Anonymous

στέαρ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 September 2022
m
Text replacement - "εῑα" to "εῖα"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και [[στέας]] Μ, και στεῑαρ, -είατος, και [[στῆρ]], [[στητός]] Α<br />το στερεό και συμπαγές [[λίπος]] τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την [[παρασκευή]] κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο [[στέαρ]]» β. «[[οὔτε]] πιμελήν [[οὔτε]] [[στέαρ]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οποιοδήποτε [[είδος]] ζωικού λίπους (α. «[[στέαρ]] δελφίνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[στέαρ]] τῆς ἄρκτου», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[φύραμα]], [[ζύμη]] από [[αλεύρι]] ζειάς, μονόκοκκου σιταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκό ουδ. σε -<i>αρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἧπ</i>-<i>αρ</i>, <i>οὖθ</i>-<i>αρ</i>, [[πῖαρ]]) που ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>st</i><i>ā</i><i>iŗ</i> «[[πηχτός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με το αβεστ. <i>st</i><i>ā</i>(<i>y</i>)- «[[μάζα]], [[σωρός]]» και το αρχ. ινδ. <i>sty</i><i>ā</i><i>na</i>- «[[συμπαγής]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στία]]). Ο τ. <i>στέᾱρ</i> έχει σχηματιστεί με [[αντιμεταχώρηση]] από αμάρτυρο τ. <i>στᾱy</i>-<i>αρ</i> (από όπου και [[επίσης]] [[αμάρτυρος]] ιων. τ. <i>στῆ</i>-<i>αρ</i>). Παράλληλα με τον τ. [[στέαρ]], <i>στέατος</i> μαρτυρείται στους παπύρους της ελληνιστικής εποχής ο [[συνηρημένος]] τ. [[στῆρ]], [[στητός]]].
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και [[στέας]] Μ, και στεῖαρ, -είατος, και [[στῆρ]], [[στητός]] Α<br />το στερεό και συμπαγές [[λίπος]] τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την [[παρασκευή]] κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο [[στέαρ]]» β. «[[οὔτε]] πιμελήν [[οὔτε]] [[στέαρ]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οποιοδήποτε [[είδος]] ζωικού λίπους (α. «[[στέαρ]] δελφίνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[στέαρ]] τῆς ἄρκτου», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[φύραμα]], [[ζύμη]] από [[αλεύρι]] ζειάς, μονόκοκκου σιταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκό ουδ. σε -<i>αρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἧπ</i>-<i>αρ</i>, <i>οὖθ</i>-<i>αρ</i>, [[πῖαρ]]) που ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>st</i><i>ā</i><i>iŗ</i> «[[πηχτός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με το αβεστ. <i>st</i><i>ā</i>(<i>y</i>)- «[[μάζα]], [[σωρός]]» και το αρχ. ινδ. <i>sty</i><i>ā</i><i>na</i>- «[[συμπαγής]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στία]]). Ο τ. <i>στέᾱρ</i> έχει σχηματιστεί με [[αντιμεταχώρηση]] από αμάρτυρο τ. <i>στᾱy</i>-<i>αρ</i> (από όπου και [[επίσης]] [[αμάρτυρος]] ιων. τ. <i>στῆ</i>-<i>αρ</i>). Παράλληλα με τον τ. [[στέαρ]], <i>στέατος</i> μαρτυρείται στους παπύρους της ελληνιστικής εποχής ο [[συνηρημένος]] τ. [[στῆρ]], [[στητός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm