Anonymous

πτωχός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός;<br />qui se blottit <i>ou</i> se cache, <i>d'où</i><br /><b>1</b> pauvre, mendiant;<br /><b>2</b> qui concerne un mendiant, de mendiant;<br /><i>Cp.</i> [[πτωχίστερος]].<br />'''Étymologie:''' R. Πτακ, se blottir ; cf. [[πτήσσω]].
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός;<br />qui se blottit <i>ou</i> se cache, <i>d'où</i><br /><b>1</b> pauvre, mendiant;<br /><b>2</b> qui concerne un mendiant, de mendiant;<br /><i>Cp.</i> [[πτωχίστερος]].<br />'''Étymologie:''' R. Πτακ, se blottir ; cf. [[πτήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτωχός''': , -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274, Σοφ. Ο. Κ. 751· ([[πτώσσω]]) - [[κυρίως]] συστελλόμενος ἢ «ζαρώνων», [[ἐπαίτης]], πτωχὸς (ἴδε [[πτώσσω]] I. 2), Ὀδ. Ξ. 400, Σ. 1, κτλ.· πτωχὸς πτωχῷ φθονέει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 26, Ἡρόδ. 3. 14· πτωχὸς ἀνὴρ ἀλαλημένος ἐλθών, [[ἐπαίτης]], ὁ στερούμενος τῶν ἀναγκαίων, Ὀδ. Φ. 327· πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες ὁ αὐτ. Τ. 74· πτωχοὺς ἀλᾶσθαι Εὐρ. Μήδ. 515· πτωχοῦ [[βίος]] ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα, τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον Ἀριστοφάν. Πλ. 552· παροιμ., πτωχοῦ [[πήρα]] οὐ πίμπλαται Καλλ. Ἀποσπάσ. 360· - πτωχή, ἐπαῖτις, «ζητιάνα», πτωχῆς τὴν γαστέρα πονούσης Ἀθην. 453Α· πτωχὴ [[χήρα]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ ιβ´, 42· - οἱ ἐπαῖται, ὡς οἱ ξένοι, διετέλουν ἰδιαιτέρως ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν θεῶν, Ὀδ. Ζ. 208, Ξ. 58, Ρ. 475· ἀλλ’ ἡ [[λέξις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πένης]] (ὃ ἴδε), εἶχεν ἀείποτε κακὴν σημασίαν μέχρις οὗ ἀνυψώθη αὕτη ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἐν τῇ καινῇ Διαθήκῃ, μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε´, 3· μακάριοι οἱ πτωχοὶ ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. Ϛ´, 20, πρβλ. Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η´ 9. II. ὡς ἐπίθ., [[ταπεινός]], ὡς τὸ [[πτωχικός]], πτωχῷ διαίτῃ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 751 πτ. στοιχεῖα Ἐπιστ. πρ. Γαλ. δ´, 19. - μετὰ γεν., ὁ πτωχὸς γενόμενος εἴς τι, πηγὴ πτ. νυμφῶν Ἀνθ. Π. 9. 258. 2) Συγκρ. πτωχότερος, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1, 10· ἀνώμαλ. [[πτωχίστερος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 425· ὑπερθ. πτωχότατος, Ἀνθ. Π. 10. 50. 3) Ἐπίρρ. -χῶς, ἀνεπαρκῶς, «πτωχικά», ἠροτρία πτωχῶς μέν, ἀλλ’ ἀναγκαίως Βάβρ. 55. 2.
|elnltext=πτωχός -ή -όν [~ πτώσσω] ook f. -ός bédelend, bedelaars-:; πτωχῷ διαίτῃ in uw bedelaarsbestaan Soph. OC 751; subst. ὁ πτωχός, ἡ πτωχή bedelaar, bedelares. arm:; μακάριοι οἱ π. τῷ πνεύματι gelukkig de armen van geest NT Mt. 5.3; armzalig:. τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα de zwakke en armzalige machten NT Gal. 4.9.
}}
{{elru
|elrutext='''πτωχός:''' <b class="num">II</b> ὁ нищий Hom., Hes., Eur., Arph. etc.<br />и<br /><b class="num">1)</b> [[нищий]], [[нищенствующий]] ([[ἀνήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[нищенский]] ([[δίαιτα]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[лишенный]] (τινος Anth.);<br /><b class="num">4)</b> [[бедный]], [[жалкий]] (ἀσθενὴ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα NT).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''πτωχός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[πτώσσω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φοβάται, μαζεύεται ή ζαρώνει, [[επαίτης]], [[φτωχός]] (βλ. [[πτώσσω]] I. 2), σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· πτωχὸς [[ἀνήρ]], [[επαίτης]], [[ζητιάνος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>πτωχή</i>, η ζητιάνα, σε Σοφ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ταπεινός]], όπως το [[πτωχικός]], σε Σοφ., Κ.Δ.· με γεν., [[φτωχός]] σε [[κάτι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> συγκρ. <i>πτωχότερος</i>, ανώμ. [[πτωχίστερος]], σε Αριστοφ.· υπερθ. <i>πτωχότατος</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-χῶς</i>, φτωχικά, ανεπαρκώς, σε Βάβρ.
|lsmtext='''πτωχός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[πτώσσω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φοβάται, μαζεύεται ή ζαρώνει, [[επαίτης]], [[φτωχός]] (βλ. [[πτώσσω]] I. 2), σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· πτωχὸς [[ἀνήρ]], [[επαίτης]], [[ζητιάνος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>πτωχή</i>, η ζητιάνα, σε Σοφ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ταπεινός]], όπως το [[πτωχικός]], σε Σοφ., Κ.Δ.· με γεν., [[φτωχός]] σε [[κάτι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> συγκρ. <i>πτωχότερος</i>, ανώμ. [[πτωχίστερος]], σε Αριστοφ.· υπερθ. <i>πτωχότατος</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-χῶς</i>, φτωχικά, ανεπαρκώς, σε Βάβρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτωχός:''' <b class="num">II</b> ὁ нищий Hom., Hes., Eur., Arph. etc.<br />и<br /><b class="num">1)</b> [[нищий]], [[нищенствующий]] ([[ἀνήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[нищенский]] ([[δίαιτα]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[лишенный]] (τινος Anth.);<br /><b class="num">4)</b> [[бедный]], [[жалкий]] (ἀσθενὴ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα NT).
|lstext='''πτωχός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274, Σοφ. Ο. Κ. 751· ([[πτώσσω]]) - [[κυρίως]] ὁ συστελλόμενος ἢ «ζαρώνων», [[ἐπαίτης]], πτωχὸς (ἴδε [[πτώσσω]] I. 2), Ὀδ. Ξ. 400, Σ. 1, κτλ.· πτωχὸς πτωχῷ φθονέει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 26, Ἡρόδ. 3. 14· πτωχὸς ἀνὴρ ἀλαλημένος ἐλθών, [[ἐπαίτης]], ὁ στερούμενος τῶν ἀναγκαίων, Ὀδ. Φ. 327· πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες ὁ αὐτ. Τ. 74· πτωχοὺς ἀλᾶσθαι Εὐρ. Μήδ. 515· πτωχοῦ [[βίος]] ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα, τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον Ἀριστοφάν. Πλ. 552· παροιμ., πτωχοῦ [[πήρα]] οὐ πίμπλαται Καλλ. Ἀποσπάσ. 360· - πτωχή, ἐπαῖτις, «ζητιάνα», πτωχῆς τὴν γαστέρα πονούσης Ἀθην. 453Α· πτωχὴ [[χήρα]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ ιβ´, 42· - οἱ ἐπαῖται, ὡς οἱ ξένοι, διετέλουν ἰδιαιτέρως ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν θεῶν, Ὀδ. Ζ. 208, Ξ. 58, Ρ. 475· ἀλλ’ ἡ [[λέξις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πένης]] (ὃ ἴδε), εἶχεν ἀείποτε κακὴν σημασίαν μέχρις οὗ ἀνυψώθη αὕτη ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἐν τῇ καινῇ Διαθήκῃ, μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε´, 3· μακάριοι οἱ πτωχοὶ ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. Ϛ´, 20, πρβλ. Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η´ 9. II. ὡς ἐπίθ., [[ταπεινός]], ὡς τὸ [[πτωχικός]], πτωχῷ διαίτῃ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 751 πτ. στοιχεῖα Ἐπιστ. πρ. Γαλ. δ´, 19. - μετὰ γεν., πτωχὸς γενόμενος εἴς τι, πηγὴ πτ. νυμφῶν Ἀνθ. Π. 9. 258. 2) Συγκρ. πτωχότερος, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1, 10· ἀνώμαλ. [[πτωχίστερος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 425· ὑπερθ. πτωχότατος, Ἀνθ. Π. 10. 50. 3) Ἐπίρρ. -χῶς, ἀνεπαρκῶς, «πτωχικά», ἠροτρία πτωχῶς μέν, ἀλλ’ ἀναγκαίως Βάβρ. 55. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=πτωχός -ή -όν [~ πτώσσω] ook f. -ός bédelend, bedelaars-:; πτωχῷ διαίτῃ in uw bedelaarsbestaan Soph. OC 751; subst. ὁ πτωχός, ἡ πτωχή bedelaar, bedelares. arm:; μακάριοι οἱ π. τῷ πνεύματι gelukkig de armen van geest NT Mt. 5.3; armzalig:. τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα de zwakke en armzalige machten NT Gal. 4.9.
}}
}}
{{etym
{{etym