προσστέλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] eigtl. ein Kleid fest anlegen; χιτὼν προσεσταλμένος, ein glatt, fest anliegendes Gewand, im Ggstz des faltenreichen, bauschigen; dah. übh. glatt, fest anliegend, [[χαίτη]], Arist. H. A. 9, 45; u. übertr., schlicht, sich nicht brüstend, bescheiden, [[ἐπιστήμη]] προσεσταλμένη καὶ κοσμία, Plat. Gorg. 511 d; aber προσεστέλλετο τοῖς ὀρεινοῖς Plut. Sull. 19 ist = er lehnte sich an die Berge.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] eigtl. ein Kleid fest anlegen; χιτὼν προσεσταλμένος, ein glatt, fest anliegendes Gewand, im Ggstz des faltenreichen, bauschigen; dah. übh. glatt, fest anliegend, [[χαίτη]], Arist. H. A. 9, 45; u. übertr., schlicht, sich nicht brüstend, bescheiden, [[ἐπιστήμη]] προσεσταλμένη καὶ κοσμία, Plat. Gorg. 511 d; aber προσεστέλλετο τοῖς ὀρεινοῖς Plut. Sull. 19 ist = er lehnte sich an die Berge.
}}
{{bailly
|btext=serrer un vêtement contre le corps;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσστέλλομαι s'appuyer contre (les montagnes) <i>en parl. d'une armée</i>, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσστέλλω''': ἐπιθέτω, [[προσαρμόζω]], καρχησίῳ τὸ [[κέρας]] Λουκ. Ἔρωτ. 6· - Μέσ., [[μένω]] πλησίον, τοῖς ὀρεινοῖς, ἐπὶ στρατηγοῦ, Πλουτ. Σύλ. 19. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ. πρκμ. προσεσταλμένος (διάφ. γραφ. προεσταλμένος), adstrictus, ἐπὶ ἀποστήματος μὴ εἰς ὀξὺ ἀποκυρτουμένου, Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. Γαλην. 12. 254F· ἰσχία προσεσταλμένα, συνεσταλμένα, συνεσφιγμένα, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4. 1, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 58· [[κοιλία]] [[πλατεῖα]] καὶ πρ., [[ἰσχίον]] πρ. Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 1· ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου... προσεσταλμένη [[μᾶλλον]], [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] συνεσταλμένη πρὸς τὸ δέρμα, αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 2· αἱ σάρκες ὀστέοις πρ. Λουκ. Ἔρωτες 14· [[αἰδοῖον]], τιτθοὶ πρ. Γαλην. 2)μεταφ., [[ἐπιστήμη]] προσεσταλμένη καὶ κοσμία Πλάτ. Γοργ. 511D.
|lstext='''προσστέλλω''': ἐπιθέτω, [[προσαρμόζω]], καρχησίῳ τὸ [[κέρας]] Λουκ. Ἔρωτ. 6· - Μέσ., [[μένω]] πλησίον, τοῖς ὀρεινοῖς, ἐπὶ στρατηγοῦ, Πλουτ. Σύλ. 19. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ. πρκμ. προσεσταλμένος (διάφ. γραφ. προεσταλμένος), adstrictus, ἐπὶ ἀποστήματος μὴ εἰς ὀξὺ ἀποκυρτουμένου, Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. Γαλην. 12. 254F· ἰσχία προσεσταλμένα, συνεσταλμένα, συνεσφιγμένα, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4. 1, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 58· [[κοιλία]] [[πλατεῖα]] καὶ πρ., [[ἰσχίον]] πρ. Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 1· ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου... προσεσταλμένη [[μᾶλλον]], [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] συνεσταλμένη πρὸς τὸ δέρμα, αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 2· αἱ σάρκες ὀστέοις πρ. Λουκ. Ἔρωτες 14· [[αἰδοῖον]], τιτθοὶ πρ. Γαλην. 2)μεταφ., [[ἐπιστήμη]] προσεσταλμένη καὶ κοσμία Πλάτ. Γοργ. 511D.
}}
{{bailly
|btext=serrer un vêtement contre le corps;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσστέλλομαι s'appuyer contre (les montagnes) <i>en parl. d'une armée</i>, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml