3,270,621
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] scharren, schüren, schürfen, graben, behacken; Her. 2, 14; Theophr. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] scharren, schüren, schürfen, graben, behacken; Her. 2, 14; Theophr. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=fouir, sarcler.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαλ, creuser ; cf. <i>lat.</i> scalpo. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκάλλω''': ἀνακινῶ, [[σκάπτω]], Ἡρόδ. 2. 14· σκ. καὶ σκάπτειν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5, κτλ.· - μεταφορ., ἀνερευνῶ, ἀναζητῶ, ἀναδιφῶ, σκ. τὸ πνεῦμά μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟϚ΄, 7). (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκαλίς, σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίζω, σκαλιδεύω, σκαλαθύρω, σκαλοψ, σκάλμη· Ἀρχ. Γερμ. scar (Ἀγγλ. plough-share, τὸ ὑνίον)· -ἐκτεταμένος δὲ αὐτῆς [[τύπος]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ √ΣΚΑΛΠ, [[ὅθεν]] τὸ σπάλαξ, ἀσπάλαξ· Λατ. scalp-o, talp-a (ἀντὶ stalpa). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάλλοντες· σκάπτοντες». | |lstext='''σκάλλω''': ἀνακινῶ, [[σκάπτω]], Ἡρόδ. 2. 14· σκ. καὶ σκάπτειν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5, κτλ.· - μεταφορ., ἀνερευνῶ, ἀναζητῶ, ἀναδιφῶ, σκ. τὸ πνεῦμά μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟϚ΄, 7). (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκαλίς, σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίζω, σκαλιδεύω, σκαλαθύρω, σκαλοψ, σκάλμη· Ἀρχ. Γερμ. scar (Ἀγγλ. plough-share, τὸ ὑνίον)· -ἐκτεταμένος δὲ αὐτῆς [[τύπος]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ √ΣΚΑΛΠ, [[ὅθεν]] τὸ σπάλαξ, ἀσπάλαξ· Λατ. scalp-o, talp-a (ἀντὶ stalpa). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάλλοντες· σκάπτοντες». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |