πρόγονος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0714.png Seite 714]] ὁ, der vor der Ehe, in einer frühern Ehe geborne (vgl. Poll. 3, 26, wo προγονός accentuirt ist), der Stiefsohn, Eur. Ion 1329 u. oft in sp. Prosa, wie Plut. u. Luc. de calumn. 35. vorher geboren, also älter, Od. 9, 221; – οἱ πρόγονοι, die Voreltern, Vorfahren, Pind. Ol. 9, 54 P. 4, 148 u. öfter; θεῶν τε πατρῴων ἕδη θήκας τε προγόνων, Aesch. Pers. 397; auch im sing. fem., Suppl. 528; ὦ Ζεῦ προγόνων [[προπάτωρ]], Soph. Ai. 380; übertr., πόνοι πρόγονοι πόνων, 1176; ὦ Ζεῦ πρόγονε, Eur. Or. 1242, u. öfter; oft in Prosa, sowohl im sing., τοῦ ἡμετέρου προγόνου Δαιδάλου Plat. Euthyphr. 11 b, Conv. 186 c, als häufiger im plur., Her. 7, 150, κακὸν ἐκ προγόνων γεγονός Plat. Theaet. 173 d, τοὺς [[ἀνωτέρω]] προγόνους Crat. 396 c; Folgde; ἐκ προγόνων ἔχοντες τὴν ἡγεμονίαν, Pol. 1, 20, 12. – Bei D. Hal. 7, 50, wo οἱ πρόγονοι die Nachkommen sein müßten, wohl f. l.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0714.png Seite 714]] ὁ, der vor der Ehe, in einer frühern Ehe geborne (vgl. Poll. 3, 26, wo προγονός accentuirt ist), der Stiefsohn, Eur. Ion 1329 u. oft in sp. Prosa, wie Plut. u. Luc. de calumn. 35. vorher geboren, also älter, Od. 9, 221; – οἱ πρόγονοι, die Voreltern, Vorfahren, Pind. Ol. 9, 54 P. 4, 148 u. öfter; θεῶν τε πατρῴων ἕδη θήκας τε προγόνων, Aesch. Pers. 397; auch im sing. fem., Suppl. 528; ὦ Ζεῦ προγόνων [[προπάτωρ]], Soph. Ai. 380; übertr., πόνοι πρόγονοι πόνων, 1176; ὦ Ζεῦ πρόγονε, Eur. Or. 1242, u. öfter; oft in Prosa, sowohl im sing., τοῦ ἡμετέρου προγόνου Δαιδάλου Plat. Euthyphr. 11 b, Conv. 186 c, als häufiger im plur., Her. 7, 150, κακὸν ἐκ προγόνων γεγονός Plat. Theaet. 173 d, τοὺς [[ἀνωτέρω]] προγόνους Crat. 396 c; Folgde; ἐκ προγόνων ἔχοντες τὴν ἡγεμονίαν, Pol. 1, 20, 12. – Bei D. Hal. 7, 50, wo οἱ πρόγονοι die Nachkommen sein müßten, wohl f. l.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> né avant ; ancêtre, aïeul ; [[οἱ]] πρόγονοι les ancêtres;<br /><b>2</b> né après ; [[οἱ]] πρόγονοι les rejetons, les descendants (<i>lat.</i> progenies).<br />'''Étymologie:''' [[προγίγνομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ, ἡ)<br />enfant né d'un premier mariage, beau-fils (<i>lat.</i> privignus), <i>fém.</i> [[πρόγονος]], <i>postér.</i> [[προγόνη]] belle-fille.<br />'''Étymologie:''' [[προγίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόγονος''': -ον, ([[γίγνομαι]], [[γέγονα]]) ὁ πρότερον γεννηθείς, ὁ πρωΐμως γεννηθείς, ἴδε ἐν λεξ. [[μέτασσαι]]· ὁ πρῶτος γεννηθείς, πρωτότοκος, Ἑλλ. Ἐπιγρ. *941. ΙΙ. [[προπάτωρ]], [[πρόγονος]], Ἡρόδ. 4. 127, Πινδ. Ο. 6. 99˙ πατρός σου πρ. πατὴρ Εὐρ. Ἴων 267, πρβλ. Ἑλ. 15, Πλάτ. Συμπ. 186Ε, Εὐθύφρων 11Β˙ συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 150, Πινδ. Π. 9. 183, Αἰσχύλ. Πέρσ. 405, κτλ.˙ οἱ [[ἄνωθεν]] πρ. Πλάτ. Μενέξ. 236Ε˙ οἱ [[πάλαι]] πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 359D· ἐκ προγόνων, Λατ. antiquitus, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θεῶν, οἵτινές εἰσιν οἱ ἀρχηγέται γενεᾶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 271, Ἰσοκρ. 191D, κτλ.˙ Ζεῦ πρόγονε Εὐρ. Ὀρ. 1242˙ θεοὶ πρόγονοι Πλάτ. Εὐθύδ. 302D· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., πρ. γυνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 533, πρβλ. 44˙ ― μεταφορ., οἱ πρόγονοι, οἱ ἱδρυταὶ ἢ θεμελιωταὶ σχολῆς τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 15, Φιλόστρ. 333˙ ― ἰὼ πόνοι πρόγονοι πόνων Σοφ. Αἴ. 1197 (Δινδ. ἰὼ πόνοι πρόπονοι), [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
|lstext='''πρόγονος''': -ον, ([[γίγνομαι]], [[γέγονα]]) ὁ πρότερον γεννηθείς, ὁ πρωΐμως γεννηθείς, ἴδε ἐν λεξ. [[μέτασσαι]]· ὁ πρῶτος γεννηθείς, πρωτότοκος, Ἑλλ. Ἐπιγρ. *941. ΙΙ. [[προπάτωρ]], [[πρόγονος]], Ἡρόδ. 4. 127, Πινδ. Ο. 6. 99˙ πατρός σου πρ. πατὴρ Εὐρ. Ἴων 267, πρβλ. Ἑλ. 15, Πλάτ. Συμπ. 186Ε, Εὐθύφρων 11Β˙ συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 150, Πινδ. Π. 9. 183, Αἰσχύλ. Πέρσ. 405, κτλ.˙ οἱ [[ἄνωθεν]] πρ. Πλάτ. Μενέξ. 236Ε˙ οἱ [[πάλαι]] πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 359D· ἐκ προγόνων, Λατ. antiquitus, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θεῶν, οἵτινές εἰσιν οἱ ἀρχηγέται γενεᾶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 271, Ἰσοκρ. 191D, κτλ.˙ Ζεῦ πρόγονε Εὐρ. Ὀρ. 1242˙ θεοὶ πρόγονοι Πλάτ. Εὐθύδ. 302D· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., πρ. γυνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 533, πρβλ. 44˙ ― μεταφορ., οἱ πρόγονοι, οἱ ἱδρυταὶ ἢ θεμελιωταὶ σχολῆς τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 15, Φιλόστρ. 333˙ ― ἰὼ πόνοι πρόγονοι πόνων Σοφ. Αἴ. 1197 (Δινδ. ἰὼ πόνοι πρόπονοι), [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> né avant ; ancêtre, aïeul ; [[οἱ]] πρόγονοι les ancêtres;<br /><b>2</b> né après ; [[οἱ]] πρόγονοι les rejetons, les descendants (<i>lat.</i> progenies).<br />'''Étymologie:''' [[προγίγνομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ, ἡ)<br />enfant né d'un premier mariage, beau-fils (<i>lat.</i> privignus), <i>fém.</i> [[πρόγονος]], <i>postér.</i> [[προγόνη]] belle-fille.<br />'''Étymologie:''' [[προγίγνομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth