σκοπέω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] nur im praes. u. imperf. gebr., u. so [[σκέπτομαι]] ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, [[betrachten]], beschauen; [[ἄστρον]], Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' [[ἄλλοσε]] σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου [[μᾶλλον]] ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῦν τὰ [[πόῤῥω]] σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' [[ἐγγύθεν]] σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῦ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, [[ὅπως]] ἀποφανοῦμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήθειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φθόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ θεωρῶν τὸ [[πρᾶγμα]] αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν [[ὅπως]], Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῦμαι [[ὄμμα]] πανταχοῦ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεθα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσθαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνθρωπίνως σκοπεῖσθαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie [[θεάομαι]] u. [[θεωρέω]] auf das Allgemeine, geht [[σκοπέω]] u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] nur im praes. u. imperf. gebr., u. so [[σκέπτομαι]] ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, [[betrachten]], beschauen; [[ἄστρον]], Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' [[ἄλλοσε]] σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου [[μᾶλλον]] ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῦν τὰ [[πόῤῥω]] σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' [[ἐγγύθεν]] σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῦ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, [[ὅπως]] ἀποφανοῦμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήθειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φθόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ θεωρῶν τὸ [[πρᾶγμα]] αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν [[ὅπως]], Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῦμαι [[ὄμμα]] πανταχοῦ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεθα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσθαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνθρωπίνως σκοπεῖσθαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie [[θεάομαι]] u. [[θεωρέω]] auf das Allgemeine, geht [[σκοπέω]] u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf. ; pour le fut., l'ao. et le pf., on emploie les temps correspondants de</i> [[σκέπτομαι]];<br /><b>1</b> observer de haut <i>ou</i> de loin, acc.;<br /><b>2</b> viser à, avoir en vue, avoir pour but, acc. ; avoir égard à, veiller à, prendre soin de : τὰ [[ἑωυτοῦ]] HDT à ses propres intérêts;<br /><b>3</b> regarder, examiner, considérer, observer, acc.;<br /><b>4</b> réfléchir à, peser, examiner, juger, acc. : σκοπέειν χρὴ παντὸς χρήματος τὴν τελευτήν, κῇ ἀποβήσεται HDT en toute chose, il faut considérer la fin, voir ce qu’il en adviendra ; σκ. οὐδὲν ἄλλο ἢ [[εἰ]] XÉN ne rien considérer autre chose sinon si ; τινὸς σκ. πότερα XÉN observer au sujet de qqn laquelle de deux choses… ; <i>avec une prép.</i> : σκ. ἔκ τινος THC examiner d'après qch (d'après ce que l'on rapporte) ; σκ. [[περί]] τινος considérer au sujet de qch ; σκ. [[πρός]] [[τι]] avoir en vue qch ; [[οὐκ]] [[ὀρθῶς]] σκ. THC ne pas considérer avec rectitude;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σκοπέομαι]], [[σκοποῦμαι]];<br /><b>1</b> regarder, considérer : σκ. ἀπὸ [[τῶν]] ἱστῶν XÉN observer du haut des mâts ; σκ. τὸν ἥλιον ἐκλείποντα PLAT observer l'éclipse de soleil;<br /><b>2</b> avoir en vue, chercher : ἀπολογίαν ISOCR une excuse;<br /><b>3</b> examiner, réfléchir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σκοπός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοπέω''': παρὰ τοῖς δοκίμοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐνεργ. καὶ μέσ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ), τοὺς δὲ λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνει ἐκ τοῦ [[σκέπτομαι]], ὃ ἴδε· - ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφ. εὑρίσκομεν μέλλοντα σκοπήσω, Ρήτορες (Walz) 1. 615, Γαλην., κλπ.· ἀόρ. ἐσκόπησα Ἀριστ. π. Φυτ. 1.7, 10, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 1, Πολύβ., κτλ.· καὶ ἐκ τοῦ μέσου τύπου τὸν ἀόρ. ἐσκοπησάμην (περι-) Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1.32· πρκμ. ἐσκόπημαι (προαν-) Ἰώσηπ.· (ἴδε ἐν λέξ. [[σκέπτομαι]]). [[Βλέπω]] [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], παρατηρῶ ἢ [[ἐξετάζω]] τι, [[βλέπω]], θεωρῶ, ἄστρον Πινδ. Ο. 1.7· πλοῦν μὴ ’ξ ἀπόπτου [[μᾶλλον]] ἢ ’γγύθεν σκόπει Σοφ. Φιλ. 467, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 490· τὰ [[πόρρω]] ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 482· τὰ [[ἔμπροσθεν]] Ξεν. Ἀν. 6.3, 14· - ἀπολ., [[ἄλλοσε]] σκ. Σοφ. Ἠλ. 1474· σκοπεῖτε, προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 232· εὖ σκοπῶν εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68· κτλ.· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκ. [[ὅπου]].. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 16· σκ. ποῦ.. Ξεν. Κύρ. 3.2, 1, κτλ.· - μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, σκ. εἰς.. Εὐρ. Ἀποσπ. 809. 6, Πλάτ. Πολιτικ. 305Β· 2) μεταφορ., [[προσέχω]], θεωρῶ, [[ἐξετάζω]], τὰ [[ἑαυτοῦ]] σκ., [[προσέχω]] εἰς τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 1. 8· τὸ [[σεαυτοῦ]] Πλάτ. Φαῖδρ. 232D· τὸ ὑμέτερον Ἀντιφῶν 126. 36· τὸν καιρὸν Θουκ. 4. 23· τὸ συμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Β κἑξ.· τὰ πρὸς ποσὶν Σοφ. Ο. Τ. 130· τοὺς νόμους πρὸς τοὺς [[τῇδε]], ἐν σχέσει πρὸς τοὺς [[ἐνταῦθα]] νόμους, Πλάτ. Τίμ. 24Α· τι πρὸς ἐμαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 9C· - ἀπολ., σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν Σοφ. Ο. Τ. 68, πρβλ. Φιλ. 282· - μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκοπέειν τὴν τελετὴν κῇ ἀποβήσεται Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 506, Ο. Τ. 407· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως μόνον, σκ. [[πόθεν]] χρὴ ἄρξασθαι Ἀνδοκ. 2. 9· σκ. εἰ.. Σοφ. Ἀντ. 41, Πλάτ. Νόμ. 861Ε· [[ὅπως]].. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· σκόπει μή.., πρόσεχε [[μήπως]].., Σοφ. Ο. Κ. 1179, Πλάτ. Γοργ. 458C·-[[ἐνίοτε]] μετὰ γεν. προσώπ. ὡς καὶ μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 182Α· πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα.. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 12· - [[ὡσαύτως]] μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἐξ ὧν ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα Θουκ. 6. 36, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 8· πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς σκ. Ἀντιφῶν 114. 37· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 348Β· σκ. περὶ τινος [[αὐτόθι]] 351Β, κτλ.· περὶ τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 239Β· - μετ’ ἐπιρρ., ἀπολ., ὀρθῶς σκοπεῖν Εὐρ. Φοίν. 155· καιρίως Ρῆσ. 339· ἄμεινον Πλάτ. Συμπ. 219Α. 3) [[προσέχω]] ζητῶν τι, ἀναζητῶ, παῦλαν Ξεν. Ἀν. 5. 7, 32· τι ἀγαθὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 10· ἐσκόπει γυναῖκά μοι Ἰσοκρ. 2. § 22, πρβλ. Δημ. 1470. 1· σκ. [[ὄνομα]] [[κάλλιον]] αὐτῇ Πλούτ. 2. 991F. 4) ἐρευνῶ, [[μανθάνω]], ἀπὸ τι νος, Br. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 286. ΙΙ. Μέσ., ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., σημασ. Ι. 1 ([[ἴσως]] ἡ διαφορὰ κεῖται εἰς τὸ ὅτι τὸ [[μέσον]] ἐκφέρει παρατήρησιν μετὰ περισσοτέρας ἐντάσεως τῶν δυνάμεων καὶ σκέψεως), μετ’ αἰτ., [[αὐτόθι]] 964, Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἑλ. 1537· τέοντ’ ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1166. 2) = Ι. 2, σκ. τύχας βροτῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 264· καὶ συχν. ἀπαντᾷ συντασσόμενον κατὰ πάσας τὰς συντάξεις τοῦ ἐνεργ. παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἀπολ., .ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν … Σοφ. Τρ. 296. 3) = Ι. 3, [[ὅταν]] περ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Ἰσοκρ. 403Α. - Ὡς τὰ [[θεάομαι]], [[θεωρέω]] ἀναφέρονται εἰς γενικὴν ἢ καθολικὴν ἐξέτασιν, οὕτω τὰ [[σκοπέω]], σκοπέομαι ἀναφέρονται εἰς μερικὴν τὴν καθ’ ἕκαστα ἐξέτασιν τῶν πραγμάτων, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 30, Θουκ. 1. 1, Πλάτ. Φαίδων 99D. ΙΙ. Παθ., δὲν [[εἶναι]] κοινὸς παρὰ τοῖς δοκίμοις· ἀλλ εὕρηται: σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ’ ἄλλων, ἐξετάζων καὶ ἐξεταζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 772D· καὶ [[ἴσως]] οὕτω κεῖται παρὰ Δημ. 473. 13, ὁ [[λόγος]] … αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις, [[εἶναι]] αἰσχρὸς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἐξεταζομένοις πράγμασι· - παρὰ μεταγενεστ., σκοπεῖται τὸ ἄστρον Ἱερόφιλ. ἐν Ideler Phys. 1. 410· τὸ σκοπηθὲν Ἄννα Κομν. 139Β. - Ἴδε Κόντου Λόγ. Ἑρμῆν σ. 566.
|lstext='''σκοπέω''': παρὰ τοῖς δοκίμοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐνεργ. καὶ μέσ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ), τοὺς δὲ λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνει ἐκ τοῦ [[σκέπτομαι]], ὃ ἴδε· - ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφ. εὑρίσκομεν μέλλοντα σκοπήσω, Ρήτορες (Walz) 1. 615, Γαλην., κλπ.· ἀόρ. ἐσκόπησα Ἀριστ. π. Φυτ. 1.7, 10, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 1, Πολύβ., κτλ.· καὶ ἐκ τοῦ μέσου τύπου τὸν ἀόρ. ἐσκοπησάμην (περι-) Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1.32· πρκμ. ἐσκόπημαι (προαν-) Ἰώσηπ.· (ἴδε ἐν λέξ. [[σκέπτομαι]]). [[Βλέπω]] [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], παρατηρῶ ἢ [[ἐξετάζω]] τι, [[βλέπω]], θεωρῶ, ἄστρον Πινδ. Ο. 1.7· πλοῦν μὴ ’ξ ἀπόπτου [[μᾶλλον]] ἢ ’γγύθεν σκόπει Σοφ. Φιλ. 467, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 490· τὰ [[πόρρω]] ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 482· τὰ [[ἔμπροσθεν]] Ξεν. Ἀν. 6.3, 14· - ἀπολ., [[ἄλλοσε]] σκ. Σοφ. Ἠλ. 1474· σκοπεῖτε, προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 232· εὖ σκοπῶν εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68· κτλ.· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκ. [[ὅπου]].. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 16· σκ. ποῦ.. Ξεν. Κύρ. 3.2, 1, κτλ.· - μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, σκ. εἰς.. Εὐρ. Ἀποσπ. 809. 6, Πλάτ. Πολιτικ. 305Β· 2) μεταφορ., [[προσέχω]], θεωρῶ, [[ἐξετάζω]], τὰ [[ἑαυτοῦ]] σκ., [[προσέχω]] εἰς τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 1. 8· τὸ [[σεαυτοῦ]] Πλάτ. Φαῖδρ. 232D· τὸ ὑμέτερον Ἀντιφῶν 126. 36· τὸν καιρὸν Θουκ. 4. 23· τὸ συμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Β κἑξ.· τὰ πρὸς ποσὶν Σοφ. Ο. Τ. 130· τοὺς νόμους πρὸς τοὺς [[τῇδε]], ἐν σχέσει πρὸς τοὺς [[ἐνταῦθα]] νόμους, Πλάτ. Τίμ. 24Α· τι πρὸς ἐμαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 9C· - ἀπολ., σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν Σοφ. Ο. Τ. 68, πρβλ. Φιλ. 282· - μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκοπέειν τὴν τελετὴν κῇ ἀποβήσεται Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 506, Ο. Τ. 407· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως μόνον, σκ. [[πόθεν]] χρὴ ἄρξασθαι Ἀνδοκ. 2. 9· σκ. εἰ.. Σοφ. Ἀντ. 41, Πλάτ. Νόμ. 861Ε· [[ὅπως]].. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· σκόπει μή.., πρόσεχε [[μήπως]].., Σοφ. Ο. Κ. 1179, Πλάτ. Γοργ. 458C·-[[ἐνίοτε]] μετὰ γεν. προσώπ. ὡς καὶ μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 182Α· πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα.. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 12· - [[ὡσαύτως]] μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἐξ ὧν ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα Θουκ. 6. 36, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 8· πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς σκ. Ἀντιφῶν 114. 37· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 348Β· σκ. περὶ τινος [[αὐτόθι]] 351Β, κτλ.· περὶ τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 239Β· - μετ’ ἐπιρρ., ἀπολ., ὀρθῶς σκοπεῖν Εὐρ. Φοίν. 155· καιρίως Ρῆσ. 339· ἄμεινον Πλάτ. Συμπ. 219Α. 3) [[προσέχω]] ζητῶν τι, ἀναζητῶ, παῦλαν Ξεν. Ἀν. 5. 7, 32· τι ἀγαθὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 10· ἐσκόπει γυναῖκά μοι Ἰσοκρ. 2. § 22, πρβλ. Δημ. 1470. 1· σκ. [[ὄνομα]] [[κάλλιον]] αὐτῇ Πλούτ. 2. 991F. 4) ἐρευνῶ, [[μανθάνω]], ἀπὸ τι νος, Br. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 286. ΙΙ. Μέσ., ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., σημασ. Ι. 1 ([[ἴσως]] ἡ διαφορὰ κεῖται εἰς τὸ ὅτι τὸ [[μέσον]] ἐκφέρει παρατήρησιν μετὰ περισσοτέρας ἐντάσεως τῶν δυνάμεων καὶ σκέψεως), μετ’ αἰτ., [[αὐτόθι]] 964, Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἑλ. 1537· τέοντ’ ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1166. 2) = Ι. 2, σκ. τύχας βροτῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 264· καὶ συχν. ἀπαντᾷ συντασσόμενον κατὰ πάσας τὰς συντάξεις τοῦ ἐνεργ. παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἀπολ., .ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν … Σοφ. Τρ. 296. 3) = Ι. 3, [[ὅταν]] περ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Ἰσοκρ. 403Α. - Ὡς τὰ [[θεάομαι]], [[θεωρέω]] ἀναφέρονται εἰς γενικὴν ἢ καθολικὴν ἐξέτασιν, οὕτω τὰ [[σκοπέω]], σκοπέομαι ἀναφέρονται εἰς μερικὴν τὴν καθ’ ἕκαστα ἐξέτασιν τῶν πραγμάτων, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 30, Θουκ. 1. 1, Πλάτ. Φαίδων 99D. ΙΙ. Παθ., δὲν [[εἶναι]] κοινὸς παρὰ τοῖς δοκίμοις· ἀλλ εὕρηται: σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ’ ἄλλων, ἐξετάζων καὶ ἐξεταζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 772D· καὶ [[ἴσως]] οὕτω κεῖται παρὰ Δημ. 473. 13, ὁ [[λόγος]] … αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις, [[εἶναι]] αἰσχρὸς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἐξεταζομένοις πράγμασι· - παρὰ μεταγενεστ., σκοπεῖται τὸ ἄστρον Ἱερόφιλ. ἐν Ideler Phys. 1. 410· τὸ σκοπηθὲν Ἄννα Κομν. 139Β. - Ἴδε Κόντου Λόγ. Ἑρμῆν σ. 566.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf. ; pour le fut., l'ao. et le pf., on emploie les temps correspondants de</i> [[σκέπτομαι]];<br /><b>1</b> observer de haut <i>ou</i> de loin, acc.;<br /><b>2</b> viser à, avoir en vue, avoir pour but, acc. ; avoir égard à, veiller à, prendre soin de : τὰ [[ἑωυτοῦ]] HDT à ses propres intérêts;<br /><b>3</b> regarder, examiner, considérer, observer, acc.;<br /><b>4</b> réfléchir à, peser, examiner, juger, acc. : σκοπέειν χρὴ παντὸς χρήματος τὴν τελευτήν, κῇ ἀποβήσεται HDT en toute chose, il faut considérer la fin, voir ce qu’il en adviendra ; σκ. οὐδὲν ἄλλο ἢ [[εἰ]] XÉN ne rien considérer autre chose sinon si ; τινὸς σκ. πότερα XÉN observer au sujet de qqn laquelle de deux choses… ; <i>avec une prép.</i> : σκ. ἔκ τινος THC examiner d'après qch (d'après ce que l'on rapporte) ; σκ. [[περί]] τινος considérer au sujet de qch ; σκ. [[πρός]] [[τι]] avoir en vue qch ; [[οὐκ]] [[ὀρθῶς]] σκ. THC ne pas considérer avec rectitude;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σκοπέομαι]], [[σκοποῦμαι]];<br /><b>1</b> regarder, considérer : σκ. ἀπὸ [[τῶν]] ἱστῶν XÉN observer du haut des mâts ; σκ. τὸν ἥλιον ἐκλείποντα PLAT observer l'éclipse de soleil;<br /><b>2</b> avoir en vue, chercher : ἀπολογίαν ISOCR une excuse;<br /><b>3</b> examiner, réfléchir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σκοπός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater