Anonymous

σκάλλω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] scharren, schüren, schürfen, graben, behacken; Her. 2, 14; Theophr. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] scharren, schüren, schürfen, graben, behacken; Her. 2, 14; Theophr. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=fouir, sarcler.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαλ, creuser ; cf. <i>lat.</i> scalpo.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάλλω''': ἀνακινῶ, [[σκάπτω]], Ἡρόδ. 2. 14· σκ. καὶ σκάπτειν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5, κτλ.· - μεταφορ., ἀνερευνῶ, ἀναζητῶ, ἀναδιφῶ, σκ. τὸ πνεῦμά μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟϚ΄, 7). (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκαλίς, σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίζω, σκαλιδεύω, σκαλαθύρω, σκαλοψ, σκάλμη· Ἀρχ. Γερμ. scar (Ἀγγλ. plough-share, τὸ ὑνίον)· -ἐκτεταμένος δὲ αὐτῆς [[τύπος]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ √ΣΚΑΛΠ, [[ὅθεν]] τὸ σπάλαξ, ἀσπάλαξ· Λατ. scalp-o, talp-a (ἀντὶ stalpa). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάλλοντες· σκάπτοντες».
|lstext='''σκάλλω''': ἀνακινῶ, [[σκάπτω]], Ἡρόδ. 2. 14· σκ. καὶ σκάπτειν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5, κτλ.· - μεταφορ., ἀνερευνῶ, ἀναζητῶ, ἀναδιφῶ, σκ. τὸ πνεῦμά μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟϚ΄, 7). (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκαλίς, σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίζω, σκαλιδεύω, σκαλαθύρω, σκαλοψ, σκάλμη· Ἀρχ. Γερμ. scar (Ἀγγλ. plough-share, τὸ ὑνίον)· -ἐκτεταμένος δὲ αὐτῆς [[τύπος]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ √ΣΚΑΛΠ, [[ὅθεν]] τὸ σπάλαξ, ἀσπάλαξ· Λατ. scalp-o, talp-a (ἀντὶ stalpa). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάλλοντες· σκάπτοντες».
}}
{{bailly
|btext=fouir, sarcler.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαλ, creuser ; cf. <i>lat.</i> scalpo.
}}
}}
{{grml
{{grml