στεροπή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0938.png Seite 938]] ἡ, = ἀστεροπ ή, [[ἀστραπή]], der [[Blitz]]; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' [[ὥστε]] στεροπὲ πατρὸς [[Διός]], Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' [[ἦλθον]] ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε [[πρύτανις]], 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῦ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων [[Βορέας]], Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0938.png Seite 938]] ἡ, = ἀστεροπ ή, [[ἀστραπή]], der [[Blitz]]; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' [[ὥστε]] στεροπὲ πατρὸς [[Διός]], Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' [[ἦλθον]] ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε [[πρύτανις]], 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῦ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων [[Βορέας]], Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> éclair;<br /><b>2</b> lueur éclatante, éclat.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστεροπή]], [[ἀστραπή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στεροπή''': ἡ, ποιητ. λέξ. ὡς τὸ [[ἀστεροπή]], ἀστραπή, [[λάμψις]] ἀστραπῆς, “αὐγὴ” Ἡσύχ., στ. πατρὸς Διὸς Ἰλ. Λ. 66, 184, Ἡσ. Θ. 845· ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Πινδ. Π. 4. 353· στεροπᾶν κεραυνῶν τε [[πρύτανις]], δηλ. ὁ Ζεύς, [[αὐτόθι]] Ζ. 24· ἕλικες .. στεροπῆς ζάπυροι Αἰσχύλ. Πρ. 1084· βροντῇ στεροπῇ τε ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 35, κτλ.· - [[καθόλου]], ἐπὶ ἐξαστράπτοντος, ἀκτινοβολοῦντος φωτός, [[λάμψις]], [[ἀκτινοβολία]], χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Ἰλ. Λ. 83, πρβλ. Ὀδ. Δ. 72· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Σοφ. Τρ. 99.
|lstext='''στεροπή''': ἡ, ποιητ. λέξ. ὡς τὸ [[ἀστεροπή]], ἀστραπή, [[λάμψις]] ἀστραπῆς, “αὐγὴ” Ἡσύχ., στ. πατρὸς Διὸς Ἰλ. Λ. 66, 184, Ἡσ. Θ. 845· ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Πινδ. Π. 4. 353· στεροπᾶν κεραυνῶν τε [[πρύτανις]], δηλ. ὁ Ζεύς, [[αὐτόθι]] Ζ. 24· ἕλικες .. στεροπῆς ζάπυροι Αἰσχύλ. Πρ. 1084· βροντῇ στεροπῇ τε ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 35, κτλ.· - [[καθόλου]], ἐπὶ ἐξαστράπτοντος, ἀκτινοβολοῦντος φωτός, [[λάμψις]], [[ἀκτινοβολία]], χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Ἰλ. Λ. 83, πρβλ. Ὀδ. Δ. 72· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Σοφ. Τρ. 99.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> éclair;<br /><b>2</b> lueur éclatante, éclat.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστεροπή]], [[ἀστραπή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth