδος, προχώρησις; Haitian Creole: pwogrè; Hebrew: הִתקַדְמוּת‎; Hindi: प्रगति, उन्नति, तरक़्क़ी; Hungarian: haladás, fejlődés; Icelandic: framför, framsókn; Italian: progresso; Japanese: 進歩; Kazakh: прогресс, жақсарыс, озықтық, оңалыс, ілгерілік; Khmer: វឌ្ឍន; Korean: 진보(進步); Kurdish Northern Kurdish: pêşketin, pêşveçûn; Kyrgyz: прогресс; Lao: ຄວາມກ້າວໜ້າ; Latin: progressus; Latvian: progress; Lithuanian: progresas; Luxembourgish: Progrès, Fortschrëtt; Macedonian: напредок, прогрес; Malay: kemajuan; Malayalam: പുരോഗതി, പുരോഗമനം; Mongolian Cyrillic: дэвшил; Mongolian: ᠳᠡᠪᠰᠢᠯ; Norwegian Bokmål: framgang; Old English: forþgang; Pali: vaḍḍhana; Pashto: پرمختګ‎, ترقي‎; Persian: پیشرفت‎, پروگرس‎, ترقی‎; Polish: postęp; Portuguese: progresso; Romanian: progres; Russian: прогресс; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀предак, про̀грес; Roman: nàpredak, prògres; Slovak: pokrok; Slovene: napredek; Spanish: progreso; Swedish: framsteg, framgång; Tagalog: pagsulong, sasulong; Tajik: пешрафт, прогресс, тараққӣ, тараққиёт; Thai: การพัฒนา; Turkish: ilerleme, terakkî etme, terakki, terakkiyat; Turkmen: progres, ýetişik; Ukrainian: прогрес; Urdu: تَرَقّی‎; Uyghur: تەرەققىيات‎; Uzbek: progress, taraqqiyot; Vietnamese: tiến bộ, sự tiến bộ; Walloon: progrès