3,274,216
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] ή, όν, auch 2 Endgn, Soph. (s. unten), bettelarm, gew. subst., der [[Bettler]], eigtl. (von [[πτώσσω]]) der sich duckt od. bückt; Od. 14, 400. 17, 366 u. öfter; Hes. O. 26; Her. 3, 14; auch πτωχὸς [[ἀνήρ]], ein Bettelmann, Od. 21, 327; sie stehen wie die ξένοι unter dem Schutze des Zeus, 6, 208. 14, 58. 17, 475; [[ἀγύρτρια]] πτωχὸς [[τάλαινα]], Aesch. Ag. 1247; πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου, Soph. O. R. 455, u. öfter, der auch πτωχῷ διαίτῃ O. C. 755 vrbdt, erbetteltes Brot; πτωχοὺς παῖδας, Eur. Med. 515; u. in Prosa, z. B. Ggstz von [[πλούσιος]] Plat. Theaet. 175 a. – Adv., Babr. 55, 2. – Neben dem regelmäßigen compar. u. superl., den erst Spätere haben, πτωχότατος, Pallad. 113 (X, 50), auch [[πτωχίστερος]], Ar. Ach. 400. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] ή, όν, auch 2 Endgn, Soph. (s. unten), bettelarm, gew. subst., der [[Bettler]], eigtl. (von [[πτώσσω]]) der sich duckt od. bückt; Od. 14, 400. 17, 366 u. öfter; Hes. O. 26; Her. 3, 14; auch πτωχὸς [[ἀνήρ]], ein Bettelmann, Od. 21, 327; sie stehen wie die ξένοι unter dem Schutze des Zeus, 6, 208. 14, 58. 17, 475; [[ἀγύρτρια]] πτωχὸς [[τάλαινα]], Aesch. Ag. 1247; πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου, Soph. O. R. 455, u. öfter, der auch πτωχῷ διαίτῃ O. C. 755 vrbdt, erbetteltes Brot; πτωχοὺς παῖδας, Eur. Med. 515; u. in Prosa, z. B. Ggstz von [[πλούσιος]] Plat. Theaet. 175 a. – Adv., Babr. 55, 2. – Neben dem regelmäßigen compar. u. superl., den erst Spätere haben, πτωχότατος, Pallad. 113 (X, 50), auch [[πτωχίστερος]], Ar. Ach. 400. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός;<br />qui se blottit <i>ou</i> se cache, <i>d'où</i><br /><b>1</b> pauvre, mendiant;<br /><b>2</b> qui concerne un mendiant, de mendiant;<br /><i>Cp.</i> [[πτωχίστερος]].<br />'''Étymologie:''' R. Πτακ, se blottir ; cf. [[πτήσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτωχός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274, Σοφ. Ο. Κ. 751· ([[πτώσσω]]) - [[κυρίως]] ὁ συστελλόμενος ἢ «ζαρώνων», [[ἐπαίτης]], πτωχὸς (ἴδε [[πτώσσω]] I. 2), Ὀδ. Ξ. 400, Σ. 1, κτλ.· πτωχὸς πτωχῷ φθονέει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 26, Ἡρόδ. 3. 14· πτωχὸς ἀνὴρ ἀλαλημένος ἐλθών, [[ἐπαίτης]], ὁ στερούμενος τῶν ἀναγκαίων, Ὀδ. Φ. 327· πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες ὁ αὐτ. Τ. 74· πτωχοὺς ἀλᾶσθαι Εὐρ. Μήδ. 515· πτωχοῦ [[βίος]] ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα, τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον Ἀριστοφάν. Πλ. 552· παροιμ., πτωχοῦ [[πήρα]] οὐ πίμπλαται Καλλ. Ἀποσπάσ. 360· - πτωχή, ἐπαῖτις, «ζητιάνα», πτωχῆς τὴν γαστέρα πονούσης Ἀθην. 453Α· πτωχὴ [[χήρα]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ ιβ´, 42· - οἱ ἐπαῖται, ὡς οἱ ξένοι, διετέλουν ἰδιαιτέρως ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν θεῶν, Ὀδ. Ζ. 208, Ξ. 58, Ρ. 475· ἀλλ’ ἡ [[λέξις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πένης]] (ὃ ἴδε), εἶχεν ἀείποτε κακὴν σημασίαν μέχρις οὗ ἀνυψώθη αὕτη ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἐν τῇ καινῇ Διαθήκῃ, μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε´, 3· μακάριοι οἱ πτωχοὶ ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. Ϛ´, 20, πρβλ. Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η´ 9. II. ὡς ἐπίθ., [[ταπεινός]], ὡς τὸ [[πτωχικός]], πτωχῷ διαίτῃ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 751 πτ. στοιχεῖα Ἐπιστ. πρ. Γαλ. δ´, 19. - μετὰ γεν., ὁ πτωχὸς γενόμενος εἴς τι, πηγὴ πτ. νυμφῶν Ἀνθ. Π. 9. 258. 2) Συγκρ. πτωχότερος, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1, 10· ἀνώμαλ. [[πτωχίστερος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 425· ὑπερθ. πτωχότατος, Ἀνθ. Π. 10. 50. 3) Ἐπίρρ. -χῶς, ἀνεπαρκῶς, «πτωχικά», ἠροτρία πτωχῶς μέν, ἀλλ’ ἀναγκαίως Βάβρ. 55. 2. | |lstext='''πτωχός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274, Σοφ. Ο. Κ. 751· ([[πτώσσω]]) - [[κυρίως]] ὁ συστελλόμενος ἢ «ζαρώνων», [[ἐπαίτης]], πτωχὸς (ἴδε [[πτώσσω]] I. 2), Ὀδ. Ξ. 400, Σ. 1, κτλ.· πτωχὸς πτωχῷ φθονέει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 26, Ἡρόδ. 3. 14· πτωχὸς ἀνὴρ ἀλαλημένος ἐλθών, [[ἐπαίτης]], ὁ στερούμενος τῶν ἀναγκαίων, Ὀδ. Φ. 327· πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες ὁ αὐτ. Τ. 74· πτωχοὺς ἀλᾶσθαι Εὐρ. Μήδ. 515· πτωχοῦ [[βίος]] ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα, τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον Ἀριστοφάν. Πλ. 552· παροιμ., πτωχοῦ [[πήρα]] οὐ πίμπλαται Καλλ. Ἀποσπάσ. 360· - πτωχή, ἐπαῖτις, «ζητιάνα», πτωχῆς τὴν γαστέρα πονούσης Ἀθην. 453Α· πτωχὴ [[χήρα]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ ιβ´, 42· - οἱ ἐπαῖται, ὡς οἱ ξένοι, διετέλουν ἰδιαιτέρως ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν θεῶν, Ὀδ. Ζ. 208, Ξ. 58, Ρ. 475· ἀλλ’ ἡ [[λέξις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πένης]] (ὃ ἴδε), εἶχεν ἀείποτε κακὴν σημασίαν μέχρις οὗ ἀνυψώθη αὕτη ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἐν τῇ καινῇ Διαθήκῃ, μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε´, 3· μακάριοι οἱ πτωχοὶ ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. Ϛ´, 20, πρβλ. Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η´ 9. II. ὡς ἐπίθ., [[ταπεινός]], ὡς τὸ [[πτωχικός]], πτωχῷ διαίτῃ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 751 πτ. στοιχεῖα Ἐπιστ. πρ. Γαλ. δ´, 19. - μετὰ γεν., ὁ πτωχὸς γενόμενος εἴς τι, πηγὴ πτ. νυμφῶν Ἀνθ. Π. 9. 258. 2) Συγκρ. πτωχότερος, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1, 10· ἀνώμαλ. [[πτωχίστερος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 425· ὑπερθ. πτωχότατος, Ἀνθ. Π. 10. 50. 3) Ἐπίρρ. -χῶς, ἀνεπαρκῶς, «πτωχικά», ἠροτρία πτωχῶς μέν, ἀλλ’ ἀναγκαίως Βάβρ. 55. 2. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |