στίλβω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] glänzen, schimmern, blinken; von glatten, polirten Körpern; Fettglanz, ἐλαίῳ, Il. 18, 596; u. übertr., κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασιν, 3, 392; κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]], Od. 6, 237; στίλβειν ἀπό τινος, wovon wiederglänzen, wiederscheinen, H. h. 31, 11. 32, 5; φαεννοῖς [[στίλβων]] ὅπλοις, Eur. Andr. 1147, der es auch trans. c. acc. vrbdt, στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς, Or. 480; [[στίλβων]] [[νῶτον]] πτερύγοιν χρυσαῖν, Ar. Av. 697; [[ἰδεῖν]] λαμπρὸν καὶ στίλβον, Plat. Tim. 60 a; Phaed. 110 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] glänzen, schimmern, blinken; von glatten, polirten Körpern; Fettglanz, ἐλαίῳ, Il. 18, 596; u. übertr., κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασιν, 3, 392; κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]], Od. 6, 237; στίλβειν ἀπό τινος, wovon wiederglänzen, wiederscheinen, H. h. 31, 11. 32, 5; φαεννοῖς [[στίλβων]] ὅπλοις, Eur. Andr. 1147, der es auch trans. c. acc. vrbdt, στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς, Or. 480; [[στίλβων]] [[νῶτον]] πτερύγοιν χρυσαῖν, Ar. Av. 697; [[ἰδεῖν]] λαμπρὸν καὶ στίλβον, Plat. Tim. 60 a; Phaed. 110 c.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i> réc. ἔστιλψα;<br />briller, resplendir ; <i>fig.</i> briller de beauté, de grâce, de force.<br />'''Étymologie:''' R. Στελπ, briller ; apparenté à [[στεροπή]], [[ἀστράπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στίλβω''': ἐν χρήσει [[κυρίως]] ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἀόριστ. ἔστιλψα Χαρίτων 2. 2, ἴδε ἐν τέλ. (Ἡ √ΣΤΙΛΒ γίνεται ΣΤΙΛΠ ἐν τῷ στιλπνός). Λάμπω, ἀκτινοβολῶ, [[ἀπαστράπτω]], ἐπὶ ἐπιφανειῶν ἐστιλβωμένων, λαμπουσῶν, «γυαλίζω», ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ Ἰλ. Σ. 596· κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασιν Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]] Ὀδ. Ζ. 237· λαμπραὶ δ’ ἀκτῖνες ἀπ’ [[αὐτοῦ]] αἰγλῆεν στίλβουσιν, ἀκτινοβολοῦσιν, ἐξαστράπτουσιν, Ὕμν. Ὁμ. 31. 11· στ. ὅπλοις Εὐρ. Ἀνδρ. 1146· ἰδὼν στίλβοντα τὰ [[λάμβδα]], δηλ. τὸ [[γράμμα]] λ ἐπὶ τῶν Λακεδαιμονίων ἀσπίδων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 37· στ. [[νῶτον]] πτερύγοιν χρυσαῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· στ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D· στ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Πλάτ. Φαίδων 110D· ἀπολ., ἐπὶ ἵππων ἐχόντων τὴν δορὰν στιλπνήν, Εὐρ. Ρῆσ. 618· ἐπὶ ἐπιδερμίδος λαμπρᾶς καὶ λείας, Θεόκρ. 2. 79, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 59Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 18· ἐπὶ τῆς λευκῆς λάμψεως τῆς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 6· ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πλανήτας, [[ἀπαστράπτω]], ἀκτινοβολῶ (ἀλλὰ πρβλ. [[στίλβων]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστσ. 1. 13, 2, π. Οὐρ. 2. 8, 10· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στ. ἀστραπάς, [[ἐξακοντίζω]] ἀστρ., [[ἀστράπτω]], ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480· καὶ οὕτω μεταφορ., στ. ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ὀρφ. Ἀργ. 1113. 2) μεταφορ., [[λάμπω]], εἶμαι [[λαμπρός]], Εὐρ. Ἱππ. 195. ΙΙ. μεταβ. = [[στιλπνόω]], στίλβειν τὸ [[πρόσωπον]] Διοσκ. 111· στίλψασα τὰς παρειὰς Ἀρισταίν. 1. 25.
|lstext='''στίλβω''': ἐν χρήσει [[κυρίως]] ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἀόριστ. ἔστιλψα Χαρίτων 2. 2, ἴδε ἐν τέλ. (Ἡ √ΣΤΙΛΒ γίνεται ΣΤΙΛΠ ἐν τῷ στιλπνός). Λάμπω, ἀκτινοβολῶ, [[ἀπαστράπτω]], ἐπὶ ἐπιφανειῶν ἐστιλβωμένων, λαμπουσῶν, «γυαλίζω», ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ Ἰλ. Σ. 596· κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασιν Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]] Ὀδ. Ζ. 237· λαμπραὶ δ’ ἀκτῖνες ἀπ’ [[αὐτοῦ]] αἰγλῆεν στίλβουσιν, ἀκτινοβολοῦσιν, ἐξαστράπτουσιν, Ὕμν. Ὁμ. 31. 11· στ. ὅπλοις Εὐρ. Ἀνδρ. 1146· ἰδὼν στίλβοντα τὰ [[λάμβδα]], δηλ. τὸ [[γράμμα]] λ ἐπὶ τῶν Λακεδαιμονίων ἀσπίδων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 37· στ. [[νῶτον]] πτερύγοιν χρυσαῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· στ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D· στ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Πλάτ. Φαίδων 110D· ἀπολ., ἐπὶ ἵππων ἐχόντων τὴν δορὰν στιλπνήν, Εὐρ. Ρῆσ. 618· ἐπὶ ἐπιδερμίδος λαμπρᾶς καὶ λείας, Θεόκρ. 2. 79, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 59Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 18· ἐπὶ τῆς λευκῆς λάμψεως τῆς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 6· ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πλανήτας, [[ἀπαστράπτω]], ἀκτινοβολῶ (ἀλλὰ πρβλ. [[στίλβων]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστσ. 1. 13, 2, π. Οὐρ. 2. 8, 10· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στ. ἀστραπάς, [[ἐξακοντίζω]] ἀστρ., [[ἀστράπτω]], ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480· καὶ οὕτω μεταφορ., στ. ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ὀρφ. Ἀργ. 1113. 2) μεταφορ., [[λάμπω]], εἶμαι [[λαμπρός]], Εὐρ. Ἱππ. 195. ΙΙ. μεταβ. = [[στιλπνόω]], στίλβειν τὸ [[πρόσωπον]] Διοσκ. 111· στίλψασα τὰς παρειὰς Ἀρισταίν. 1. 25.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i> réc. ἔστιλψα;<br />briller, resplendir ; <i>fig.</i> briller de beauté, de grâce, de force.<br />'''Étymologie:''' R. Στελπ, briller ; apparenté à [[στεροπή]], [[ἀστράπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth