στέαρ: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0931.png Seite 931]] τό, gen. στέατος, zsgzgn [[στῆρ]], στητός, – 1) stehendes Fett, Talg, wie die wiederkäuenden Thierc haben; nach Arist. H. A. 3, 17 θραυστὸν [[πάντῃ]] καὶ πήγνυται ψυχόμενον, u. so von [[πιμελή]] unterschieden, w. m. s.; στέατος μέγαν τροχόν, eine große Scheibe Talg, Od. 21, 178. 183; vom Delphin, Xen. An. 5, 4, 28. – 2) = [[σταίς]], Teig von Weizenmehl, VLL., auch Sauerteig. – Eine Fettgeschwulst, = [[στεάτωμα]], Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0931.png Seite 931]] τό, gen. στέατος, zsgzgn [[στῆρ]], στητός, – 1) stehendes Fett, Talg, wie die wiederkäuenden Thierc haben; nach Arist. H. A. 3, 17 θραυστὸν [[πάντῃ]] καὶ πήγνυται ψυχόμενον, u. so von [[πιμελή]] unterschieden, w. m. s.; στέατος μέγαν τροχόν, eine große Scheibe Talg, Od. 21, 178. 183; vom Delphin, Xen. An. 5, 4, 28. – 2) = [[σταίς]], Teig von Weizenmehl, VLL., auch Sauerteig. – Eine Fettgeschwulst, = [[στεάτωμα]], Medic.
}}
{{bailly
|btext=στέατος (τό) :<br /><b>1</b> graisse compacte, lard, suif;<br /><b>2</b> graisse, <i>c.</i> [[πιμελή]].<br />'''Étymologie:''' p. *στέϜαρ, cf. [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στέᾰρ''': τό, γεν. στέατος [ἴδε ἐν τέλ.]· συνῃρ. [[στῆρ]] (Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλην. 13. 476· γενικ. στηρὸς Afr. Cest. 294D· [[ὡσαύτως]] στεΐαρ. Χοιροβ. 1. 281· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - [[πάχος]] σκληρόν, [[πάχος]], «ξύγγι», [[οἷον]] ἔχουσι τὰ μηρυκαστικὰ ζῷα, Λατιν. sekum, ἀντίθετον τῷ πιμελὴ (Λατιν. adeps, τὸ [[μαλακὸν]] [[πάχος]]), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μὲγαν τροχόν, στρογγύλον πλακοῦντα ἐκ στέατος, Ὀδ. Φ. 178, 183· [[οὔτε]] πιμελὴν [[οὔτε]] [[στέαρ]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 2· τὸ τῶν ἰχθύων στ. πιμελῶδες ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 3, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ εὑρίσκομεν τὸ [[στέαρ]] ἀντὶ τοῦ πιμελὴ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 5. 4, 28, κτλ.· οὕτω, στ. χήνειον, ὀρνίθειον Διοσκ. 2. 93. ΙΙ. = [[σταῖς]]. [[φύραμα]] ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἱππ. 570. 6., 610. 19, Ἀριστ. Προβλ. 4. 21, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2, [[ἔνθα]] ἴδε Schneid. εἰς Στράβ. 823 ([[ὅστις]] μνημονεύει Ἡρόδ. 2. 36, [[ἔνθα]] παρ’ ἡμῖν κεῖται [[σταῖς]]), πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 14, Ψαλμ. ΠΑ΄, 16, κ. ἀλλ.)· ὡς τἀνάπαλιν [[σταῖς]] (ὃ ἴδε) εὕρηται ἀντὶ τοῦ [[στέαρ]]. [Ἡ γενικὴ κεῖται ὡς δισύλλ. στέατος ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ στέᾱτι τρισύλλαβ., Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 38· [[στεάτιον]] [ᾱ] ὡς τετρασύλλ., Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.» 1].
|lstext='''στέᾰρ''': τό, γεν. στέατος [ἴδε ἐν τέλ.]· συνῃρ. [[στῆρ]] (Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλην. 13. 476· γενικ. στηρὸς Afr. Cest. 294D· [[ὡσαύτως]] στεΐαρ. Χοιροβ. 1. 281· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - [[πάχος]] σκληρόν, [[πάχος]], «ξύγγι», [[οἷον]] ἔχουσι τὰ μηρυκαστικὰ ζῷα, Λατιν. sekum, ἀντίθετον τῷ πιμελὴ (Λατιν. adeps, τὸ [[μαλακὸν]] [[πάχος]]), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μὲγαν τροχόν, στρογγύλον πλακοῦντα ἐκ στέατος, Ὀδ. Φ. 178, 183· [[οὔτε]] πιμελὴν [[οὔτε]] [[στέαρ]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 2· τὸ τῶν ἰχθύων στ. πιμελῶδες ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 3, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ εὑρίσκομεν τὸ [[στέαρ]] ἀντὶ τοῦ πιμελὴ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 5. 4, 28, κτλ.· οὕτω, στ. χήνειον, ὀρνίθειον Διοσκ. 2. 93. ΙΙ. = [[σταῖς]]. [[φύραμα]] ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἱππ. 570. 6., 610. 19, Ἀριστ. Προβλ. 4. 21, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2, [[ἔνθα]] ἴδε Schneid. εἰς Στράβ. 823 ([[ὅστις]] μνημονεύει Ἡρόδ. 2. 36, [[ἔνθα]] παρ’ ἡμῖν κεῖται [[σταῖς]]), πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 14, Ψαλμ. ΠΑ΄, 16, κ. ἀλλ.)· ὡς τἀνάπαλιν [[σταῖς]] (ὃ ἴδε) εὕρηται ἀντὶ τοῦ [[στέαρ]]. [Ἡ γενικὴ κεῖται ὡς δισύλλ. στέατος ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ στέᾱτι τρισύλλαβ., Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 38· [[στεάτιον]] [ᾱ] ὡς τετρασύλλ., Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.» 1].
}}
{{bailly
|btext=στέατος (τό) :<br /><b>1</b> graisse compacte, lard, suif;<br /><b>2</b> graisse, <i>c.</i> [[πιμελή]].<br />'''Étymologie:''' p. *στέϜαρ, cf. [[ἵστημι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth