Anonymous

πρόγονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> né avant ; ancêtre, aïeul ; [[οἱ]] πρόγονοι les ancêtres;<br /><b>2</b> né après ; [[οἱ]] πρόγονοι les rejetons, les descendants (<i>lat.</i> progenies).<br />'''Étymologie:''' [[προγίγνομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ, ἡ)<br />enfant né d'un premier mariage, beau-fils (<i>lat.</i> privignus), <i>fém.</i> [[πρόγονος]], <i>postér.</i> [[προγόνη]] belle-fille.<br />'''Étymologie:''' [[προγίγνομαι]].
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> né avant ; ancêtre, aïeul ; [[οἱ]] πρόγονοι les ancêtres;<br /><b>2</b> né après ; [[οἱ]] πρόγονοι les rejetons, les descendants (<i>lat.</i> progenies).<br />'''Étymologie:''' [[προγίγνομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ, ἡ)<br />enfant né d'un premier mariage, beau-fils (<i>lat.</i> privignus), <i>fém.</i> [[πρόγονος]], <i>postér.</i> [[προγόνη]] belle-fille.<br />'''Étymologie:''' [[προγίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόγονος''': -ον, ([[γίγνομαι]], [[γέγονα]]) ὁ πρότερον γεννηθείς, ὁ πρωΐμως γεννηθείς, ἴδε ἐν λεξ. [[μέτασσαι]]· ὁ πρῶτος γεννηθείς, πρωτότοκος, Ἑλλ. Ἐπιγρ. *941. ΙΙ. [[προπάτωρ]], [[πρόγονος]], Ἡρόδ. 4. 127, Πινδ. Ο. 6. 99˙ πατρός σου πρ. πατὴρ Εὐρ. Ἴων 267, πρβλ. Ἑλ. 15, Πλάτ. Συμπ. 186Ε, Εὐθύφρων 11Β˙ συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 150, Πινδ. Π. 9. 183, Αἰσχύλ. Πέρσ. 405, κτλ.˙ οἱ [[ἄνωθεν]] πρ. Πλάτ. Μενέξ. 236Ε˙ οἱ [[πάλαι]] πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 359D· ἐκ προγόνων, Λατ. antiquitus, αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θεῶν, οἵτινές εἰσιν οἱ ἀρχηγέται γενεᾶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 271, Ἰσοκρ. 191D, κτλ.˙ Ζεῦ πρόγονε Εὐρ. Ὀρ. 1242˙ θεοὶ πρόγονοι Πλάτ. Εὐθύδ. 302D· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., πρ. γυνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 533, πρβλ. 44˙ ― μεταφορ., οἱ πρόγονοι, οἱ ἱδρυταὶ ἢ θεμελιωταὶ σχολῆς τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 15, Φιλόστρ. 333˙ ― ἰὼ πόνοι πρόγονοι πόνων Σοφ. Αἴ. 1197 (Δινδ. ἰὼ πόνοι πρόπονοι), [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
|elnltext=πρόγονος -ον [προγίγνομαι] eerstgeboren. Od. 9.221. subst., meestal plur. voorouders:; κακόν... ἐκ προγόνων γεγονός kwaad dat uit voorouders is voortgekomen Plat. Tht. 173d; f. sing..; προγόνου γυναικός van de vrouw die onze voorouder is Aeschl. Suppl. 533; overdr..; ὦ πόνοι πρόγονοι πόνων o ellende, vader van nieuwe ellende Soph. Ai. 1197; overdr. stichters (van een filosofenschool). Luc. 70.15. subst. stiefkind:; προγόνοις δάμαρτες δυσμενεῖς ἀεί ποτε vrouwen zijn hun stiefkinderen altijd slecht gezind Eur. Ion 1329;
}}
{{elru
|elrutext='''πρόγονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее родившийся]], [[старший годами]] ([[ἔριφος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[положивший начало роду]], [[зиждительный]] ([[Ζεύς]] Eur.; θεοί Plat.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[прародитель]], [[предок]] Her., Pind., Eur. etc.: οἱ [[ἄνωθεν]] или οἱ [[πάλαι]] πρόγονοι Plat. далекие предки; ἐκ προγόνων Plat. с древнейших времен.<br /><b class="num">III</b> ὁ и ἡ дитя от первого брака (мужа или жены), т. е. пасынок или падчерица Eur., Luc., Plut.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''πρόγονος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> γεννημένος πιο [[παλιά]], προπάτορας, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ [[ἄνωθεν]] πρόγονοι, σε Πλάτ.· <i>ἐκ προγόνων</i>, Λατ. [[antiquitus]], στον ίδ.· επίσης, λέγεται για θεούς που είναι αρχηγέτες ή γενάρχες, <i>Ζεῦ πρόγονε</i>, σε Ευρ.· <i>θεοὶ πρόγονοι</i>, σε Πλάτ.· μεταφ., <i>πόνοι πρόγονοι πόνων</i>, κόποι και πατέρες των πόνων, δηλ. πόνοι και βάσανα [[πολύ]] [[παλιά]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[παιδί]] από προηγούμενο γάμο, δηλ. [[προγονός]], Λατ. [[privignus]], σε Ευρ.· θηλ. προγονή, σε Πλούτ.
|lsmtext='''πρόγονος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> γεννημένος πιο [[παλιά]], προπάτορας, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ [[ἄνωθεν]] πρόγονοι, σε Πλάτ.· <i>ἐκ προγόνων</i>, Λατ. [[antiquitus]], στον ίδ.· επίσης, λέγεται για θεούς που είναι αρχηγέτες ή γενάρχες, <i>Ζεῦ πρόγονε</i>, σε Ευρ.· <i>θεοὶ πρόγονοι</i>, σε Πλάτ.· μεταφ., <i>πόνοι πρόγονοι πόνων</i>, κόποι και πατέρες των πόνων, δηλ. πόνοι και βάσανα [[πολύ]] [[παλιά]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[παιδί]] από προηγούμενο γάμο, δηλ. [[προγονός]], Λατ. [[privignus]], σε Ευρ.· θηλ. προγονή, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόγονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее родившийся]], [[старший годами]] ([[ἔριφος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[положивший начало роду]], [[зиждительный]] ([[Ζεύς]] Eur.; θεοί Plat.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[прародитель]], [[предок]] Her., Pind., Eur. etc.: οἱ [[ἄνωθεν]] или οἱ [[πάλαι]] πρόγονοι Plat. далекие предки; ἐκ προγόνων Plat. с древнейших времен.<br /><b class="num">III</b> ὁ и ἡ дитя от первого брака (мужа или жены), т. е. пасынок или падчерица Eur., Luc., Plut.
|lstext='''πρόγονος''': -ον, ([[γίγνομαι]], [[γέγονα]]) ὁ πρότερον γεννηθείς, ὁ πρωΐμως γεννηθείς, ἴδε ἐν λεξ. [[μέτασσαι]]· ὁ πρῶτος γεννηθείς, πρωτότοκος, Ἑλλ. Ἐπιγρ. *941. ΙΙ. [[προπάτωρ]], [[πρόγονος]], Ἡρόδ. 4. 127, Πινδ. Ο. 6. 99˙ πατρός σου πρ. πατὴρ Εὐρ. Ἴων 267, πρβλ. Ἑλ. 15, Πλάτ. Συμπ. 186Ε, Εὐθύφρων 11Β˙ συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 150, Πινδ. Π. 9. 183, Αἰσχύλ. Πέρσ. 405, κτλ.˙ οἱ [[ἄνωθεν]] πρ. Πλάτ. Μενέξ. 236Ε˙ οἱ [[πάλαι]] πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 359D· ἐκ προγόνων, Λατ. antiquitus, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θεῶν, οἵτινές εἰσιν οἱ ἀρχηγέται γενεᾶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 271, Ἰσοκρ. 191D, κτλ.˙ Ζεῦ πρόγονε Εὐρ. Ὀρ. 1242˙ θεοὶ πρόγονοι Πλάτ. Εὐθύδ. 302D· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., πρ. γυνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 533, πρβλ. 44˙ ― μεταφορ., οἱ πρόγονοι, οἱ ἱδρυταὶ ἢ θεμελιωταὶ σχολῆς τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 15, Φιλόστρ. 333˙ ― ἰὼ πόνοι πρόγονοι πόνων Σοφ. Αἴ. 1197 (Δινδ. ἰὼ πόνοι πρόπονοι), [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόγονος -ον [προγίγνομαι] eerstgeboren. Od. 9.221. subst., meestal plur. voorouders:; κακόν... ἐκ προγόνων γεγονός kwaad dat uit voorouders is voortgekomen Plat. Tht. 173d; f. sing..; προγόνου γυναικός van de vrouw die onze voorouder is Aeschl. Suppl. 533; overdr..; ὦ πόνοι πρόγονοι πόνων o ellende, vader van nieuwe ellende Soph. Ai. 1197; overdr. stichters (van een filosofenschool). Luc. 70.15. subst. stiefkind:; προγόνοις δάμαρτες δυσμενεῖς ἀεί ποτε vrouwen zijn hun stiefkinderen altijd slecht gezind Eur. Ion 1329;
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj