σηκός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] ὁ, 1) der [[Stall]], ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Uebh. Wohnung, Lager für Menschen u. Thiere, σηκὸν ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ [[τεῖχος]] περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος [[οἶκος]] τοῦ ναοῦ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie [[ναός]] den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αθηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. [[στέλεχος]], vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῦ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. [[ἐλαία]] [[πολύκλαδος]], B. A. 304; nach Harpocr. = [[μορία]], was man vgl. – Nach Eust. auch wie [[σήκωμα]], Gewicht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] ὁ, 1) der [[Stall]], ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Uebh. Wohnung, Lager für Menschen u. Thiere, σηκὸν ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ [[τεῖχος]] περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος [[οἶκος]] τοῦ ναοῦ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie [[ναός]] den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αθηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. [[στέλεχος]], vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῦ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. [[ἐλαία]] [[πολύκλαδος]], B. A. 304; nach Harpocr. = [[μορία]], was man vgl. – Nach Eust. auch wie [[σήκωμα]], Gewicht.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lieu clos, <i>d'où</i><br /><b>1</b> parc d'animaux (bergerie, étable, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> enceinte sacrée ; <i>particul.</i> lieu de sépulture consacré, <i>ou</i> palissade dont on entourait un olivier devenu stérile et, <i>p. suite</i>, consacré.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> sepes, sepio.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σηκός''': Δωρ. σᾱκός, ὁ, [[μάνδρα]], [[μέρος]] περίφρακτον [[ἰδίᾳ]] χρήσιμον πρὸς περιποίησιν ἀμνῶν, ἐριφίων, μόσχων, Ὀδ. Ι. 219, 227, 439, Κ. 412, πρβλ. Ἰλ. Σ. 589, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 785· εἰς τὸν σ. φέρειν, μεταφορ., ἐπὶ νέων τέκνων, Πλάτ. Πολ. 460C· σηκὸν νομίζειν τὸ [[τεῖχος]] Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε· σ. δράκοντος, τὸ [[σπήλαιον]] τοῦ δράκοντος, Εὐρ. Φοίν. 1010, πρβλ. 931· οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς, φωλεούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 4. ΙΙ. ἱερὸς [[περίβολος]], [[ἱερόν]], [[ναΐσκος]], Σοφ. Φιλ. 1328, Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 4. 62· - κατὰ τὸν Ἀμμώνιον ὁ σηκὸς ἦτο ἱερὸν ἥρωος, [[ἡρῷον]], ὁ δὲ ναὸς θεοῦ, - ἀλλὰ τὴν διάκρισιν ταύτην δὲν τηροῦσιν οἱ ποιηταί, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1753, Ρῆσ. 501, πρὸς τὸν Ἴωνα 300, κτλ., καὶ ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19. 2) [[τάφος]], [[κοιμητήριον]] περίκλειστον καὶ καθιερωμένον, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σακὸς Σιμωνίδ. 5. 6, πρβλ. Τραγικ. Ἀποσπ. ᾨδ. σ. 137 Nauck, Πλουτ. Κίμ. 8, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 781. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 4264, -65, -66c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ [[κοῖλος]] κορμὸς παλαιᾶς ἐλαίας, ἴδε Λυσίου Περὶ τοῦ σηκοῦ. IV. βάρος, [[σταθμίον]] τι ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Εὐστ. 1625. 26. (Πρβλ. τὸ Λατ. saep-es, saep-io).
|lstext='''σηκός''': Δωρ. σᾱκός, ὁ, [[μάνδρα]], [[μέρος]] περίφρακτον [[ἰδίᾳ]] χρήσιμον πρὸς περιποίησιν ἀμνῶν, ἐριφίων, μόσχων, Ὀδ. Ι. 219, 227, 439, Κ. 412, πρβλ. Ἰλ. Σ. 589, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 785· εἰς τὸν σ. φέρειν, μεταφορ., ἐπὶ νέων τέκνων, Πλάτ. Πολ. 460C· σηκὸν νομίζειν τὸ [[τεῖχος]] Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε· σ. δράκοντος, τὸ [[σπήλαιον]] τοῦ δράκοντος, Εὐρ. Φοίν. 1010, πρβλ. 931· οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς, φωλεούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 4. ΙΙ. ἱερὸς [[περίβολος]], [[ἱερόν]], [[ναΐσκος]], Σοφ. Φιλ. 1328, Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 4. 62· - κατὰ τὸν Ἀμμώνιον ὁ σηκὸς ἦτο ἱερὸν ἥρωος, [[ἡρῷον]], ὁ δὲ ναὸς θεοῦ, - ἀλλὰ τὴν διάκρισιν ταύτην δὲν τηροῦσιν οἱ ποιηταί, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1753, Ρῆσ. 501, πρὸς τὸν Ἴωνα 300, κτλ., καὶ ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19. 2) [[τάφος]], [[κοιμητήριον]] περίκλειστον καὶ καθιερωμένον, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σακὸς Σιμωνίδ. 5. 6, πρβλ. Τραγικ. Ἀποσπ. ᾨδ. σ. 137 Nauck, Πλουτ. Κίμ. 8, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 781. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 4264, -65, -66c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ [[κοῖλος]] κορμὸς παλαιᾶς ἐλαίας, ἴδε Λυσίου Περὶ τοῦ σηκοῦ. IV. βάρος, [[σταθμίον]] τι ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Εὐστ. 1625. 26. (Πρβλ. τὸ Λατ. saep-es, saep-io).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lieu clos, <i>d'où</i><br /><b>1</b> parc d'animaux (bergerie, étable, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> enceinte sacrée ; <i>particul.</i> lieu de sépulture consacré, <i>ou</i> palissade dont on entourait un olivier devenu stérile et, <i>p. suite</i>, consacré.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> sepes, sepio.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth